ΛΙΠΟΤΑΚΤΕΣ

του Σπύρου
Ασημένιου

 

Θέατρο «Αλκμήνη»

Αλκμήνης
9-12 , Κάτω Πετράλωνα

 

Σκηνοθεσία:
Ερμής Περιστέρης

 

Τρίτη, 17
Οκτωβρίου 2023

9 μ.μ.

 

Κριτική
ανάλυση

της Μαρίνας
Αποστόλου

 

Δεν υπάρχει πόλεμος…
Μόνο ομορφιά… Εκατομμύρια στρέμματα ομορφιάς…

 

Το
δραματουργικό του ντεμπούτο πραγματοποιεί ο καλλιτέχνης Σπύρος Ασημένιος
συγγράφοντας το πρώτο του θεατρικό έργο με τον τίτλο Λιποτάκτες, το οποίο ανεβαίνει στη σκηνή
Intermedia του θεάτρου «Αλκμήνη» κάθε Δευτέρα
και Τρίτη βράδυ στις 9 το βράδυ (τελευταία προγραμματισμένη παράσταση με
παράταση την Τρίτη 24/10). Πρόκειται για ένα κείμενο αντισυμβατικό, πρωτότυπο,
με ηχηρό αντιπολεμικό μήνυμα αλλά και έντονη ανησυχία περί της ύπαρξης του
ανθρώπου στη Γη και στην κοινωνία καθώς και αναφορικά με την επικοινωνία μεταξύ
των ανθρωπίνων όντων και δη μεταξύ του άντρα και της γυναίκας. Στο κέντρο του
περιεχομένου του, ο θεατής απαντάει την ψευδή βιτρίνα του σύγχρονου τρόπου ζωής
στα ανεπτυγμένα κράτη αλλά και το δίπολο βίος – θάνατος του οποίου η αντίθεση,
ο στόχος – νόημα και η αμφίπλευρη αγωνία ταλανίζουν μόνιμα όσους γεννιούνται μέχρι
να πεθάνουν.

Σε έναν μη
τόπο, δύο νέοι άνδρες που αρχικά ομοιάζουν με αστέγους, περιφέρονται χωρίς
συγκεκριμένο προορισμό αρκεί να γλιτώσουν από κάτι που θέλουν να αποφύγουν. Το
σκηνικό παραπέμπει σε χωματερή καθότι βλέπουμε πλήθος απορριμμάτων με το
πλαστικό υλικό να επικρατεί (χαρακτηριστικό σημάδι του δυτικού κόσμου και της
υπερκατανάλωσης που πραγματοποιεί αλλά και της περιβαλλοντικής μόλυνσης που
προκαλεί). Το κράνος στο κεφάλι του ενός από τους δύο νέους μαρτυράει τη
συνθήκη κάποιας πολεμικής σύγκρουσης πιθανόν κοντά στο μέρος που τους βλέπουμε
ενώ το κόκκινο σκουφί στο κεφάλι του άλλου οδοιπόρου ξεχωρίζει στο μάλλον
γκρίζο και λερό τοπίο όπου θα εκτυλιχθούν τα γεγονότα (πιθανός συμβολισμός το
αίμα, το πάθος ή η μανία). Ονόματα οι δύο σύντροφοι δεν φέρουν αρχικά, ο χρόνος
των δραματικών γεγονότων παραμένει ασαφής αν και είναι προφανές από τα
συμφραζόμενα πως μιλάμε για τη σύγχρονη εποχή, ενώ ο τρόπος επιβίωσής τους είναι
αμφιλεγόμενος και σκληρός (δεν έχουν χρήματα ούτε όμως επαιτούν ενώ όπως βλέπουμε
αναζητούν αποφάγια στα σκουπίδια).

Ο ένας, που
στη συνέχεια αυτοαποκαλείται Σπανγκολίτης (ένυδρο θειικό και χλωριούχο ορυκτό του αργιλίου και του χαλκού)
σχεδόν πάσχει από την εμμονή ότι ο πόλεμος μαίνεται και ότι τους παρακολουθούν
και μπορεί να τους αποκαλύψουν ανά πάσα στιγμή με αποτέλεσμα να τους βρει η θανατική
ποινή της κρεμάλας. Είναι λιποτάκτες δηλαδή έχουν αρνηθεί τη συμμετοχή τους στον
πόλεμο. Για τον λόγο αυτό, ο Σπανγκολίτης απαγορεύει στον Ανδροκλή (αυτό το
όνομα θα επιλέξει ο συνοδοιπόρος του) να συνομιλεί με έτερα πρόσωπα και κυρίως
γυναίκες που με τη μάσκα του θηλυκού που έλκει μπορούν κάλλιστα να τους παγιδέψουν
καθότι τελικά πράκτορες!

Ο Ανδροκλής, αν
και δείχνει να μην του αρμόζει το μικρό αυτό όνομα που παραπέμπει στην αρετή της
ανδρείας, είναι ίσως τελικά θαρραλέος καθώς κάποια στιγμή υπερπηδά τους φόβους
του και τον ακούμε να λέει: «Πρώτη φορά δεν φοβάμαι που φοβάμαι…» Μου άρεσε
πολύ που συν τοις άλλοις, θίγεται το ζήτημα του συναισθήματος του φόβου, ένα
συναίσθημα που αφορά, κακά τα ψέματα, κάθε άνθρωπο με τη διαφορά όμως ότι ο
καθένας το διαχειρίζεται διαφορετικά, γόνιμα ή μη. Έτσι, άλλους τους παρασέρνει,
τους μπλοκάρει και τους αναχαιτίζει ενώ για άλλους είναι κινητήρια δύναμη για
να αποφύγουν κακοτοπιές ή να αλλάξουν πορεία πλεύσης και να βαδίσουν προς καλύτερες
κατευθύνσεις.

Ο δυτικός, δήθεν
επιτυχημένος, πολιτισμός παρουσιάζεται μέσα σε σκούρο κοστούμι και γραβάτα, με μαλλιά
καλοχτενισμένα και λαμπερά, με έναν χαρτοφύλακα στο χέρι και φυσικά με κέντρα
ενδιαφέροντος που άπτονται της φιλανθρωπίας, της φιλοζωίας και εν γένει των «καλών»
πράξεων. Σαφώς, όλα αυτά είναι συνυφασμένα με το χρήμα και την καταβολή αυτού –
δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά, εξάλλου. Βρήκα αστείο και ευφυές το
παράδειγμα του σπάνιου πουλιού
Dodo με το σκληρό κρέας και
τη συζήτηση περί παρέμβασης του ανθρώπου ως προς την τύχη και το μέλλον του.
Πάντα η υπερβολή αποτελεί στην τέχνη κανάλι διάδοσης ιδεών.

Παράλληλα,
υπάρχει και ο Παλαβός, ένας άνδρας επίσης από το πουθενά που θεωρεί τον χώρο
δράσης τσιφλίκι του, ιδιωτικό δηλαδή, ιδίως από την ώρα που έχει λάβει την
απόφαση της αυτοκτονίας – μια απόφαση που στο τέλος αναβάλλεται («Δεν θα τα
καταφέρω να πεθάνω»). Επιθυμεί η αυτοχειρία του να είναι εντυπωσιακή, να
πεθάνει σε κοινή θέα, «να το ρίξει έξω», όπως δηλώνει. Ακόμη, σχολιάζει την
κρεμάλα ως μέθοδο αυτοκτονίας καθώς, όπως σημειώνει, γεννάει ερωτηματικά για τα
κίνητρα της πράξης (Χρέη; Εγκατάλειψη;) Εδώ, ο δραματουργός βγάζει καθαρά
γλώσσα στον θάνατο, τον ειρωνεύεται και τον μικραίνει, κάτι που επαναλαμβάνει
και πιο κάτω διά στόματος Σπανγκολίτη όταν περιγράφει τον ήρωα πολέμου ως «ένα
μάτσο κόκκαλα μες το χώμα και τα σκατά».
 

Σταθερός αντίλογος στον καχύποπτο Σπανγκολίτη είναι ο Ανδροκλής του
οποίου το θάρρος μπορεί να μην εκφράζεται μέσα από τις μάχες αλλά μέσα από την
αγάπη του και τον θαυμασμό για τη ζωή και μέσα από τη λογική του που μαγικά
συμβαδίζει με τον ρομαντισμό του. («Μαίνεται ο πόλεμος… μαίνεται η βλακεία
σου!… «Δεν υπάρχει πόλεμος… μόνο ομορφιά…» «Ο άνθρωπος εύκολα ξεχνάει και
συνηθίζει στη βία…»).

Το ζήτημα της επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων που όσο πάει γίνεται και
πιο δύσκολη υπόθεση δεν θα μπορούσε να μην θιγεί σε ένα τέτοιο κείμενο
φλερτάροντας με τα νοήματα του Ιονέσκο στη Φαλακρή τραγουδίστρια. Το πιο
φυσιολογικό πράγμα στον κόσμο, όπως είναι η ανθρώπινη επαφή, συνιστά ένα
ζητούμενο που για να το φτάσει πλέον κανείς πρέπει να παλέψει χωρίς να ξέρει αν
θα τα καταφέρει. Ο Σπανγκολίτης παραδίδει μαθήματα κόρτε στον αθώο Ανδροκλή
ανάλογα με το είδος και το στυλ της γυναίκας. Πρόκειται για «ολόκληρη επιστήμη»,
όπως συμπεραίνει ο τελευταίος.

Το έργο στο σύνολό του είναι ένας ύμνος στη ζωή και τις αξίες της. Έτσι, ένας
«λιποτάκτης» δεν έχει τη σύσταση του δειλού ή του φυγόπονου ή του βολεψάκια
αλλά του ευγενούς και του πολιτισμένου ανθρώπου. Την ίδια στιγμή όμως το έργο
δεν παραλείπει να μιλήσει και για τον κίνδυνο να καταλήξουμε το ανθρώπινο είδος
σε τέτοιο σημείο που δεν θα ζούμε επί της ουσίας. Έτσι, θα τρώμε μα δεν θα
γευόμαστε, θα γελάμε μα δεν θα χαιρόμαστε και μόνο οι τρελοί, δηλαδή οι
διαταραγμένοι άνθρωποι θα μείνουν ζωντανοί. Θα συναντάμε έναν άνθρωπο
καλοπροαίρετο, θα συναντάμε τον ίδιο τον έρωτα (βλέπε την παρουσία της νέας γυναίκας
στο έργο σε κυκλική πορεία) και θα νομίζουμε πως δεν υπάρχει ή θα τρέμουμε μήπως
είναι απάτη.

Το να πάει κανείς να παρακολουθήσει ένα σύγχρονο ελληνικό θεατρικό έργο
που μόλις έχει γραφτεί, αυτό που λέμε μεταφορικά δεν έχει στεγνώσει το μελάνι
ακόμη στο χαρτί, είναι ό,τι πιο δημιουργικό και εποικοδομητικό μπορεί να κάνει
ακριβώς επειδή μιλάμε για ένα παρθένο υλικό, φρέσκο, μη ακόμη παρατηρημένο ώστε
να υπάρχει προηγούμενο που να μπορεί να επηρεάσει τη σκέψη. Αυτό που λέω ισχύει
στο πολλαπλάσιο όταν το εν λόγω δραματικό κείμενο που έχει γίνει παράσταση δεν
οδεύει σε ασφαλή κανάλια, δεν χρησιμοποιεί τα σίγουρα, δοκιμασμένα υλικά του
ρεαλισμού αλλά μέσω μιας μορφής ανοικείωσης ξεβολεύει τον θεατή που χρειάζεται
συνεχώς να προβληματίζεται για τον χώρο, τον χρόνο, την ταυτότητα των
δραματικών προσώπων, τον προορισμό τους, τις εμμονές, τους φόβους και τις
ελπίδες τους.

Θεωρώ πραγματικά ότι οι Λιποτάκτες του Σπύρου Ασημένιου είναι ένα
έργο που προσφέρεται χωρίς υπερβολή για να διδαχτεί κανείς αυτό που ονομάζεται
διακειμενικότητα στη δραματουργία. Μου θύμισε διάφορους συγγραφείς,
συγκλίνοντες αλλά και άσχετους μεταξύ τους. Από τον Μπέκετ βέβαια και το Περιμένοντας
τον Γκοντό
όχι μόνο για το ζήτημα της αναμονής όσο και για το συνδεόμενο
στοιχείο ”τίποτα δεν γίνεται…” (ατάκα στο έργο του Γκοντό που προέκυπτε και
στους ”Λιποτάκτες” νοηματικά) μέχρι μπορώ να πω και τον Βασίλη Ζιώγα και την
”Κωμωδία της μύγας” όπου παράξενα πλάσματα εισβάλλουν στη σκηνή όπως ο
Παλαβός του εν λόγω έργου που έμοιαζε με ναυαγό. Ως προς το θέμα του πώς
ορίζεται ο ήρωας, θα έλεγα πως μου έφερε στο μυαλό το έργο Η Σκιά του Μαρτ
του Στιγκ Ντάγκερμαν που παίζεται και φέτος στο θέατρο ενώ όταν ο Σπανγκολίτης
επαναλάμβανε το ”ο πόλεμος μαίνεται”, συνειρμικά θυμόμουν το έργο Η θύελλα
επιμένει
του Ενζό Κορμάν.

Κλείνοντας, θα ήθελα να προτείνω ένα workshop από έναν διδάσκοντα με ευρύ γνωστικό σε κάποιο θεατρικό εργαστήρι ή σε
κάποια δραματική σχολή με κεντρική θεματική τη διακειμενικότητα του έργου.
Πιστεύω ότι θα άξιζε να δουλευτεί και να αναλυθεί το έργο από αυτή τη σκοπιά,
σίγουρα.

 

Συντελεστές:

Δραματουργία: Σπύρος
Ασημένιος

Σκηνοθεσία: Ερμής Περιστέρης

Επιμέλεια Κειμένου: Μαρίνα
Αργυροηλιοπούλου & Μαίρη Ασημένιου

 

Σκηνικά & Κοστούμια:
Κωστής Γεωργακόπουλος & Κατερίνα Μεφσούτ

Μουσική: Στέλιος Κουλετάκης

Φωτισμοί: Ερμής Περιστέρης

Οπτική Ταυτότητα –
Επικοινωνία: Δανάη Γκουτκίδου

Σελιδοποίηση βιβλίου: Νεφέλη
Οικονόμου Πάντζου

Σχεδιασμός Παραγωγής: Σοφία
Αρναουτάκη

Παραγωγή: Mementaλ Theatre Group

 

Παίζουν: Στέλιος Κουλετάκης, Σπύρος Ασημένιος, Αλέξανδρος Μούστας, Κωστής
Γεωργακόπουλος, Κατερίνα Μεφσούτ

Βίντεο: https://www.youtube.com/watch?v=xgc0wAb8QOc

              https://www.youtube.com/watch?v=ZVevi1MmKLg

Σχόλια

Δεν υπάρχουν ακόμη σχόλια. Γιατί δεν ξεκινάτε τη συζήτηση;

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *