ΜΑΛΛΙΑ

ΚΟΥΒΑΡΙΑ

του Νικόλαου
Λάσκαρη

 

από το
ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Ρούμελης

 

Θέατρο
Ρεματιάς

Πεζόδρομος Προφήτη Ηλία

Χαλάνδρι

 

Δευτέρα 21 Αυγούστου 2023

9 μ.μ.

Σκηνοθεσία:
Τάσος Πυργιέρης

Δραματουργική
επεξεργασία: Νίκος Ορφανός

 

Κριτική ανάλυση της Μαρίνας Αποστόλου


Αθήνα, 1910. Αστική τάξη. Νύφη, πεθερά, γαμβρός, φιλικά πρόσωπα που πηγαινοέρχονται, σπίτι σαν κέντρο διερχομένων, αγνός έρωτας, εθνικά μυστικά, μυστικοί αγώνες υπέρ του έθνους, αστυφιλία,
μπάνια στο Φάληρο, ανερχόμενος Ελευθέριος Βενιζέλος, Μακεδονικό ζήτημα, ψέματα πολλές φορές κατά συνθήκη,
παρεξηγήσεις, απιστίες που τρελαίνουν αλλά ωστόσο δεν πραγματοποιήθηκαν ποτέ, ιαματικά λουτρά – διαχρονική αξία, μια
άγνωστη υπνοβάτιδα με γραπτές μάλιστα διαγνώσεις, τσουλούφια από κομμένα μαλλιά
προς διάγνωση αληθείας, ένας υπηρέτης καρπαζοεισπράκτορας και όλοι μαζί …
μαλλιά κουβάρια!

Αυτός είναι και ο τίτλος της ξεκαρδιστικής κωμωδίας του Νικόλαου Λάσκαρη
που είχαν την ευκαιρία να παρακολουθήσουν οι φίλοι του θεάτρου στη Ρεματιά του Χαλανδρίου
το βράδυ της Δευτέρας 21 Αυγούστου. Μάλιστα, η θέαση ήταν χωρίς χρηματικό
αντίτιμο (αλλά με συμβολική οικειοθελή συνεισφορά σε τρόφιμα για τις ευπαθείς
ομάδες), κάτι που τιμάει ιδιαιτέρως τον Δήμο Χαλανδρίου που επί σειρά ετών και
για πληθώρα καλλιτεχνικών εκδηλώσεων προσφέρει δωρεάν είσοδο στο κοινό. Την
παράσταση ανέβασε το ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Ρούμελης και βρίσκεται ακόμη σε περιοδεία σε διάφορα μέρη της Ελλάδας.

Είναι αλήθεια ότι το σύγχρονο θεατρόφιλο κοινό δεν έχει συχνά την ευκαιρία να
παρακολουθήσει «μπουλβάρ» επί σκηνής
˙ δηλαδή
αυτό το είδος ελαφριάς κωμωδίας που έχει στο επίκεντρό της τα ήθη και τις συμπεριφορές
των αστών με τις κοινωνικές και ψυχολογικές διαστάσεις που αυτές λαμβάνουν. Γι’
αυτό και κατ’ εμέ, το ανέβασμα του εν λόγω έργου αποτελεί εκ μέρους του
συγκεκριμένου ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. ένα πραγματικό τόλμημα καθότι (το έργο) είναι μάλλον άγνωστο
στο ευρύ κοινό και άρα είναι αυτό που ονομάζουμε «μη εμπορικό». Σαφώς, ένα τέτοιο εγχείρημα
δεν θα αποτελούσε την πρώτη σκέψη – επιλογή μιας ιδιωτικής παραγωγής και
ακριβώς για τον λόγο αυτό το ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Ρούμελης αξίζει ένα επιπλέον «ευχαριστώ»:
τόσο για την εξαιρετική απόδοση όσο και για την ευκαιρία που δίδει στους θεατές.

Τα Μαλλιά κουβάρια είναι ένα ταξίδι πίσω στον χρόνο, στην Ελλάδα
των αρχών του 20ου αιώνα. Ήδη από την εναρκτήρια σκηνή
τοποθετούμαστε πολιτικά, τοπικά και χρονικά καθώς το βασικό δραματικό πρόσωπο,
ο Κώστας Κουντουπής, (Νίκος Ορφανός) μας ενημερώνει ότι βρισκόμαστε στην Αθήνα
που έχει πια πολύ πληθυσμό (προφητεύοντας τρόπον τινά το μέλλον και την
υπερανάπτυξη που θα ακολουθούσε), σε μια Ελλάδα που «νοσταλγεί» τον Χαρίλαο Τρικούπη
(ειρωνικό σχόλιο του Λάσκαρη ο οποίος αναφέρεται τόσο στην πτώχευση που ο
συγκεκριμένος πολιτικός είχε κηρύξει όσο και στη βία που ασκούσε σε όποιον
διαφωνούσε), που υποδέχεται σιγά-σιγά τον τότε ανερχόμενο Ελευθέριο Βενιζέλο από την Κρήτη, που είχε υποστεί την απώλεια του Παύλου Μελά του Μακεδονομάχου αλλά και που στήριζε τις ελπίδες της στην «Εθνική Εταιρεία»
(κατ’ αναλογία με τη Φιλική Εταιρεία της Επανάστασης) μια οργάνωση βαθιά μυστική και κρυφή που δρούσε υπογείως για το εθνικό συμφέρον. Η επείγουσα αναχώρηση του
Κουντουπή για τη Λάρισα προκειμένου να ενεργήσει για το κοινό καλό καλύπτεται με τη
δικαιολογία ιαματικών λουτρών στην Αιδηψό που δεν αναβάλλονται ούτε μέρα λόγω δήθεν
ξαφνικών ρευματισμών. Εκεί είναι που η υπόθεση μπερδεύεται, το ένα ψέμα διαδέχεται το
άλλο, η ευπιστία και η δεισιδαιμονία εκ μέρους των γυναικών και
όχι μόνο αποτελούν ισχυρό εργαλείο για την πλοκή ενώ το συναίσθημα της ζήλιας οργιάζει χωρίς απτές αποδείξεις ωστόσο. Όλοι μαζί οι δραματικοί
χαρακτήρες, φίλοι, σύζυγοι, συγγενείς και υπηρέτης φθάνουν στα άκρα σε έναν
αστείο, σπαρταριστό νευρικό κλονισμό έως ότου η αποκάλυψη της αλήθειας είναι
αναπόφευκτη με σκοπό την αποκατάσταση της τάξης…


Πρόκειται για ένα πολύ έξυπνο κείμενο, καλογραμμένο που παρακολουθείται
ευχάριστα και ξεκούραστα. Γελά πολύ κανείς ιδίως τις στιγμές που οι δύο συνονόματοι
άνδρες, Κώστας Κουντουπής και Κώστας Φουρούσης (Γιάννης Δενδρινός), κατά μία
έννοια αλληλο-αντικαθίστανται και οι παρανοήσεις δίνουν και παίρνουν. Ο εύθυμος
χαρακτήρας του έργου ενισχύεται όταν στο παιχνίδι εισέρχεται και ο τρίτος, ας πούμε,
αντίζηλος, ο Μενέλαος Λουλάς (Δημήτρης Καλαντζής), παλιός φίλος του Κουντουπή
από την εποχή που εργάζονταν ως «γκαρσονάκια». Και οι τρεις ηθοποιοί ήταν υπέροχοι
στους ρόλους τους. Ο Ορφανός εν πρώτοις είναι και ταλαντούχος και έμπειρος και
εξαιρετικά άνετος πάνω στη σκηνή, μοιάζει σαν να ίπταται και σαν να χορεύει, να
λικνίζεται υποκριτικά εκεί, σαν να είναι ο απόλυτα φυσικός του χώρος. Αυτοσχεδιάζει
αν χρειαστεί (ειδικά εκείνη τη βραδιά είχε πολύ αέρα) και μπορεί να υπερβεί στη
στιγμή τις δυσκολίες που παρουσιάζει ένα απαιτητικό κείμενο, όπως αυτό του
Λάσκαρη (σημειωτέο ότι ο Νίκος Ορφανός επιμελήθηκε δραματουργικά το έργο και
μάλιστα είναι και ο διευθυντής του ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Ρούμελης). Κι αυτό διότι η γλώσσα
του κειμένου είναι καθαρεύουσα, σε κάποια σημεία της όχι απόλυτα κατανοητή από τους
νεότερους θεατές της πλατείας, ρέουσα, ταχεία, πυκνή, δυνατή, καυστική ενίοτε,
χιουμοριστική εννοείται και καταιγιστική με δόσεις υπερβολής.

Ο  Γιάννης Δενδρινός, παρομοίως
(τον απολαύσαμε εφέτος στην Αρκούδα) κωμικός και αυτός ηθοποιός παίζει
πολύ καλά καθώς του πηγαίνει γάντι ο ρόλος του μειωμένης αντίληψης ερωτευμένου
νέου που τρέχει πίσω από το αντικείμενο του πόθου του που γνώρισε μια μέρα στο
Φάληρο… στα μπάνια… (από εδώ μαθαίνουμε παρεμπιπτόντως ότι δεν είχαμε
τουλάχιστον όχι στην Αθήνα ακόμα τα
bains
mixtes.). Αυτός ο Κώστας είναι αστός, δεν
εργάστηκε ποτέ ως γκαρσόν και τρέφει μεγάλη λατρεία για τη γάτα του την οποία
δεν αποχωρίζεται ποτέ και δεν επιτρέπει σε έναν υπηρέτη, όπως είναι ο Γιακουμής
φερειπείν να ακουμπήσει διότι είναι και «Αγκύρας», δηλαδή ράτσας σαν κι αυτόν!

Ο Δημήτρης Καλαντζής που υποδύεται τον Μενέλαο Λουλά αποδεικνύει ότι
μάλλον είναι ικανός να ερμηνεύσει μεγάλη γκάμα ρόλων. Δεν κρύβω ότι περιμένω
εναγωνίως να τον δω τον προσεχή χειμώνα στο πολυαγαπημένο μου έργο Περάστε
απόψε για καφέ
στον ρόλο του επίδοξου και αδίστακτου Ιταλού εραστή.

Η παράσταση έχει δύο ακόμη άνδρες δρώντες, τον υπηρέτη της οικογένειας
Κουντουπή (Χρήστος Σταθούσης) και τον φίλο και συνεργάτη του Κώστα Κουντουπή Αγησίλαο
Τρακαρά (Φοίβος Μαρκιανός). Ο πρώτος, θα έλεγα, αντιστοιχεί πιο πολύ σε «τύπο»
που λέμε οι πιο θεωρητικοί του θεάτρου παρά τόσο σε χαρακτήρα. Είναι ο κλασικός
φτωχός νέος που μπήκε σε σπίτι «καλής οικογενείας» και τον έκαναν «άνθρωπο» και
οφείλει να ανέχεται κάθε απαίτηση και κάθε παραξενιά αλλά και προσβολή. Είναι
φανερό ότι ο Σταθούσης ανταποκρίνεται ιδανικά στον τύπο αυτό. Ο Μαρκιανός, κι αυτός
πολύ σωστός ερμηνευτικά, είναι ίσως ο πιο ευφυής όλων γι’ αυτό και ηγείται μιας
τέτοιας επιχείρησης υπέρ της Μακεδονίας και κατά των Τούρκων. Είναι σοβαρός,
τετράγωνος, εύστοχος και ξέρει ότι μόνο με ένα τέχνασμα μπορεί να εκπληρωθεί
μια ιερή αποστολή που κανείς δεν πρέπει να γνωρίζει.

Άφησα για το τέλος τα τρία θηλυκά πρόσωπα του έργου, που ήταν η μία
καλύτερη από την άλλη. Προσωπικά μου άρεσε πολύ η Σοφία Μανωλάκου που υποδύθηκε
την Ευφροσύνη Κουντουπή τόσο για την κομψότητά της που με ταξίδεψε όντως στην
Belle Époque όσο και για τον τρόπο που
ερμήνευσε τον ρόλο της και την άριστη επί σκηνής κίνησή της
˙ πολύ καλές και οι εκφράσεις της όταν λόγου
χάρη βίωνε την έκπληξη, τη ζήλια ή την αγωνία. Ήταν πολύ ορθή τεχνικά. Κι εδώ
έχουμε την περίπτωση του τύπου με την έννοια της ζηλόφθονης συζύγου, της εύπιστης
γυναίκας, της κοπέλας που είναι ακόμη προσκολλημένη στη μητέρα της και καίτοι
παντρεμένη επηρεάζεται από εκείνη.

