Ο ΕΠΙΣΚΕΠΤΗΣ
του Éric–Emmanuel Schmitt
Στη θεατρική
σκηνή του Ιδρύματος «Μιχάλης Κακογιάννης»
Πειραιώς 206,
Ταύρος
Σκηνοθεσία: Σωτήρης
Τσαφούλιας
Σάββατο, 11 Φεβρουαρίου
2023
18.30 μ.μ.
Κριτική
ανάλυση
της Μαρίνας
Αποστόλου
Επιστήμη vs
Θεολογία
Λογική
και απόδειξη vs Συναίσθημα, ηθική και ανεξήγητο
Όταν είπες ότι δεν πιστεύεις στον Θεό, ήταν σαν να άκουγα ένα αηδόνι να (…) Προσοχή στις επιφανειακές απαντήσεις: Συχνά είναι αληθινές… |
Το βαθιά φιλοσοφικό έργο του Ερίκ-Εμμανουέλ Σμιτ Ο Επισκέπτης
επέλεξε εφέτος να σκηνοθετήσει και να ανεβάσει στη θεατρική σκηνή του Ιδρύματος
«Μιχάλης Κακογιάννης» ο ταλαντούχος Σωτήρης Τσαφούλιας. Είναι η δεύτερη χρονιά
που δημιουργεί στον υπέροχο αυτό χώρο στρεφόμενος και πάλι στην εργογραφία του
ίδιου θεατρικού συγγραφέα. Μάλιστα, συνεργάζεται και στη μετάφραση του κειμένου
με τον άλλο γνωστό και επίσης άξιο μεταφραστή Αντώνη Γαλέο.
Πρόκειται για μία υψηλής αισθητικής πνευματική αναμέτρηση ανάμεσα στην αθεΐα
και στον θεϊσμό. Για να το επιτύχει αυτό ο Σμιτ, θέτει ως κάδρο την εφιαλτική συνθήκη
του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, τον παραλογισμό και την κτηνωδία των Ναζί ενώ χωρικά
τοποθετεί τα δραματικά του γεγονότα στη Βιέννη. Στα 1938, οι Ναζί είναι κιόλας
εκεί και η ζωή των Εβραίων είναι ήδη μαρτυρική με διωγμούς, καταναγκαστικά
έργα, εξευτελισμούς και οικονομική αφαίμαξη. Κεντρικό δραματικό πρόσωπο ο
διάσημος ψυχίατρος και ψυχοθεραπευτής μέσω της ψυχανάλυσης Σίγκμουντ Φρόιντ.
Είναι γηραιός, η υγεία του είναι κλονισμένη κι όμως θα πρέπει να υποστεί τις οδυνηρές
συνέπειες του να είσαι Εβραίος. Κι ας μην πηγαίνει ποτέ στη Συναγωγή κι ας μην
είναι φιλοχρήματος, όπως ακούμε στο έργο.
Βρισκόμαστε στο εσωτερικό του καλαίσθητου διαμερίσματος του ψυχιάτρου
Σίγκμουντ Φρόιντ. Συγκεκριμένα, μπορούμε να δούμε το γραφείο του, την καρέκλα
όπου καταλύουν οι ασθενείς του, τη βιβλιοθήκη του που περιέχει και τίτλους που
έχει ο ίδιος συγγράψει και στο πρόσφατο παρελθόν έχουν κατασχεθεί και καεί
επιδεικτικά από τους Γερμανούς, το μικρό καθιστικό όπου κοιμάται στην εναρκτήρια
σκηνή η κόρη του η Άννα ενώ στο φόντο από το παράθυρο του χώρου διακρίνει
κανείς τις άλλες πολυκατοικίες της γειτονιάς με τα φώτα να ανοιγοκλείνουν στα
ποικίλα διαμερίσματά τους δίνοντας την ψευδαίσθηση του πραγματικού. Ταυτόχρονα,
οι θεατές ακούνε και βλέπουν σύντομες σκηνές με την επέλαση της «γερμανικής
μπότας», Γερμανούς Ναζί να κρατούν δαδιά και να οργώνουν την αυστριακή
πρωτεύουσα υπό τον ήχο της ‘’Erika’’. Ήδη
δηλαδή από την πρώτη σκηνή, (οι θεατές) προσανατολίζονται χωροχρονικά τόσο
εσωτερικά όσο και εξωτερικά.
Η Άννα είναι κουρασμένη: απόδειξη ότι την έχει πάρει ο ύπνος στην καρέκλα
με ένα βιβλίο στο χέρι. Ξυπνάει ανήσυχη και αναρωτιέται πού πάμε όταν
κοιμόμαστε ενώ εκφράζει τον ευσεβή της πόθο να ξυπνήσει μια μέρα και όλο αυτό
το μαρτύριο να έχει λήξει. Εκεί εκκινεί μια φιλοσοφική συζήτηση με τον πατέρα της
ο οποίος θίγει το θέμα της ηλικίας, ένα ζήτημα που απασχολεί και πληγώνει τον
άνθρωπο διαχρονικά. Έτσι, σύμφωνα με τον γιατρό, οι νέοι έχουν το περιθώριο να
φιλοσοφούν ενώ η ηλικία δεν είναι παρά μόνο ένας αριθμός, κάτι το σχετικό, το «εξωπραγματικό»
εφόσον δεν συνάδει πάντα με το συναίσθημα του ατόμου. Ο Φρόιντ θωρεί τον εαυτό
του στον καθρέπτη και αντικρύζει ένα πρόσωπο «αυλακωμένο» και δυο φρύδια «χιονισμένα».
Ένα πρόσωπο αλλοιωμένο από το αλύπητο πέρασμα του χρόνου το οποίο δεν αναγνωρίζει
πια. Οι άνθρωποι, όπως τονίζει, δεν αλλάζουν. Αλλάζει όμως ο κόσμος, συνεχίζει
εκθέτοντας μέσα από τα λόγια του την εμπειρία της ζωής του. Εμφανίζεται ψύχραιμος,
συνειδητοποιημένος, ήρεμος και λογικός παρόλη τη ζοφερή κατάσταση.
Αντίθετα, η Άννα είναι ταραγμένη: υπάρχουν, όπως αναφέρει με απογοήτευση
Βιεννέζοι Ναζί, ενώ οι Εβραίοι υφίστανται αδικαιολόγητες ταπεινώσεις. Η
υποχρεωτική εργασία που προσφέρουν οι Εβραίοι προβάλλεται μέσω της προπαγάνδας
ως ευτύχημα και ευκαιρία απασχόλησης εξοργίζοντας τη νέα γυναίκα. Για να σωθεί
η ίδια και η οικογένειά της απαιτείται να υπογράψει ο Φρόιντ «ένα χαρτί», ένα
έγγραφο του οποίου το περιεχόμενο παραμένει προσώρας άγνωστο στο κοινό με το
τελευταίο να υποθέτει τι περί τίνος μπορεί να πρόκειται. Ο Φρόιντ, από τη μεριά
του, ως τρυφερός και προστατευτικός πατέρας, αναγνωρίζει την αγάπη που τρέφει η
κόρη του για το πρόσωπό του, ένα συναίσθημα τόσο δυνατό που υπερβαίνει τον φόβο
της για τους Ναζί και την έγνοια της για τον αυστριακό λαό.
-Μην υποτιμάς την πρόοδο, Άννα… (…) -Αυτά τα εβραϊκά σκυλιά έχουν πάντα |
Στο σπίτι εισέρχεται -απρόσκλητος βέβαια- ένας γκεσταπίτης. Με περιφρόνηση
για τη γνώση και την επιστήμη, ρίπτει κάτω προκλητικά κάποια από τα βιβλία της βιβλιοθήκης.
Δεν είναι η πρώτη φορά που παραβιάζει την εστία της οικογένειας Φρόιντ. Η Άννα τού
αντιμιλάει, ο Φρόιντ πάλι τον ειρωνεύεται ευφυώς. Εκ νέου, πατέρας και κόρη
αναγκάζονται να τον χρηματίσουν αυτή τη φορά με 6.000 σελίνια, ποσό που ο καταξιωμένος
γιατρός αδυνατεί να κερδίσει σε μια συνεδρία, όπως ακούμε να σχολιάζει.
Η Άννα δεν ανέχεται τον Γερμανό, διαπληκτίζεται μαζί του, τον παρατηρεί
πατόκορφα δηλώνοντας ευθαρσώς την απέχθειά της (παρομοιάζει τις καλογυαλισμένες
μπότες του με μαύρο μάρμαρο) ενώ δεν παραλείπει να του υπενθυμίσει πόσο μόνος
και δυστυχισμένος είναι, ένα απλό «πιόνι» που δεν ακολουθεί κανόνες (Π.χ. τον
ερωτά πόσο καιρό έχει να κάνει έρωτα με μια γυναίκα, τού υπογραμμίζει πόσο υπερβολικό
χρόνο σπαταλάει για να χτενίσει ακριβώς τη χωρίστρα του στη μέση, τον λοιδορεί
καθότι περνάει τη ζωή του πίνοντας μπύρες με άλλους άθλιους άντρες και
τρώγοντας τα νύχια του απ’ την ανασφάλειά του). Είναι τολμηρή και αισιόδοξη
(αναφέρει πως οι Εβραίοι έχουν παντού υποστηρικτές ακόμα και από την πλευρά του
Μουσολίνι)˙ θαρραλέα «υπέρ το δέον» και γι’
αυτό συλλαμβάνεται.
Στη θέα αυτού του συμβάντος, ο Φρόιντ λυγίζει, βήχει και τηλεφωνεί στην
πρεσβεία των Η.Π.Α. . Είναι η στιγμή όπου οι θεατές πληροφορούνται τι καλείται
να υπογράψει ένας Εβραίος για να μπορέσει να εγκαταλείψει την Αυστρία – ουσιαστικά
να εκδιωχθεί από την πατρίδα του. Είναι ακριβώς η στιγμή που θα εισέλθει ή
μάλλον θα εισβάλει στην οικία του ένας άγνωστος, παράξενος άντρας λίγα χρόνια
νεότερός του. Ο Φρόιντ βγάζει το περίστροφό του για να αμυνθεί (κάτι ασφαλώς
που δεν μπορούσε να πράξει με τον γκεσταπίτη νωρίτερα) κι ενώ ζητάει από τον
ξένο να τού συστηθεί, προβαίνει σε υποθέσεις για την ταυτότητά του («ή κλέφτης
ή άρρωστος») εφόσον εκείνος δεν σκοπεύει να αποκαλύψει το όνομα και πόσο μάλλον
την ιδιότητά του. Έχει ήδη ξεκινήσει ένα μαγικό φιλοσοφικό ταξίδι όχι απλής
ανταλλαγής απόψεων περί του αν υπάρχει Θεός ή όχι αλλά μια πνευματική μονομαχία
ανάμεσα σε δύο ευφυείς προσωπικότητες, που η καθεμιά από την πλευρά της θα
προβάλει τα ανάλογα επιχειρήματα για να πείσει ή να αντικρούσει την άλλη με στήριγμα πάντα τη δύναμη του λόγου (της λογικής) αλλά και του συναισθήματος,
στοιχεία συχνά αντιθετικά που διέπουν εντούτοις εξίσου την ανθρώπινη φύση.
-Ποιος είστε; (…) -Άρρωστος… Τι ύπουλη λέξη… Είναι |
Ο Επισκέπτης γνωρίζει πολλά για το παρελθόν του Φρόιντ (του αφηγείται στη
συνέχεια μια ιστορία που αντιστοιχεί στην ηλικία των πέντε ετών ζωής – ήταν η
χρονιά που ο Φρόιντ συνειδητοποίησε ότι «υπάρχει») ενώ ξέρει την ηλικία κατά
την οποία ο Φρόιντ αποφάσισε να «σκοτώσει» νοερά/ψυχολογικά τον πατέρα του),
ξέρει επίσης πολλά για το μέλλον του (ότι π.χ. σε οκτώ εβδομάδες θα βρίσκεται
σε Παρίσι και Λονδίνο) αλλά και για το παρόν του (γνωρίζει περί της συγγραφής
του έργου του «Μωυσής και μονοθεϊσμός). Κατέχει ακόμα καλά και το συναίσθημά
του. Ξέρει ότι η Βιέννη θα του λείψει εκ των υστέρων. Εξάλλου, είναι η πόλη
όπου έζησε μια ζωή, η πόλη της νιότης του… («Ένα φρούτο το καταλαβαίνεις μόνο
αφού το φας»).
Ο Φρόιντ θέλει να τον διώξει. Ο Επισκέπτης συμπεραίνει ότι αυτό πρέπει να
συμβαίνει πιθανότατα επειδή τον έχει κουράσει πολύ ο κόσμος. Ο Φρόιντ δεν το αρνείται:
αντίθετα, παραδέχεται ότι θεραπεύοντας τους άλλους υποφέρει κι αυτός ενώ, όπως ακούμε
να λέει με πόνο ψυχής, μερικά βράδια νιώθει πολύ θυμωμένος με αυτούς που έχει
γιατρέψει.
Ο Επισκέπτης δεν είναι ένας εύκολος πνευματικός αντίπαλος. Διαθέτει πάντα
ένα αντεπιχείρημα, μια γνώμη βασισμένη στις παρατηρήσεις που ο ίδιος έχει κάνει
για τη ζωή, τη φύση και τους ανθρώπους. Στο πλαίσιο αυτό, εκφράζει και την άποψη:
«Η ευθραυστότητα δίνει δύναμη στην αγάπη» καθώς η τελευταία συνιστά ένα
συναίσθημα που παράγεται από την πρώτη (το να είμαι εύθραυστος συχνά προκαλεί
την αγάπη των άλλων). Κι ενώ ο Φρόιντ δεν είναι διατεθειμένος να παράσχει τις ιατρικές
του υπηρεσίες στον απρόσμενο αυτόν κύριο, εντούτοις ο Επισκέπτης ξαπλώνει στην
καρέκλα μετά από προτροπή του ίδιου του Φρόιντ. Το να δηλώσει αρχικά το όνομά
του είναι υποχρεωτικό όμως επιμένει συστηματικά να το αποφεύγει. Μάλιστα,
καταθέτει ότι δεν βλέπει όνειρα με τον Φρόιντ να σημειώνει επιστημονικά ότι
αυτό οφείλεται σε κλείδωμα της μνήμης που με τη σειρά της αποδίδεται στη
λογοκρισία. Ωστόσο, του ανακοινώνει πως θα του αφηγηθεί μια ιστορία: μια
ιστορία που καταλήγει να είναι ένα όνειρο που έβλεπε ο γιατρός. Πώς το γνωρίζει
άραγε αυτό ο ξένος;
Σε μια άδεια κουζίνα με σκούρα κρεμ πλακάκια με τη φωνή του να αντιλαλεί και
τον ίδιο να ταυτίζεται με την ηχώ αυτή, με τους υπηρέτες να λείπουν και εκείνον
να γλείφει απομεινάρια από αλμυρά και γλυκά τρόφιμα τοποθετείται η ιστορία του
Επισκέπτη (που εν τέλει είναι το όνειρο του Φρόιντ).
Ο κόσμος είναι αυτό το άδειο σπίτι (…) Κι όμως, πάντα κάποιος μας ακούει. |
Ο Φρόιντ εξακολουθεί την εξέταση του «ασθενούς» του χρησιμοποιώντας τη
μέθοδο της ύπνωσης. Πρόκειται για τη χρήση του εκκρεμούς όταν ο ασθενής ευρίσκεται
σε ένταση. Ο Επισκέπτης είναι ένα πλάσμα μη ανθρώπινο, χωρίς αναμνήσεις («τα
ονόματα χρησιμοποιούνται μόνο μεταξύ όμοιων πλασμάτων», λέει χαρακτηριστικά),
δεν έχει γονείς ούτε ηλικία (αν και ακούμε πως είναι πιο μικρός από τον Φρόιντ),
κοινώς είναι αυθύπαρκτος καθώς κάποια στιγμή άκουσε τη φωνή του χωρίς να μπορεί
να προσδιορίσει το πού και το πότε. Ο Φρόιντ κάνει διαρκώς υποθέσεις, οι οποίες
ενίοτε επαληθεύονται κι ενίοτε διαψεύδονται. Είναι μια ιδιοφυΐα, σύμφωνα με τον
Επισκέπτη.
Είναι διασκεδαστικό να έχεις σώμα… (…) Είμαι ένας Έλληνας ηθοποιός που |
Ο Φρόιντ επαναφέρει το θέμα της ηλικίας, μία από τις επιμέρους ιδέες του
κειμένου του Σμιτ που συνδέεται με το γήρας, τη φθορά, το πέρασμα του χρόνου,
τον επικείμενο θάνατο και συνεπώς με τον Θεό.
Ο Επισκέπτης γνωρίζει άριστα πως ο Φρόιντ είναι άθεος, ένας σωστός
κήρυκας της αθεΐας και πως ένας ρασοφόρος δεν μπορεί να τον πείσει για τίποτα.
Ο Φρόιντ αναρωτιέται αν ο σκοπός του ξένου είναι να τον προσηλυτίσει με εκείνον
να απαντάει ότι είναι αργά για να κάνει κάτι τέτοιο ενώ διαβλέπει ενδόμυχα ίσως
μια ξαφνική του ανάγκη του γιατρού να πιστέψει στον Θεό ενώ ανατρέχοντας στην
εφηβεία του Φρόιντ διαπιστώνει πως μέσω της απόρριψης του πατέρα του αποπειράθηκε
να αντικαταστήσει τον επίγειο Θεό με τον ουράνιο.
Ο άνθρωπος κατασκευάζει τον Θεό… Η |
φάση: Ομοιάζει με εκείνο το μικρό αγόρι που ήταν κάποτε καθώς εκδιώκεται από τους
Ναζί ενώ έχουν ήδη συλλάβει την κόρη του. Ο Φρόιντ απορεί πώς ένας άνθρωπος σε
ύπνωση μπορεί να τα λέει όλα αυτά. Ο Γκεσταπίτης επανέρχεται, ο Επισκέπτης
κρύβεται.
Ο Ναζί σε ένα μισάνθρωπο παραλήρημα ενσαρκώνει τον φανατισμό, τη
μισαλλοδοξία, τη μετριότητα, την αποτυχία, τα ψυχολογικά συμπλέγματα. Ενημερώνει
τον πατέρα της Άννας ότι είναι σαγηνευτική και διασκεδάζουν μαζί της ενώ για να
ερεθίσει και να προκαλέσει τον Φρόιντ τον ερωτά αν ελπίζει ακόμα πως θα την
παντρέψει. Υποτιμά τους Εβραίους λέγοντας «πως μυρίζουν σκατά» ενώ μονολογεί
ότι όταν η ζωή τον απορρίπτει, του φταίνε οι Εβραίοι. Ο Φρόιντ πάλι με ένα
λογικό αντεπιχείρημα τον αποκρούει λέγοντας πως όταν βρίσκει τον εαυτό του
μέτριο, τότε κατηγορεί τον ίδιο (κι όχι τους άλλους).
Η συζήτηση Φρόιντ και Γερμανού έρχεται εκ νέου στο θέμα των χρημάτων. Ο
Φρόιντ διατηρεί λεφτά σε λογαριασμούς του εξωτερικού ενώ ο Ναζί κρατά στα χέρια
του μια διαθήκη του γιατρού. Του ζητά τα χρήματα της διαθήκης να μεταφερθούν
στην Γκεστάπο και αποχωρεί.
Ο Επισκέπτης αποκαλύπτεται και ωσάν να έχει ενόραση πληροφορεί τον ανήσυχο
πατέρα ότι η Άννα δεν ανακρίνεται, ευρίσκεται σε κάποιο διάδρομο και κρατά
στα χέρια της ένα φιαλίδιο: Όλα αυτά τα στοιχεία συνθέτουν υψηλό κίνδυνο για
την κοπέλα. Όμως είναι έξυπνη: Τραυματίζει τα χείλη της μόνη της, τραβάει την
προσοχή και οδηγείται στην ανάκριση. Πεντακόσιοι Εβραίοι πήραν τον δρόμο της αυτοκτονίας
κατόπιν της απελπισίας που ένιωσαν με την εισβολή των Ναζί, θάνατοι που
καταγράφτηκαν απλοϊκά και προσχηματικά ως «εκούσιοι».
Αιχμηρό το προμάντεμα του Φρόιντ: Θα κάνουν σαπούνια τους νεκρούς Εβραίους
και «θα πλύνουν τον κώλο τους με ό,τι μισούν περισσότερο». Είναι υπαρκτό άραγε πρόσωπο
ο Επισκέπτης; Με σάρκα και οστά; Μέχρι στιγμής μπορεί μόνο ο Φρόιντ να τον δει
και να συνομιλήσει μαζί του.
Ο Γκεσταπίτης και πάλι παρών: Ζητάει τα λεφτά που έχει ο γιατρός στο
εξωτερικό. Κατόπιν σύστασης του Επισκέπτη, ο Φρόιντ χρησιμοποιεί μια φωτογραφία
της Άννας την οποία δείχνει στον Γερμανό. Παίζει με το μυαλό του. Εξάλλου,
είναι ψυχίατρος και ο Γκεσταπίτης είναι κατώτερος νοητικά. Του φωνάζει: «Εξοντώστε
τους Εβραίους!» ενώ τον βάζει σε σκέψεις. Πώς μπορεί να ξέρει σίγουρα πως
εκείνος δεν είναι Εβραίος; Πώς μπορεί να είναι βέβαιος για τη βαθύτερη, απώτερη
καταγωγή του; Τι τους χωρίζει σαν ανθρώπους; Το μόνο που τους διακρίνει είναι
ότι ο ένας άνδρας είναι Εβραίος και ο άλλος όχι. Και τι σημαίνει πραγματικά να
είσαι Εβραίος; Οι θρησκείες δεν ξεχωρίζουν τους ανθρώπους, ενώ Εβραίος σημαίνει
απλά «ΚΥΝΗΓΗΜΕΝΟΣ».
Ο Γερμανός επίσης ενημερώνει πως αναζητείται ένας παρανοϊκός τύπος που δραπέτευσε
από άσυλο. Είναι «τρελός, βλαμμένος, μη επικίνδυνος και μυθομανής».
Ο Επισκέπτης που το μικρό του όνομα (όντως😉 είναι Βάλτερ έζησε έως τα δώδεκά
του χρόνια «σε ένα κελάρι» ενώ πιστεύει ευθέως ότι «οι τρελοί είναι παιδιά για
τα οποία δεν κάνεις όνειρα». Ο Φρόιντ πάλι, συνεχίζοντας το φιλοσοφικό πνεύμα
του έργου, λέει πως δεν πιστεύει στην ψυχανάλυση τη στιγμή που όλος ο κόσμος
τρελαίνεται (λόγω του Β’ Π.Π.). Ο Βάλτερ δεν έχει αγαπηθεί ποτέ, όπως ακούμε.
Είναι μόνος στην αγάπη… Ο Φρόιντ συμπληρώνει διατυπώνοντας την άποψη ότι η
φροντίδα αποτελεί έναν άλλο τρόπο να αγαπάς ενώ αμέσως μετά εκθέτει την
τετράγωνη λογική του υποστηρίζοντας ότι «ο ορθός λόγος έχει διαλύσει τα
φαντάσματα» (προφανώς τις δεισιδαιμονίες και τους θεούς) και ότι «μόνο ο
άνθρωπος έχει την ευθύνη των ανθρώπων». Σε όλη του τη ζωή μάλιστα, θεράπευε «τη
βλακεία». Αν πίστευε στον Θεό, θα ήταν ευτυχής, θα άντεχε ας πούμε τον θάνατο ενός
παιδιού του πιο εύκολα. Η πίστη στον Θεό δίνει δύναμη, όμως τη δεδομένη στιγμή το άγχος
του (εφόσον δεν είναι πιστός) μουλιάζει τα σεντόνια του (λόγω ιδρώτα) κι αντί να φύγει από τη
ζωή με έναν ξαφνικό, γρήγορο θάνατο, βιώνει τη μεγαλύτερη αγωνία. Ο άθεος δεν
έχει καμιά πόρτα να σπρώξει για να μπει κάπου, είναι άδειος, ο πόνος του είναι
οδυνηρός, τρομακτικός και η ζωή γι’ αυτόν δεν είναι παρά μια «ανίατη ασθένεια».
