Η ΑΡΚΟΥΔΑ

του Άντον Τσέχοφ

Αμφι-Θέατρο Σπύρου Ευαγγελάτου

Αδριανού 111 και Αγγελικής Χατζημιχάλη 15, Πλάκα, Αθήνα

 

Σκηνοθεσία: Νίκος Καρδώνης

Μετάφραση: Δαυίδ Μαλτέζε

Πέμπτη, 18/5/2023

Ώρα 9 μμ

 

Κριτική ανάλυση

της Μαρίνας Αποστόλου

 

«ΕΙΣΤΕ ΜΙΑ ΑΡΚΟΥΔΑ… ΕΝΑ ΤΕΡΑΣ… ΣΑΣ ΜΙΣΩ…»

 

 

 

 

Στο ιστορικό «Αμφι-θέατρο» του Σπύρου Ευαγγελάτου στην πάλλουσα
από ζωή Πλάκα του κέντρου της Αθήνας μάς καλεί η εταιρεία παραγωγής «Γ. Λυκιαρδόπουλος
& ΣΙΑ ΕΕ» για τη θέαση της παράστασης Η αρκούδα. Πρόκειται για μια
φαρσοκωμωδία του Τσέχοφ (που κατατάσσεται στο επονομαζόμενο είδος «βωντβίλ») η
οποία σατιρίζει τα ήθη και τα έθιμα της ρωσικής, εν τοιαύτη περιπτώσει,
κοινωνίας μέσα από το γέλιο που γεννάει η επίκριση αυτών των ηθών με τρόπο
ανάλαφρο και υποδόριο.

Με προσθήκες, μικρές αλλαγές και αρκετό αυτοσχεδιασμό, ο σκηνοθέτης
Νίκος Καρδώνης μάς παρουσιάζει το έργο του σπουδαίου δραματουργού, που γράφτηκε
στα 1888, χωρίς να του αφαιρεί το χρώμα και το άρωμα της εποχής του 19ου αιώνα,
οπότε και το Παρίσι μεσουρανούσε ως ευρωπαϊκή μητρόπολη και φορέας υψηλής, επιβεβλημένης
κουλτούρας. Έτσι, παρακολουθούμε τη ζωή μιας χήρας γυναίκας που πενθεί τον
πολυαγαπημένο της σύζυγο, έτσι όπως αρμόζει σε μια καλλιεργημένη αστή ομιλούσα
τη γαλλική γλώσσα, τη γλώσσα «των σαλονιών», όπως συνηθιζόταν να γίνεται στους αντίστοιχους
κύκλους της περιόδου εκείνης. Πρόκειται για ένα από τα ποικίλα “
comme il faut” χαρακτηριστικά γνωρίσματα της εποχής
που διακωμωδεί ευθέως ο Τσέχοφ. Τι γίνεται όμως όταν η κλαίουσα, μαυροφορούσα και
κλεισμένη στους τέσσερις τοίχους χήρα Ελένη (Κατερίνα Λάττα) του Νικολάι Μιχαήλοβιτς
συναντάει τον έρωτα στα μάτια του πιστωτή Γκριγκόρ Στεφάνοβιτς (Γιάννης
Δενδρινός) του εκλιπόντος ανδρός της; Θα μπορέσει να παρακάμψει τους ενδοιασμούς
της, απόρροια του ψυχαναγκασμού που της επιβάλλει το πένθος (κι ας ήταν όσο
ζούσε άπιστος και άδικος ο Νικολάι μαζί της, κι ας το γνωρίζει φυσικά καλά η
ίδια), και να αρχίσει τη ζωή της από την αρχή; Πόσον δρόμο έχει άραγε να
διανύσει ως εκεί και μέσα από ποιο κανάλι θα φθάσει ή δεν θα φθάσει τελικά στον
προορισμό της; Τέλος, ποιος ο ρόλος που θα παίξει αδιάλειπτα ο Λουκάς, ο
υπηρέτης της, που την αγαπάει πραγματικά και θα δράσει ως καταλύτης στην
αποδέσμευσή της από τη χωρίς νόημα μιζέρια της;

Με μουσικό επί σκηνής και όχι μόνο (Μιχάλης Λατουσάκης), καθώς
η παράσταση εκκινεί ήδη από το φουαγιέ με τον εν λόγω καλλιτέχνη να παίζει
πιάνο ενόσω οι θεατές εισέρχονται στην πλατεία με το καλωσόρισμα του Λουκά
(Γιάννης Λατουσάκης) που κρατάει ένα κηροπήγιο και είναι ενδεδυμένος ανάλογα με
την εποχή και τη θέση του, ο Καρδώνης διατηρεί τον τσεχοφικό δραματικό πυρήνα
και διανθίζει το πρωτογενές αυτό υλικό με πολυάριθμα κωμικά στοιχεία, πολύ
τραγούδι αλλά και έντονη ενσώματη δράση. Υπάρχουν στιγμές όπου η προσέγγιση του
σκηνοθέτη αγγίζει το σύγχρονο είδος του “
standup comedy” επιδιώκοντας περισσότερο γέλιο (είναι
εμφανές από τη θερμή αντίδραση του κοινού πόση ανάγκη έχει ο κόσμος να γελάσει)
και άμεση επαφή με το κοινό, χωρίς απαραίτητα να υπάρχει πάντα διάδραση μαζί του.  

 

«-Αχ, Νικολά… Je t’aime!»

«-Δεν κάνετε καλά, κυρία… Κάθε ζωντανό πλάσμα ξέρει να ζει…
ακόμα και η ψείρα. Δεν αξίζει να πενθούμε αιωνίως… Λες και δεν υπάρχουν
ωραίοι άνθρωποι εκεί έξω…»

 

Ο έρωτας για την Ελένη δεν έρχεται πάνω σε ένα άλογο,
καμαρωτός, απευθείας από το σύνταγμα των ενεργών αξιωματικών, που όπως πληροφορούμαστε
από τον Λουκά έχει ζυγώσει την περιοχή. Ο έρωτας για τη θρηνούσα κυρία, που
κινδυνεύει όπως ακούμε να καταστρέψει τα νιάτα της επιθυμώντας να κλειστεί σε
μοναστήρι, καταφθάνει στο σπιτικό της με τη μορφή ενός δανειστή του θανόντος Νικολάι,
ο οποίος εκτός γυναικάς, σκληρός και ποταπός ήταν τελικά και χρεωμένος!

Οι σχέσεις εξάρτησης τίθενται στο μικροσκόπιο του Ρώσου
δραματουργού με την Ελένη να εξαρτάται από τη μνήμη του μακαρίτη Νικολάι, τον Γκριγκόρ
να εξαρτάται από τα χρήματα που πρέπει πάση θυσία να εισπράξει από τους οφειλέτες
του για να πληρώσει και αυτός με τη σειρά του τις υποχρεώσεις του και τους δύο εν
δυνάμει εραστές να επηρεάζονται από την κοινωνική τους θέση και τα βιώματά τους
που καθορίζουν τη στάση τους απέναντι στη ζωή. Η Ελένη ας πούμε είναι ταγμένη χήρα, εδώ
και επτά μήνες δεν εξέρχεται της οικίας της και ολοένα κλαίει ενώ ο απόστρατος,
όπως μαθαίνουμε, Στεφάνοβιτς έχει ήδη πολλαπλές εμπειρίες από θηλυκά, περιφρονεί
τις φιλάρεσκες γυναίκες, είναι τύπος λαϊκός και δεν υποχωρεί τόσο εύκολα προκειμένου
να αποπληρωθεί. Δικαιολογίες σαν και αυτή της Ελένης που δήθεν περιμένει τον
γραμματέα της για να τακτοποιηθεί η οφειλή του Νικολάι δεν πείθουν τον
Γκριγκόρ, ο οποίος κυριολεκτικά στρατοπεδεύει έξω από το σπίτι της Ελένης υπομένοντας
την αφόρητη ζέστη που μόνο η βότκα μπορεί να βοηθήσει στο να την αντέξει. Είναι
απελπισμένος, σκέφτεται να ανέβει σε ένα αερόστατο για να ξεφύγει, προτείνει
στην κυρία να πουλήσει το σπίτι της ως λύση στο πρόβλημα, αλλά δεν πτοείται κατά βάθος.

 

«-Υπάρχει ειδική στολή για τους πιστωτές;… Εγώ κυρία μου
έχω γνωρίσει τόσα θηλυκά όσα δεν έχετε δει εσείς σπουργίτια… Δεκάρα δεν δίνω
για γυναίκες φιλάρεσκες, γυναίκες μόνες, ζηλιάρες, κουτσομπόλες…»

 

Ελένη και Γκριγκόρ καταλήγουν στο σημείο να μονομαχήσουν με
την Ελένη να έχει στην κατοχή της και τα δύο πιστόλια της επικείμενης αναμέτρησης,
τα οποία βεβαίως αγνοεί πώς να χρησιμοποιήσει. Για τον σκοπό αυτό, θα την
κατευθύνει, ποιος άλλος;, ο αντίπαλός της ο οποίος δεν θα διστάσει να της εξομολογηθεί
τον τρελό του έρωτα, που ένοιωσε για εκείνη από την πρώτη κιόλας στιγμή της γνωριμίας
τους και φούντωσε μέσα του σαν την είδε δυναμική και αποφασιστική με τα όπλα
στο χέρι.

 

Πώς ορίζεται άραγε ένα γνήσιο αρσενικό και ένα καθαρόαιμο
θηλυκό αντίστοιχα; Ιδού ένα από τα βασικά ερωτήματα που απασχολούν τον Τσέχοφ
μέσα στην Αρκούδα. Ένας άντρας που φέρει χαριτωμένα χαρακτηριστικά στην
ένδυση ή στοιχεία παιδικά (λ.χ. να φοράει παντόφλες – αρκουδάκια ή να τρώει
ζελεδάκια) είναι λιγότερο άντρας ή μήπως οι άντρες δεν δικαιούνται ποτέ να
είναι ευάλωτοι, τρωτοί και ευαίσθητοι; Μια γυναίκα μπορεί να υπερασπίσει τον
εαυτό της, να ρυθμίσει τις υποχρεώσεις της, να συνεχίσει τη ζωή της ως χήρα, ή
χρειάζεται σταθερά τη συνδρομή ενός υπηρέτη, ενός γραμματέα και εν τέλει ενός καινούργιου
άνδρα με τον οποίο θα ζήσει από δω και πέρα καθότι είναι αναπόφευκτο μια γυναίκα
να ζει χωρίς άντρα και το ανάποδο;

Οφείλουμε άραγε να τιμούμε όσους δεν υπήρξαν ενάρετοι μόνο
και μόνο για τη δική μας φήμη; Τα αντίθετα έλκονται όντως στη ζωή, όπως και στη
φυσική;

Ο Καρδώνης παίζει εκτός από τη μουσική, την κίνηση και τον
αυτοσχεδιασμό (λ.χ. ακούμε να γίνεται αναφορά στο ιστορικό θέατρο και τη
δυσλεξία του Λουκά που τον δυσκολεύει στην λόγο του) και με τα σκηνικά
αντικείμενα και τα κοστούμια. Ξεχωρίζουν η προβιά – φλοκάτη του φοράει ο
πιστωτής και ομοιάζει με αρκούδα, το μακρύ ρολό χαρτιού υγείας που συμβολίζει τις
οφειλές, τα
Haribo που
τρώει ο Λουκάς, οι παιδικές παντόφλες του Γκριγκόρ, η στολή υπηρέτριας και μαζί
μπαλαρίνας που φοράει ο υπηρέτης κάνοντας λόγο για «ανδρισμό»… Εξαιρετικό
είναι και το μαύρο φόρεμα της Ελένης όπως και το χτένισμα των κόκκινων μαλλιών της.

Τι είναι σε τελική ανάλυση Η αρκούδα του Τσέχοφ; Είναι
ο έρωτας, το μίσος, τα χρέη κι εν γένει οι αδυναμίες και τα λάθη του ανθρώπου;
Είναι η μόνιμη αντιπαλότητα ανάμεσα στο θηλυκό και το αρσενικό; Ή μήπως η ζωή η
ίδια που διψάει για ελευθερία;

Σίγουρα ένα τέτοιο βωντβίλ, ακόμα και αν έχει προσαρμοστεί σε
σύγχρονα δεδομένα εν μέρει, ξενίζει κάπως στον μέσο θεατή που δεν διαθέτει την εξοικείωση
με το ασυνήθιστο αυτό δραματικό είδος. Εντούτοις, αξίζει κανείς να παρακολουθήσει
τη συγκεκριμένη παράσταση τόσο για να γνωρίσει πώς είναι μια τέτοια
φαρσοκωμωδία, να γελάσει με την καρδιά του και κυρίως να αποχωρήσει στο τέλος
από την αίθουσα έχοντας εισπράξει όλα τα παραπάνω μηνύματα του έργου δίνοντας το
δικό του νόημα στην «αρκούδα» που είδε.

Όλοι οι συντελεστές, συμπεριλαμβανομένου εννοείται και του
μουσικού που τον χαιρόμαστε κάποιες στιγμές επί σκηνής, προσφέρουν τον καλύτερό
τους εαυτό, ερμηνεύοντας και τραγουδώντας υπέροχα με τις φανταστικές φωνές τους
και υπηρετώντας ένα είδος θεάτρου ιδιαίτερο που μας ταξιδεύει στο παρελθόν
κρατώντας μας συνάμα σε επαφή με το παρόν.

 

 

Συντελεστές:

 Σκηνοθεσία: Νίκος Καρδώνης

Μετάφραση: Δαυίδ Μαλτέζε

Επιμέλεια κίνησης: Υβόννη Τζάθα

Μουσική: Μιχάλης και Γιάννης Λατουσάκης

Διασκευή και επιμέλεια στίχων: Βασίλης
Ανδρέου

Κοστούμια – σκηνικά: Αλεξάνδρα-Αναστασία
Φτούλη, Νίκος Καρδώνης

Φωτισμοί: Ναυσικά Χριστοδουλάκου

Φωτογράφιση παράστασης: Δομνίκη
Μητροπούλου

Teaser: Αλέξης Ορφανίδης https://www.youtube.com/watch?v=Z0lTqyXJ8k0

 

Ηθοποιοί: Κατερίνα Λάττα, Γιάννης
Λατουσάκης, Γιάννης Δενδρινός

 

Ζωντανή μουσική επί σκηνής: Μιχάλης
Λατουσάκης

Σχόλια

Δεν υπάρχουν ακόμη σχόλια. Γιατί δεν ξεκινάτε τη συζήτηση;

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *