Η ΣΑΝΤΡΑ ΣΤΟ ΦΩΣ
«Ποτέ δεν είναι μόνο τα γεγονότα…
Είναι τα γεγονότα και κάτι άλλο»
Θέατρο «ΦΟΥΡΝΟΣ»
Νεάπολη
Εξαρχείων
Ένας
μονόλογος του Άκη Δήμου
Σκηνοθεσία:
Χρυσούλα Καψούλη
Ερμηνεία:
Κατερίνα Τσολίγκα
Αναλύει η
Μαρίνα Αποστόλου
Όταν η τέχνη καταβαραθρώνει «την
τέχνη»
Κάποτε είχα ακούσει
πως η τέχνη είναι ασύδοτη και είχα συμφωνήσει. Ίσως γιατί είχα ερμηνεύσει τον
όρο με την έννοια της απόλυτης ελευθερίας και της μη τοποθέτησης ορίων στη
δημιουργικότητα και την αδέσμευτη έκφραση. Παρακολουθώντας όμως τον μονόλογο
του Άκη Δήμου Η Σάντρα στο φως αναθεώρησα μόλις διαπίστωσα ότι «τέχνη» κάποιες
φορές στα χέρια ορισμένων είναι η ίδια η διαστροφή, η βία, η κακοποίηση, η
χυδαιότητα.
Ο δραματουργός θέτει
στο επίκεντρο του ενδιαφέροντός του την εκμετάλλευση της γυναίκας με τον πιο
φθηνό τρόπο. Η γυναίκα στο σύμπαν του Άκη Δήμου δεν είναι εξοικειωμένη με την
τεχνολογία καθώς κατέχει μόνο στοιχειώδεις γνώσεις σχετικά. Αυτό της δίνει το
άλλοθι να μην υποψιαστεί τον εραστή της που την βιντεοσκοπούσε κατά τη διάρκεια
της σεξουαλικής τους πράξης για να εμπορευτεί κατόπιν το υλικό αυτό και
ταυτόχρονα τη δικαιολογεί που δεν μπορεί να περιγράψει στις Αρχές το εν λόγω συμβάν
με τεχνικές λεπτομέρειες. Η γυναίκα που έχουν μπροστά τους οι θεατές θέλει να
απολαύσει τον έρωτα με τον άντρα που γνώρισε στη Σάμο, θέλει να αρέσει και κολακεύεται
που εκείνος απαθανατίζει με τα τεχνολογικά του μέσα τα πανέμορφα πόδια της.
Είναι τόσο φιλάρεσκη που πρόσκαιρα ενθουσιάζεται με τη σκέψη ότι ο «καλός» της έχει
αποσπάσει σημαντικό χρηματικό βραβείο χάρη σε καλλιτεχνικό προϊόν που έχει κατασκευάσει
ο ίδιος με το σώμα της. Τα πράγματα όμως είναι πολύ διαφορετικά…
Η γυναίκα του Δήμου επίσης επιθυμεί τον διαφορετικό άντρα, τον καλλιτέχνη, τον πρωτοπόρο, τον άντρα
που την κάνει να φαίνεται «φωτεινή». Για να τονίσει τα χαρακτηριστικά του
πολυπόθητου ερωμένου, ο συγγραφέας βάζει δίπλα του τον Τρύφωνα τον επιπλοποιό
από την Κόρινθο που δεν είναι παρά η προσωποποίηση του συμβατικού, του ανιαρού
που την κάνει να φαίνεται «σκοτεινή». Χωρίς να εξηγεί ακριβώς την ιδιότητα του
Τρύφωνα, ο δραματουργός μας ωθεί να μαντέψουμε τη σχέση του με τη Σάντρα μέσα
από εικασίες. Είναι ο σύζυγός της τον οποίο απατά με τον Καναδό Δάνη; Είναι ο
μέλλων σύζυγός της; Κάποιος φίλος της; Σίγουρα είναι το πρόσωπο που ανακαλύπτει
το βίντεο με τις προσωπικές της στιγμές με τον Δάνη και σπεύδει να τη ρωτήσει
αν αναγνωρίζει τον εαυτό της. Η απάντηση τής παίρνει μισή ώρα…
Η γυναίκα στον δραματουργικό
κόσμο του Δήμου μπορεί να μην αποδεικνύεται πολύ ευφυής ή αρκετά πονηρή ασφαλώς
όμως εμφανίζεται αναμφισβήτητα πολύ δυναμική τόσο που να διεκδικήσει με λύσσα, όπως
τονίζει στο έργο, την αξιοπρέπειά της χωρίς να αισχύνεται και μάλιστα δημόσια
την ώρα που ο Δάνης παρουσιάζει ένα ακόμα «αριστούργημά» του με βασικό άξονα εκ
νέου τη βία, αυτή τη φορά εις βάρος σκίουρων .
Ο Δήμου παίζει σε
αρκετά σημεία με τις λέξεις και τις διαστάσεις τους, όπως για παράδειγμα με το
μελί χρώμα των ματιών και το πώς αυτό ορίζεται και διακρίνεται. Παίζει επίσης με το φως
και το σκότος (εξ ου και ο τίτλος). Πότε μια γυναίκα γίνεται «φωτεινή»; Πώς γίνεται
και τη φωτίζει το άγχος, η αγωνία; Πώς νιώθει και πώς αντιδράει μπροστά σε μια
σοκαριστική αποκάλυψη και δη από την πλευρά ενός δικού της ανθρώπου; Οργή αλλά
και αμηχανία την καταβάλλουν, χαρακτηριστικό παράδειγμα η επισήμανσή της για
την αλυσίδα στο πόδι της που δείχνει σκουριασμένη στο επίμαχο βίντεο ενώ εκείνη
δεν «φοράει ποτέ σκουριασμένα αντικείμενα».
Μου άρεσε πολύ το καυστικό σχόλιο του
συγγραφέα για όσους που, με τον μανδύα της τέχνης, υποδύονται τους σπουδαίους δημιουργούς
και μάλιστα διαθέτουν και κοινό που τους θαυμάζει αλλά και κριτές / χορηγούς
που επικροτούν στην ουσία τερατουργήματα. Πρόκειται στην πράξη για άθλια άτομα
που κερδίζουν λεφτά σκοτώνοντας… ζώα, ψυχές ανθρώπων και το απολαμβάνουν και
χειροκροτούνται κιόλας.
Εσκεμμένη ασάφεια δεν συναντάμε μόνο με την
περίπτωση του Τρύφωνα (που έχει και μπράβους όπως λέει η Σάντρα με ό,τι αυτό
συνεπάγεται) αλλά και με το πώς εκείνη βρίσκεται στο σκοτεινό δωμάτιο της αστυνομίας
καταγγέλλοντας τον Δάνη. Κατά πάσα πιθανότητα, έχει συλληφθεί την ώρα που με
ηρεμία (παραδόξως) προκάλεσε ζημιά στην έκθεση του Καναδού με σκοπό να
εκτονώσει το μένος της. Στον χώρο αυτό φοράει γυαλιά, τα βγάζει, στρίβει
τσιγάρο, ζητάει ουίσκι το οποίο αρμόζει μάλλον στο τέλος της καταγγελίας / αφήγησης /
εξομολόγησης. Πρέπει να είναι συγκεκριμένη, εύστοχη, τετράγωνη, ευθεία: δεν είναι
όμως πάντα εφικτό κάτι τέτοιο απλούστατα διότι η ζωή δεν είναι γεωμετρικό
σχήμα. Η ζωή, όπως και τα παθήματά της, είναι πολύπλοκη, πολυδιάστατη, με
λεπτομέρειες, με στοιχεία που δεν περιγράφονται. Για τον Δήμου, όπως και για
πολλούς δραματουργούς, τα λόγια δεν αρκούν. Παρόλα αυτά, η Σάντρα κατορθώνει
και γίνεται κατανοητή πλήρως.
Είναι αφελής; Επιπόλαιη; «Επιρρεπής στις παγίδες»;
Ανεύθυνη; Παρορμητική; Είναι η αδύναμη στα χέρια του δυνατού, όπως την ακούμε
να συμπεραίνει; Είναι μήπως πολύ απλά μόνη της διότι ο Τρύφωνας δεν είναι για
πολλά λόγια και όταν εκείνη έχει την ανάγκη να μιλήσει «τα λέει» στο παράθυρο; Οι
θεατές, χωρίς αμφιβολία, περνούν νοερά από τέτοιες εικασίες.
Η γυναίκα είναι ένα πλάσμα που ανέκαθεν
υφίστατο βία με τον πιο απάνθρωπο πολλές φορές τρόπο. Η σκηνοθέτις για να
υπογραμμίσει αυτή τη διαχρονική πραγματικότητα επιλέγει την προσθήκη ενός πραγματικού
περιστατικού προ σαράντα περίπου ετών στη Γερμανία με θύμα ένα μικρό κορίτσι. Το
τελευταίο είχε γίνει βορρά στα χέρια ενός ανώμαλου κρεοπώλη τον οποίο σκότωσε
στο δικαστήριο η μητέρα του παιδιού όταν εκείνος την εξόργισε με το «επιχείρημα»
ότι το μόλις επτά ετών κορίτσι τον είχε προκαλέσει ερωτικά με το στυλ της… Η
αυτοδικία δίχασε τη γερμανική κοινωνία με ένα σημαντικό μέρος αυτής να μην εγκρίνει
την πράξη της μάνας δεδομένου ότι η χώρα λειτουργεί με νόμους που έχουν ψηφίσει
οι πολίτες και όχι με τους νόμους της ζούγκλας.
Η Χρυσούλα Καψούλη εμπνέεται από την υπόθεση
του κειμένου και ντύνει κυριολεκτικά την παράσταση με πολυάριθμα βίντεο που
συμβαδίζουν με την αφήγηση της Σάντρας. Οι τοίχοι της σκηνής του θεάτρου «Φούρνος»
αποτελούν το παράλληλο σύμπαν της καταγγελίας της όμορφης γυναίκας˙ Έτσι, βλέπουμε πότε ονόματα γυναικών
(μέσα σε αυτά και πολλά γνωστά από πρόσφατες γυναικοκτονίες), πότε τα
καλλιτεχνήματα του Καναδού με το πολτοποιημένο σκαθάρι και έπειτα με τους παγιδευμένους
σκίουρους, πότε την κάμερα – μάτι Κύκλωπα του Δάνη, πότε ένα τοπίο της φύσης
που η Σάντρα απεχθάνεται γιατί της είναι πολύ «στρογγυλή», για εκείνη είναι μόνο
οι δρόμοι και τα τσιμέντα, πιθανόν έτσι έχει μάθει…
Τα σκηνικά αντικείμενα είναι ελάχιστα (κυρίως
ένα φορητό σκαμπό και το στριφτό τσιγάρο της Σάντρας) ενώ η εμφάνιση της πρωταγωνίστριας
είναι ερωτική, αποκαλυπτική, προκλητική, με τα φούξια παπούτσια της να της δίνουν
και να της αφαιρούν μαζί πόντους στην εμπειρία που βιώνει. Πότε καθιστή και
στατική, πότε όρθια, πότε αναδιπλωμένη και πότε ακόμα και σε κίνηση χορού η
Σάντρα του Δήμου και της Καψούλη είναι ηττημένη και νικήτρια μαζί.
Η Κατερίνα Τσολίγκα ενσαρκώνει ιδανικά τον
ρόλο της, ένιωσα σαν να γράφτηκε για εκείνη. Αυτό φαίνεται όχι μόνο μέσα από τη
σύλληψη του Δήμου με την οποία ταυτίζεται αλλά και από το πώς εκτελεί με
ακρίβεια τις σκηνοθετικές οδηγίες. Είναι πολύ συγκινητική όταν βουρκώνει σαν να
μηνύει ότι μια γυναίκα δεν έχει δικαίωμα στην απόλαυση διότι αυτή μπορεί να
μετατραπεί σε κόλαση. Τέλος, δεν μπορώ να γνωρίζω αν οι παύσεις και οι σιωπές, που στο θεωρητικό θέατρο είναι χωριστό αντικείμενο παρατήρησης, ανήκουν στο
κείμενο του Δήμου ή αν ήταν ιδέα της Καψούλη, σίγουρα όμως ενέτειναν την ατμόσφαιρα
καθώς η Τσολίγκα τις διαχειρίστηκε άψογα.
Συντελεστές:
Σκηνοθεσία: Χρύσα Καψούλη
Σκηνογραφία, video art, Εικαστική επιμέλεια: Χριστόφορος Κώνστας, Χρήστος
Μαγγανάς@XSQUARE DesignLab
Μουσική επιμέλεια: Αλέξανδρος Σάουκ
Έρευνα – Διακείμενο: Γιάννης Τσαπαρέγκας
Φωτισμοί: Αποστόλης Τσατσάκος
Α΄ βοηθός σκηνοθέτη: Αλέξανδρος Σάουκ
Β΄ βοηθός σκηνοθέτη: Πολυξένη Θάνου
Παραγωγή: Θέατρο Κύκλος
Επικοινωνία: Μαρίκα Αρβανιτοπούλου | Art Ensemble
Ερμηνεύει η Κατερίνα Τσολίγκα
Η φωτογράφιση πραγματοποιήθηκε στον χώρο του εικαστικού καλλιτέχνη Θάνου
Κυριακίδη