LIVE STREAMING
του Λέοντος Α.
Ναρ
Στη θεατρική
σκηνή του πολυχώρου «Faust»
Καλαμιώτου
11 & Αθηναΐδος 12, Μοναστηράκι
Σκηνοθεσία: Αντώνης
Καραγιάννης
Σάββατο, 18 Φεβρουαρίου
2023
8.00 μ.μ.
Κριτική
ανάλυση
της Μαρίνας
Αποστόλου
«Ο κόσμος υπάρχει για να καταλήξει |
Πόσο σημαντικό
μερίδιο ευθύνης φέρουν άραγε οι γονείς για τη διαμόρφωση της ψυχοσύνθεσης και
των επιλογών των παιδιών τους; Και κατά πόσο ένα παιδί ακολουθεί τα χνάρια των
γεννητόρων του και συμμορφώνεται με τις δικές τους ιδέες; Ποιος τελικά πληρώνει
το τίμημα της επιβολής των απόψεων, της αδιαφορίας, της απουσίας, της βίας και της
εγκατάλειψης; Της πρόταξης του «εγώ»; Πώς παρατάσσονται οι γενιές, η μία μετά
την άλλη και η μία δίπλα στην άλλη χρονικά, ηθικά, ιδεολογικά; Τι δεν πήγε καλά
και όλοι τελικά δυστύχησαν;
Το Live streaming είναι ένα σύγχρονο ελληνικό δραματικό
κείμενο (με αγγλικό τίτλο αλλά με σημερινό «ελληνικό» περιεχόμενο) που
αναμειγνύει πολλαπλές προβληματικές αναφορικά με τη ζωή του Νεοέλληνα, τα συμπλέγματα
που τον μαστίζουν και τον μικραίνουν σαν άνθρωπο, τις φιλοδοξίες, τη μοναξιά, την
εσωστρέφεια, τον ρομαντισμό με τη γενικότερη έννοια, την ανάγκη για ασφάλεια
και απελευθέρωση από τις παγίδες, τη γονεϊκότητα, το ψέμα, τη βία, τον ρατσισμό,
την ψυχολογική εξάρτηση, την επιφανειακή απιστία, τον έρωτα, την ομοφυλοφιλία,
την τεχνολογία, τα όνειρα, τις επιδημίες, τα αδιέξοδα. Άλλοι από αυτούς τους θεματικούς
άξονες προβάλλονται ενδελεχώς και πιο επισταμένα, άλλοι πάλι περνούν μπροστά
από τα μάτια του μυαλού των θεατών πιο αθόρυβα, πιο διακριτικά, αφήνοντας
ωστόσο αισθητά το ξεχωριστό άρωμά τους στη σκέψη αυτών που παρακολουθούν την
παράσταση.
Η πορεία που
ακολουθεί ο Ναρ συγγραφικά δεν είναι γραμμική κι αυτό είναι που γοητεύει το κοινό
και το κρατά σε εγρήγορση: Να θέλει να μάθει, να επιθυμεί να εξηγήσει, να
αναρωτιέται, να επιζητά απαντήσεις σε ερωτηματικά που γεννιούνται από
πληροφορίες που δίδονται επί τούτου μισές. Να ανοίγει διαρκώς κουτιά απ’ όπου
ξεπηδούν νέα στοιχεία που χορταίνουν τις απορίες. Και όντως εν τέλει όλα ερμηνεύονται,
όλα τίθενται σε μια λογική σειρά, δραματικά πρόσωπα και δραματικά γεγονότα
συνδέονται για να καταλήξουν στο λιτό αλλά μεστό συμπέρασμα: «Αντανάκλαση
είμαστε».
Η Μελίνα και
ο Στράτος είναι ένα σύγχρονο έγγαμο ζευγάρι με έναν ενήλικα γιο στην ηλικία των
είκοσι ετών. Έχουν εμπλακεί σε ένα αυτοκινητικό δυστύχημα με θύμα μια ηλικιωμένη
γυναίκα, την οποία εγκατέλειψαν στην άσφαλτο με αποτέλεσμα τον θάνατό της. Δεν
παραδόθηκαν ποτέ μέχρι που ο γιος της Τάκης Χέλμης, δικηγόρος στο επάγγελμα και
φερέφωνο – μάλλον υποχείριο – του εραστή του, συγγραφέα Πωλ (Paul) καταφθάνει στην οικία τους για να τους
εκβιάσει και να λάβει χρήματα εις αντάλλαγμα της σιωπής του για τον θάνατο της μητέρας
του. Προτού όμως οι θεατές ενημερωθούν για όλη αυτή τη δράση, τίθεται αρχικά το
κορυφαίο γεγονός της υπόθεσης – απόρροια της παράνοιας και της νοσηρής ζωής των
Στράτου και Μελίνα: Ο απαγχονισμός του γιου τους που συντελέστηκε αποτρόπαια σε
ζωντανή μετάδοση (εξ ου και ο τίτλος του έργου). Όμως γιατί να δώσει τέλος στη
ζωή του ένας τόσο νέος άνθρωπος και δη με αυτόν τον τρόπο;
Σε ένα
σκηνικό με μια Lancia, τη μάρκα αυτοκινήτου που οδηγούσε ο Στράτος την παραμονή της
Πρωτοχρονιάς οπότε και μιλούσε στο κινητό του και προκάλεσε έτσι το ατύχημα
(αλήθεια, αυτό έφταιγε μόνο;), με ελαστικά αυτοκινήτου διάσπαρτα θυμίζοντας κάτι
από συνεργείο αυτοκινήτων (προφανώς το αυτοκίνητο είναι το βασικό prop – σκηνικό αντικείμενο που στο τέλος της παράστασης το παρατηρούμε «αιματοβαμμένο»), μια ηλεκτρική
κιθάρα την οποία παίζει επί σκηνής ο Στράτος αλλά και τρία κρεμάμενα σκοινιά
που παραπέμπουν στην αυτοχειρία, πρόκειται να εκτυλιχθούν τα δραματικά γεγονότα
του Live streaming. Πρωτότυπη και εξαιρετικής σημασίας
στην περιχαράκωση του οικογενειακού και ψυχολογικού πλαισίου προσθήκη τα επιμέρους
βίντεο με τον παππού του άτυχου παιδιού, ο οποίος σκιαγραφεί την πραγματικότητα
από τη δική του ώριμη και ψύχραιμη, σχεδόν σοφή σκοπιά.
Οι δύο
ηθοποιοί εισέρχονται στη σκηνή. Κάθονται αντικρυστά, πάνω τους αναβοσβήνει πρόσκαιρα
ένα πράσινο εκτυφλωτικό φως. Ακούγεται ένας ήχος από τρακάρισμα ενώ κατόπιν
γίνεται γνωστή η είδηση για την αυτοκτονία ενός εικοσάχρονου φοιτητή. Την
είδηση αυτή μεταφέρει και σχολιάζει ο παππούς του: «Κρεμάστηκε μπροστά στην
κάμερα προς αποτροπιασμό των φίλων του…» αφήνοντας άφωνους τους ακροατές του.
Το βίντεο είδαν χιλιάδες άνθρωποι, ο νεαρός υπέφερε από κατάθλιψη. «Τι κακό μας
βρήκε…;».
Ο Χέλμης
χτυπάει το κουδούνι του σπιτιού. Άμεσα τίθεται το θέμα του φόνου. Η Μελίνα τον
θαυμάζει για την αστική του ευγένεια αλλά και την όμορφη εξωτερική του
εμφάνιση, όπως την ακούμε να λέει. Διηγείται τα όσα έλαβαν χώρα στον χώρο τους με
τον δικηγόρο. Παίζει εν ολίγοις και τον δικό του ρόλο. Εκείνος, ο Χέλμης δηλαδή, δεν
δείχνει ιδιαίτερα ισορροπημένος. Η επίσκεψή του οφείλεται στο να ξεσκεπάσει αυτούς
που «ξεκάνανε τη μάνα του» μα συνάμα μιλάει για γλυκά, για κιλά, για νερό, για
καφέ… τον οποίο έχει το «βίτσιο» να απολαμβάνει σε νεροπότηρο. Πίνει ένα ποτό
και στη συνέχεια ζητάει από την οικοδέσποινα σκέτο καφέ και γλυκό. Ο Στράτος,
εμφανώς εκνευρισμένος, γίνεται αγενής απέναντι στον υποτιθέμενο Χέλμη. Υπάρχει όμως
«οπτικό υλικό τραπέζης», άρα αδιάσειστα αποδεικτικά στοιχεία. Χώρια ο ρόλος των
μέσων ενημέρωσης και κυρίως της τηλεόρασης πάνω στο συμβάν αυτό: «Τα κανάλια
βοούσαν για τον φόνο». Η Μελίνα τον θαυμάζει, τον χαίρεται. Ο Στράτος την
παρατηρεί: «Τώρα τελευταία κάτι περίεργοι σου αρέσουν». Η διορία από τον Χέλμη
για να δώσει το ζευγάρι τα χρήματα δεν υπερβαίνει (σε πρώτη φάση) τις εικοσιτέσσσερις
ώρες.
Ο παππούς
παρεμβαίνει για δεύτερη φορά αντιστοιχώντας την ατάκα του Χέλμη («24 ώρες») με
τη ζωή που ζούμε: «Όλη η ζωή μας ένα τελεσίγραφο. Τελεσίγραφα και διαφωνίες… με
ποιον συμφωνείς… με ποιον διαφωνείς. Πρέπει στη ζωή μας να παίρνουμε θέση». Άλλη
μια σοβαρή αξίωση στον βίο που διάγουμε: Να παίρνουμε διαρκώς αποφάσεις τοποθετούμενοι θετικά ή αρνητικά απέναντι σε όσα μας ορίζουν. Να προλαβαίνουμε
μονίμως διορίες, καταληκτικές ημερομηνίες και στενά περιθώρια.
Ο νεαρός
είχε κλειστεί στον εαυτό του: Όλη του η ζωή περνούσε μπροστά σε μια οθόνη. «Οι
αλγόριθμοι μας παρακολουθούν. Καταγράφουν κάθε μας ανάσα…». Ο παππούς αγνοεί τι
είναι οι αλγόριθμοι. Ξέρει μόνο ότι ήταν πολύ δεμένος με τον εγγονό του. «Αχ,
οι γονείς του…», παραπονιέται αναστενάζοντας. Μα είναι αργά.
Ερχόμαστε
στο χρονικό σημείο της παραμονής Πρωτοχρονιάς. Το ζευγάρι, καλοντυμένο, στο
αυτοκίνητο καθ’ οδόν προς φιλικό σπίτι για το ρεβεγιόν. Στο ραδιόφωνο τίποτα
ευχάριστο (διότι δεν υπάρχουν πια καλοί σταθμοί με ωραία τραγούδια, όπως σημειώνει
ο Στράτος). Αντίθετα, ένας συγγραφέας, που εγκρίνει η Μελίνα αλλά απορρίπτει
έως και στηλιτεύει ο Στράτος, δίνει σχεδόν ραδιοφωνική διάλεξη με τη ρήση του «Είμαστε ό,τι
θυμόμαστε» να βρίσκεται στο επίκεντρο της διαφωνίας του ζευγαριού. Η Ελλάδα είναι
μια χώρα με μακρά ιστορία σε διωγμούς, προσφυγιά και μετανάστευση. Δεν είναι
δυνατόν να λησμονούμε την ιστορία μας, άποψη που στηρίζει η Μελίνα και δεν
αποδέχεται επ’ ουδενί ο σύζυγός της. Τέτοιες ιδέες για τον τελευταίο αρμόζουν
σε «κουλτουριάρηδες, καραγκιόζηδες». Αρνείται πεισματικά να φιλοξενήσουν το
ερχόμενο καλοκαίρι κάποιο προσφυγόπουλο στο σπίτι τους στο πλαίσιο προγράμματος
ανταλλαγής φοιτητών παρόλη την επιμονή της Μελίνας, μολονότι είναι κάτι που θα ωφελήσει
τον «αντικοινωνικό τους γιο». Ο Στράτος αποδεικνύεται ρατσιστής, σχεδόν
μισάνθρωπος (αποκαλεί τον νεαρό αυτόν «τσογλάνι»). Οι τόνοι ανεβαίνουν κι άλλο
με τον άνδρα να φωνάζει στη Μελίνα πως την ανέχεται και εκείνη να τον
κατακρίνει για τα ταπεινά του ενδιαφέροντα («αγώνες… στοιχήματα…»). Εντούτοις,
ο παππούς του αυτόχειρα είναι πολύ πιο ανοιχτόμυαλος από τον γιο του. Είναι
γεγονός ότι οι γενιές των ανθρώπων (τέσσερις εν προκειμένω τον αριθμό) διαφοροποιούνται
σε μεγάλο βαθμό: ο πατέρας του παππού που βλέπουμε στο βίντεο ήταν
συντηρητικός. Ο γιος του πάλι προέκυψε «αριστερός» με φυλακές και εξορίες στο
ενεργητικό του (αν και, όπως αναφέρει, για τους αριστερούς ήταν δεξιός και για τους
δεξιούς αριστερός υπογραμμίζοντας έτσι τον παρανοϊκό χαρακτήρα της διχόνοιας
που διαχρονικά ταλανίζει τους Έλληνες χωρίζοντάς τους σε στρατόπεδα φέροντα
ωστόσο παρεμφερή χαρακτηριστικά). Μαζί του συντασσόταν και η γυναίκα του. Έτσι,
ο Στράτος, νυν τραπεζικός υπάλληλος, μεγάλωσε με γονείς που μπαινόβγαιναν στη
φυλακή. Έγινε άγριος, σκληρός αλλά και ευαίσθητος… Ο γιος του πάλι οδηγήθηκε
στον θάνατο κατόπιν δικής του επιλογής. Τι είχε προηγηθεί νωρίτερα; Τι τραγικό,
μη αναστρέψιμο διέπραξε; Η Μελίνα, σκηνοθέτις στο επάγγελμα, εργασιομανής, βαθιά
ανθρώπινη αφενός και ο Στράτος, βίαιος – μια ζωή απολάμβανε να εκφοβίζει τους άλλους
– δεν αντέχουν πλέον να συμβιώνουν. Διατηρούν εξωσυζυγικές σχέσεις στις οποίες
εκμυστηρεύονται τα παράπονα που έχουν στη ζωή τους μα αυτό δεν είναι αρκετό. Τους
λείπει ο έρωτας, το «μαζί», η νέα αρχή, η ανακούφιση, το χαμόγελο το ίδιο και η
ειλικρίνεια. Η Μελίνα που διακηρύττει την αγάπη στον άνθρωπο απροσδόκητα επιμένει να
εγκαταλείψουν αβοήθητη τη μεγάλη κυρία που χτύπησαν στον δρόμο ενώ στη συνέχεια
θα αποδώσει παντελώς το κακούργημα στον Στράτο, δηλώνοντας αμέτοχη και αθώα. Ο
Στράτος πάλι, ο άκαμπτος, ο άκαρδος, θα λυγίσει μπροστά στη θέα ενός ανθρώπου
που κείτεται στην άσφαλτο αιμόφυρτος και ακόμα αναπνέει και θα θελήσει, χωρίς
δεύτερη σκέψη, να τον μεταφέρει άμεσα στο νοσοκομείο. Πώς μεταφράζεται αυτή η
αναντιστοιχία μεταξύ λόγων και συναισθημάτων / έργων;
Τι παρελθόν
έχουν Στράτος και Χέλμης; Γιατί ο δικηγόρος υπακούει πιστά τις υποδείξεις του
Πωλ; Η μητέρα του Χέλμη ήταν εντελώς άβουλη; Ήταν ανήμπορη, αντικείμενο στα
χέρια του γιου της; Ποια η κατάληξη της ερωτευμένης Μελίνας με τον Χέλμη;
Το Live streaming συνιστά ένα καυστικό σχόλιο στον
σύγχρονο τρόπο ζωής, στους νέους που έχουν κυριολεκτικά παγιδευτεί καθώς τους «έχουν
πάρει το όνειρο», στην εκδικητικότητα, στη μόδα του “viral” που ενθαρρύνει ακόμα και on line αυτοκτονίες, στους σιωπηλούς μάρτυρες
που είναι συνένοχοι σε ό,τι κακό συμβαίνει, στις κατακτήσεις μας «που δεν είναι
αμετάκλητες», όπως μας διαφωτίζει ο συγγραφέας του έργου… Σε μας που οι ίδιοι
Οι προτάσεις
του κειμένου: «Αντανάκλαση είμαστε…» και «ο κόσμος υπάρχει για να καταλήξει σε
ένα θεατρικό έργο» μας θυμίζουν, αναμφίβολα, τον Ουίλιαμ Σαίξπηρ και τις ρήσεις
του: “All world’s a stage. And all the men and women merely players” («Όλος ο κόσμος είναι μια θεατρική σκηνή. Και όλοι οι άνδρες και οι γυναίκες
απλά ηθοποιοί»).
Πρόκειται
για μια πολύ ενδιαφέρουσα, εναλλακτική (ανάμεσα στις τόσες δεκάδες θεατρικές
παραστάσεις που μπορεί κανείς να παρακολουθήσει εφέτος στην Αθήνα) πάλλουσα από
ζητήματα που μας απασχολούν όλους ανεξαιρέτως. Η ροκ μουσική της ενισχύει την
ένταση που διακρίνει το περιεχόμενό της ενώ η κινηματογραφική παρουσία –
παρεμβολή του Γιάννη Ζουγανέλη με την εικόνα του συχνά να τρεμοπαίζει εσκεμμένα και τη φωνή του να πνίγεται αυξάνει το αίσθημα της απορίας και της ανησυχίας που πρέπει να
νιώθει ο κάθε σκεπτόμενος πολίτης. Πράγματι, η συνεισφορά του στο έργο είναι
μοναδική σε σημείο που γεννιέται στον θεατή η επιθυμία, σχεδόν η ανάγκη, να τον
ζητήσει και / ή να τον ονειρευτεί και ζωντανά επί σκηνής σε δραματικό ρόλο ακόμα και
ανδρικό μονόλογο.
Συγχαρητήρια,
αναμφισβήτητα, αξίζουν στους δύο ηθοποιούς Βασίλη Κανελλόπουλο και Αλεξάνδρα
Τσιάγκα (η οποία μάλιστα διαθέτει εξαιρετικά βαθιά, δυνατή και καθαρή φωνή / άρθρωση
– σημαντικό προσόν για έναν ηθοποιό) οι οποίοι ερμήνευσαν άψογα τους ρόλους του
ζευγαριού και των λοιπών δευτεραγωνιστών που δεν βλέπουμε πάνω στη σκηνή. Η
κίνησή τους, η χημεία τους, το δέσιμό τους καλλιτεχνικά είναι απόλαυση.
Όλα τα
παραπάνω οφείλονται, το δίχως άλλο, στη σκηνοθεσία του Αντώνη Καραγιάννη που
επιμελήθηκε άρτια το αισθητικό αυτό προϊόν αξιοποιώντας φυσικά το τόσο καλογραμμένο
έργο του Λέοντος Α. Ναρ. Η ατμοσφαιρική μουσική επένδυση ανήκει στον Γιώργο
Καζαντζή ενώ τα τόσο ταιριαστά με το έργο σκηνικά είναι διά χειρός Χρύσας Δαπόντε.
Συντελεστές:
Με τον Βασίλη Κανελλόπουλο και
την Αλεξάνδρα Τσιάγκα
Φιλική κινηματογραφική συμμετοχή:
Γιάννης Ζουγανέλης
Μουσική: Γιώργος Καζαντζής
Σκηνικά: Χρύσα Δαπόντε