Ο Φρόιντ σχολιάζει και την «αλήθεια»: Είναι μια ερωμένη που ζητάει πολλά χωρίς
καμιά ικανοποίηση και απειλή γι’ αυτήν αποτελεί η «επιθυμία». Η πίστη πάλι
φέρνει ηρεμία, ευτυχία. Ο άθεος διαθέτει παρρησία, αξιοπρέπεια. Και η παρρησία
είναι μια άλλη λέξη για την απελπισία.
Ο Βάλτερ διαπιστώνοντας το πείσμα του Φρόιντ συμπεραίνει πως και νωρίτερα
να είχε έρθει στη ζωή του, ο ίδιος θα παρέμενε. Ο Θεός, σύμφωνα με τον γιατρό,
κερνάει ψεύτικες υποσχέσεις και ΑΝ υπήρχε θα όφειλε να λογοδοτήσει για το άτομό
του (θυμίζοντας περίτρανα τη χαραγμένη σε τοίχο ρήση έγκλειστου στο Άουσβιτς: «Αν
υπάρχει Θεός θα πρέπει να με παρακαλέσει για να τον συγχωρήσω»).
Ξέρει ο Θεός ότι αυτές τις μέρες το Ξέρει ότι τρέχει με μαύρες μπότες στους |
Πόσο έχει αναιρεθεί η πατρική αγάπη του Θεού! «Το κακό είναι η υπόσχεση
που δεν τηρήθηκε! Ο θάνατος είναι η υπόσχεση της ζωής που δεν τηρήθηκε! Ο πόνος
είναι η άρνηση της ακεραιότητας του σώματος. Το σώμα έχει εξαπατηθεί…» Ένας στενός
νους θαρρεί ότι θα καταλάβουμε τα πάντα κι όμως «δεν θα καταλάβουμε τα
περισσότερα». Φρόιντ και Βάλτερ διασταυρώνουν τα ξίφη τους, κατεβαίνοντας
ορμητικά τον ποταμό της φιλοσοφικής επιχειρηματολογίας τους. Ο Φρόιντ
παθιάζεται: «Αν υπήρχε Θεός, δεν θα μπορούσε παρά να είναι ο διάβολος! Αυτό το
βράδυ που ο κόσμος κλαίει και η κόρη μου είναι στα νύχια της Γκεστάπο!… Είσαι
αγύρτης, είσαι μια αμφίβολη εικασία! Συνέλαβαν ένα ζευγάρι… Κάνε κάτι!
Και στο σημείο αυτό ο Επισκέπτης αντεπιτίθεται δυναμικά μιλώντας για τον
ιό της αλαζονείας που απαγορεύει την πίστη και κυριεύει τον άνθρωπο τον
τρέχοντα αιώνα με αποκορύφωμα τη θεοποίηση του χρήματος, τον απόλυτο υλισμό,
την απανθρωπιά και τη σκληρότητα. Ελλείψει αρχηγού, ο άνθρωπος γίνεται ο ίδιος Θεός
και τα αποτελέσματα είναι καταστροφικά. Έτσι, μοιραία, μόνος του καταλήγει στον
ολοκληρωτισμό («κυρίαρχος της ύλης, κυρίαρχος της πολιτικής»).
Θα διαλέγετε τα παιδιά σας από Τίποτα δεν θα έχει αξία… Ο πλούτος θα είναι ο Θεός σας, ο Όλα ανήκουν στον άνθρωπο; Τότε οι Ο άνθρωπος είναι ένας τρελός στο Ο αθεϊσμός είναι δεισιδαιμονία… Το να είσαι τρελός είναι σχεδόν |
Ο Φρόιντ όμως δεν πτοείται. Στέρεος, συμπαγής, αμετάκλητος του ανταπαντάει:
«Δεν χρειάζομαι πίστη. Χρειάζομαι βεβαιότητα. Θετικά αποτελέσματα. Πιστεύω μόνο
ό,τι βλέπω. Αν πίστευα, θα ήμουν ένας μέτριος γιατρουδάκος… ΚΑΝΕ ΕΝΑ ΘΑΥΜΑ ΝΑ
ΠΙΣΤΕΨΩ ΑΝ ΕΙΣΑΙ Ο ΘΕΟΣ… Ένας επιστήμονας δεν μπορεί να εξαπατηθεί… Κρίμα! Ο
Θεός δεν έχει κάνει θαύμα σε ένα πανεπιστήμιο…». Και συμπληρώνει: «Είσαι ένας σαδιστής που χαίρεται με την αδυναμία μου… ΓΙΑΤΙ ΗΡΘΕΣ;».
Ποιος είναι εν τέλει ο «Επισκέπτης»; Ο Θεός πράγματι που ήρθε να αλλάξει
τον Φρόιντ; Κι αν ναι, το κατορθώνει; Τι φταίει και ο άνθρωπος πάσχει; Μήπως η
πολλή ελευθερία που του δόθηκε; Θα ήταν καλύτερα να είναι ένα ανδρείκελο; Και
ξανά το ίδιο ερώτημα: Ποιος είναι αυτός ο άνδρας; Μήπως είναι απλά ο παρανοϊκός
τύπος που το έσκασε από το ψυχιατρείο; Ή είναι ένας θαυμαστής της Άννας που
βρήκε αυτόν τον τρόπο για να την πλησιάσει; Η Άννα θα επιστρέψει σπίτι; Ο Επισκέπτης θα μείνει, θα επικρατήσει με τις απόψεις του ή θα χαθεί μέσα στη
νύχτα τρέχοντας σαν κοινός, αδύναμος λωποδύτης;
Ο Σμιτ με όχημα την ιστορική συγκυρία του Β’ Π.Π. και το Ολοκαύτωμα των
Εβραίων (και όχι μόνο) αλλά και συνάμα αξιοποιώντας την προσωπικότητα του σπουδαίου
ψυχιάτρου Φρόιντ θέτει το φιλοσοφικό δίλημμα περί ύπαρξης ή μη Θεού με τη
ζυγαριά να γέρνει σαφώς προς την άρνηση.
Ο Τσαφούλιας μαγεύει με τη σκηνοθεσία του. Δουλεύοντας εφέτος για δεύτερη φορά
κείμενο του ίδιου δραματουργού (χαρακτηριστικές είναι οι ομοιότητες με τις Αινιγματικές
παραλλαγές ιδίως στα μονολογικά κομμάτια) εμβαθύνει περισσότερο
θεατρικά θέτοντας πολλαπλά ερωτήματα γύρω από την ανθρώπινη ύπαρξη, ερωτήματα που
γυρεύουν απαντήσεις και τεκμηριωμένη τοποθέτηση. Μοναδικές σαφώς οι ερμηνείες
και των τεσσάρων ηθοποιών με κορυφαία φυσικά του Μάνου Βακούση που υποδύεται
τον «Επισκέπτη». Δύσκολοι, απαιτητικοί ρόλοι και των δύο πρωταγωνιστών – μονομάχων (Φώτη
Θωμαΐδη – Φρόιντ και Βακούση), με τους Μαρία Παπαλάμπρου (Άννα) και Δημήτρη
Παπαδάτο (Γκεσταπίτης) να τους πλαισιώνουν κάτι παραπάνω από κατάλληλα και ορθά.
Συγχαρητήρια αξίζουν στον σχεδιασμό των φωτισμών (Τσαφούλιας – Πετροπούλου)
αλλά και στα κοστούμια και τα σκηνικά που μας μεταφέρουν ρεαλιστικά σε εκείνη
τη σκοτεινή εποχή (Πολυτίμη Μαχαίρα – ξεχωρίζει η δερμάτινη ένδυση του Ναζί).
ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ
Μετάφραση: Σωτήρης Τσαφούλιας – Αντώνης Γαλέος
Σκηνοθεσία: Σωτήρης Τσαφούλιας
Σκηνογράφος-Ενδυματολόγος: Πολυτίμη Μαχαίρα
Μουσική σύνθεση: Θοδωρής Οικονόμου
Σχεδιασμός φωτισμών: Σωτήρης Τσαφούλιας – Έλενα Πετροπούλου
Φωτογράφιση: Πέτρος Χόντος
Παίζουν: Μάνος Βακούσης, Μαρία Παπαλάμπρου, Φώτης Θωμαΐδης, Δημήτρης
Παπαδάτος.
Παραγωγή: Robin 4 Arts