Η Τζίνη Παπαδοπούλου, έμπειρη κι αυτή ηθοποιός, έπαιξε ανάγλυφα
τον ρόλο της ξυνής πεθεράς που αναμειγνύεται στα του ζευγαριού καθώς ζει μαζί
του και σχολιάζει τα πάντα. Αντιπαθεί σταθερά τον γαμπρό της και είναι η πρώτη
που ωθεί την κόρη της στο διαζύγιο.

Τέλος, η Λήδα Καπνά, η ηθοποιός που υποκρίθηκε τη γυναίκα του Λουλά, ήταν
το ίδιο πολύ καλή μέσα από έναν ρόλο που οδηγεί τα πράγματα στην κορύφωση και κατά
συνέπεια στη λύση.

Η παράσταση όμως δεν θα είχε καμιά υπόσταση χωρίς τα μοναδικά σκηνικά (Ελίνα
Δράκου και Στέφανος Σιμιτσής) και κοστούμια (Αλεξία Θεοδωράκη) που την ντύνουν,
την αναδεικνύουν και την καθιστούν τόσο επιτυχή ακριβώς επειδή βρισκόμαστε πάνω
από εκατό χρόνια πριν στο σαλόνι μιας ευκατάστατης οικογένειας των Αθηνών. Εξάλλου,
τα στοιχεία αυτά είναι τα πρώτα που εντοπίζει ο θεατής ερχόμενος να
παρακολουθήσει το έργο και προφανώς τον εντάσσουν στο κλίμα της εποχής. Σημαντικοί
ασφαλώς είναι και όλοι οι υπόλοιποι συντελεστές που φρόντισαν για το μακιγιάζ, τις
περούκες, τη μουσική και τον φωτισμό, κομμάτια δίχως τα οποία το αποτέλεσμα δεν
θα ήταν όμοιο.

Ο Τάσος Πυργιέρης, ο σκηνοθέτης – μαέστρος αυτού του καλλιτεχνικού προϊόντος,
βάζει την υπογραφή του σε μια θεατρική δημιουργία που μπορώ να πω, «τολμάει»
και συνυπάρχει παράλληλα, χωρίς φυσικά να τίθεται θέμα σύγκρισης, με όλες εκείνες
τις κλασικές, διαχρονικές, αθάνατες τραγωδίες με τα ηχηρά καστ που επίσης περιοδεύουν
ανά την Ελλάδα και γοητεύουν με το βάρος και την αναλλοίωτη αξία τους το κοινό.

 

 

 

Συντελεστές:

 

Συγγραφέας: Νικόλαος Λάσκαρης

Δραματουργική επεξεργασία: Νίκος
Ορφανός

Σκηνοθεσία: Τάσος Πυργιέρης

Σκηνικά: Ελίνα Δράκου

Κοστούμια: Αλεξία Θεοδωράκη

Σχεδιασμός φωτισμών: Στέβη
Κουτσοθανάση

Βοηθός σκηνοθέτη: Σοφία Καστρησίου

Βοηθός σκηνογράφου: Στέφανος
Σιμιτσής

Make-up: Σοφία Καραθανάση

Περούκες: Ξένια Μουτέν

Φωτογραφίες: Κωνσταντίνος Λέπουρης

Επικοινωνία: Μαρίκα Αρβανιτοπούλου
| Art Ensemble

 

Παίζουν με σειρά εμφάνισης:

 

Κώστας Κουντουπής: Νίκος Ορφανός

Γιακουμής, υπηρέτης του: Χρήστος
Σταθούσης

Αγησίλαος Τρακαράς, συνεργάτης του
Κουντουπή: Φοίβος Μαρκιανός

Ευφροσύνη Κουντουπή, σύζυγός του:
Σοφία Μανωλάκου

Ευγενία Χαρλούπη, πενθερά του:
Τζίνη Παπαδοπούλου

Κώστας Φουρούσης, φίλος του:
Γιάννης Δενδρινός

Μενέλαος Λουλάς, φίλος του:
Δημήτρης Καλαντζής

Μάσιγκα Λουλά, σύζυγος Μενελάου:
Λήδα Καπνά

Σχόλια

Δεν υπάρχουν ακόμη σχόλια. Γιατί δεν ξεκινάτε τη συζήτηση;

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *