Ο ΠΑΤΕΡΑΣ
«ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΘΕΑΤΡΟ»
Κεραμεικός –
Γκάζι
του Φλοριάν
Ζελέρ
Σκηνοθεσία: Ελένη
Σκότη
Μετάφραση: Γιώργος
Χατζηνικολάου
Στον ρόλο του
πατέρα ο Περικλής Μουστάκης
Αναλύει η
Μαρίνα Αποστόλου
-Ποιος ακριβώς είμαι εγώ…;
-Είστε ο André…
-Ωραίο όνομα, δεν νομίζεις; Μου το έδωσε η μητέρα
μου… Την ήξερες τη μητέρα μου;
-Όχι…
-Ελπίζω να έρθει κάποια μέρα η μαμά μου… Θέλω τη μαμά
μου… Θέλω να φύγω από δω πέρα… Μπορείς να πεις σε κάποιον να ‘ρθει να με
πάρει; Θέλω να γυρίσω σπίτι μου… Νιώθω σαν να χάνω τα φύλλα μου το ένα μετά
το άλλο…
Το συγκινητικό
θεατρικό έργο του Φλοριάν Ζελέρ με τίτλο Ο πατέρας επέλεξε να σκηνοθετήσει και να ανεβάσει η Ελένη Σκότη στο «Σύγχρονο Θέατρο» στην περιοχή του Κεραμεικού.
Τη μετάφραση του κειμένου υπογράφει ο στενός της συνεργάτης Γιώργος
Χατζηνικολάου ενώ τους δύο πρωταγωνιστικούς ρόλους υποδύονται ο Περικλής
Μουστάκης που παίζει τον πατέρα που πάσχει από άνοια και η Ιωάννα Παππά που
ενσαρκώνει την κόρη του, Anne.
Πρόκειται για μια
πολύ εμπνευσμένη σκηνοθεσία ενός έργου που ομοιάζει μάλλον με ψυχολογικό θρίλερ
με δόσεις μαγικού ρεαλισμού καθώς η ζωή του ανθρώπου που υποφέρει από άνοια
είναι ακριβώς έτσι… μετεωρίζεται ανάμεσα σε διττές αλήθειες, σε ασαφείς
πραγματικότητες, πολλές φορές σε απόλυτη σύγχυση, συχνότατα σε απώλεια μνήμης, κατηγορεί
τους άλλους πως συνωμοτούν εις βάρος του, γίνεται ανεπιθύμητος από τους ξένους,
προξενεί θλίψη και πρακτικά προβλήματα στα παιδιά του και στο τέλος καταλήγει
στο δωμάτιο ενός ιδρύματος με θέα κάποιο πάρκο και μια νοσηλεύτρια που του
μιλάει σαν να είναι «καθυστερημένος» υποσχόμενη ακόμα και δεύτερη βόλτα σε αυτό
(στο πάρκο) μέσα στην ίδια ημέρα… Σαν να κάνει ο άνθρωπος έναν κύκλο και να
επιστρέφει στην αρχή και από ηλικιωμένος να ξαναγίνεται μωρό… ένα πλάσμα που
δεν θυμάται, που δεν έχει ευθύνες, που θέλει όπως ο André του έργου τη μαμά του καθώς και
παιδικά νανουρίσματα για να κοιμηθεί το βράδυ…
Ο Περικλής Μουστάκης,
αυτός ο σπουδαίος θεατράνθρωπος, αναλαμβάνει έναν ρόλο μεγάλης ερμηνευτικής
δυναμικής υποκρινόμενος έναν ηλικιωμένο κύριο, κάποτε μηχανικό στο επάγγελμα,
που μέρα με τη μέρα χάνει τον ίδιο του τον εαυτό… Είναι ο André, χήρος, κάτοικος Παρισίου, πατέρας
δύο θυγατέρων, της Élise που πια δεν είναι στη ζωή λόγω δυστυχήματος και της Anne, που είναι και ο μόνος άνθρωπος που
του έχει απομείνει για να τον νοιάζεται και να τον πονάει. Η Anne, διαζευγμένη εδώ και πέντε χρόνια,
διατηρεί σχέση με έναν άλλο άνδρα, τον Pierre, ο οποίος δεν συμπαθεί καθόλου τον
άρρωστο πατέρα της. Μάλιστα, τού μιλάει ωμά ρωτώντας τον «ως πότε θα
περιφέρεται ανάμεσά τους και θα τους τα πρήζει…» ενώ δεν διστάζει να σηκώσει
και χέρι για να τον χτυπήσει σε μια στιγμή αγανάκτησης. Η Anne θέτει τον εαυτό της σε δεύτερη μοίρα
(την ακούμε να απαντάει με φυσικότητα στον Pierre πως δεν δούλεψε γιατί ασχολήθηκε με
τον πατέρα της…) και στενοχωριέται διαρκώς βλέποντας την εκφυλιστική νόσο της άνοιας
να μικραίνει, να μειώνει, να ευτελίζει και να απομακρύνει ολοένα τον αγαπημένο της
μπαμπά, που κάποτε η ίδια φοβόταν μη μπορώντας να υποψιαστεί την εξέλιξή του.
Στην προσπάθειά της να τον στηρίξει, αναζητά διαρκώς καινούργιες εσωτερικές
νοσηλεύτριες που θα τον περιποιούνται μέχρι εκείνη να
επιστρέψει από την εργασία της το απόγευμα. Ο κ. André όμως διώχνει τη μία μετά την άλλη,
την τελευταία μάλιστα, την Isabelle, την αποκαλεί «πουτάνα», την κυνηγάει με ένα σκουπόξυλο, την
κατηγορεί πως του έκλεψε το πολυαγαπημένο του ρολόι χειρός ενώ συνεχώς τονίζει
ότι δεν έχει ανάγκη από φροντίδα. Μαλακώνει μόνο όταν στο σπίτι έρχεται η Laure, μια άλλη κοπέλα που ασχολείται με
ηλικιωμένους, η οποία του αρέσει διότι είναι πανέμορφη, γιατί του θυμίζει την
κόρη του την Élise και
επειδή αυτή η νέα γυναίκα του κάνει το κομπλιμέντο ότι είναι γοητευτικός ενώ
γελά με την καρδιά της όταν ο André της κάνει επίδειξη των χορευτικών
του δεξιοτήτων συνυφασμένων με τη νεότητά του (κλακέτες)…
Ή μήπως η Anne τελικά μετακομίζει στο Λονδίνο για να
ακολουθήσει τον άνδρα που αγαπά με τη δέσμευση να έρχεται κάποια Σαββατοκύριακα
να τον επισκέπτεται στον οίκο ευγηρίας όπου τον οδηγεί μοιραία, μη έχοντας άλλη
επιλογή; Δύο γυναίκες για κόρες, με επικρατέστερη τη μία (αυτή που υποδύεται η
Ιωάννα Παππά), δύο άνδρες – σύντροφοι το ίδιο αρνητικοί και επιθετικοί, τρία
διαμερίσματα, ένα δικό του και δύο άλλα μάλλον της κόρης του (το ένα εξαιρετικά
μίνιμαλ) και ένα δωμάτιο γηροκομείου που συγχέεται με το δικό του δωμάτιο… Ένα
ντουλάπι που ο παππούς κρύβει επιμελώς το ρολόι του, ένα κοτόπουλο που είναι
πεντανόστιμο, μια λατρεμένη κόρη που έχει πεθάνει και θεωρείται κάπου στο εξωτερικό να κάνει καριέρα ως ζωγράφος, ένα αδιέξοδο και μια αναπόφευκτη απόφαση…
Οι σκηνές,
συγκεχυμένες και αυτές, μυστηριώδεις και συνάμα ξεκάθαρες, πλέκονται όπως τα
δάχτυλα των δύο χεριών την ώρα που το άτομο παλεύει να σκεφτεί, να προσέξει, να
πειθαρχήσει, να κοιτάξει ευθεία αλλά πού; Δεν υπάρχει πια κάτι να δεις… Τι έχει
νόημα στη ζωή τελικά; Αναρωτιούνται πατέρας και κόρη. Αξίζει «να είμαστε μαζί,
ζωντανοί και χαρούμενοι…», ακούμε να παραδέχονται. Είναι αδύνατον όμως να
ζήσουν μαζί, έστω και κάπου μακριά. Διότι ακόμα και αν η κόρη παραγκωνίσει τον
εαυτό της οριστικά και ολοκληρωτικά, ο πατέρας της μόνο χειρότερα θα πηγαίνει
εξαιτίας της ασθένειάς του. Και αυτό είναι που πονάει την ψυχικά θρυμματισμένη Anne: το ότι θα είναι ένας ζωντανός – νεκρός. Και όταν του ομολογεί πως τον
φοβάται, δεν κυριολεκτεί βεβαίως. Δεν πρόκειται για τον κλασικό τρόμο που αισθάνεται
ένας άνθρωπος, αλλά για ένα συναίσθημα πόνου με αμφιβολία μαζί, πικρία και
απόγνωση.
Η Ιωάννα Παππά,
συνεργάτιδα της Σκότη από παλιά (βλέπε τις βραβευμένες Αλεπούδες στο «Επί
Κολωνώ» προ κάποιων ετών) είναι θα έλεγα ιδανική για τον ρόλο της κόρης ενώ η
χημεία της με τον Μουστάκη είναι διεγερτική επί σκηνής. Και οι δυο τους έχουν
ανατριχιαστικές εκφράσεις προσώπου και αναστατώνουν τον συναισθηματικό κόσμο
του θεατή ήδη από την εναρκτήρια σκηνή οπότε και συζητούν για την Isabelle. Προσωπικά, τους θεωρώ αμφότερους
εξαιρετικούς ηθοποιούς, υπερ-ταλαντούχους, βαθιά συναισθηματικούς, είναι σαν να
μην παίζουν απλά αλλά σαν να συνομιλούν με την πλατεία, σαν της διηγούνται με
τα πιο συγκινητικά λόγια αυτή την απαίσια αρρώστια που οδηγεί τον άνθρωπο στο
μηδέν συνθλίβοντας όσους τον αγαπούν μεν αλλά δεν μπορούν να τον βοηθήσουν δε.
Η διάκριση των σκηνών
μού άρεσε πολύ, η μετάβαση από τη μία στην άλλη είχε ένα αγωνιώδες ενδιαφέρον, ιδιαίτερα
η σκηνή του εφιάλτη με την Anne να στραγγαλίζει τον πατέρα της δωρίζοντάς του έτσι τη λύτρωση
με άγγιξε βαθιά, το ίδιο και η σκηνή της αϋπνίας του André αλλά σαφώς, πολύ περισσότερο, η
σκηνή του τέλους με τον ηλικιωμένο άνδρα στο γηροκομείο, το ανοιχτό παράθυρο
και το γλυκό αεράκι. Η Anne όμως δεν ήταν εκεί…
Ξεχωριστή ήταν η ερμηνεία
της Καλλιόπης Παναγιωτίδου που υποκρίθηκε τη Laure (νοσηλεύτρια κατ’ οίκον). Είναι το άτομο που ο André εκτίμησε αμέσως αλλά και το πρόσωπο που δεν δίστασε να
προσβάλλει ξαφνικά και απρόσμενα, χωρίς σημαντικό φυσικά λόγο (το έκανε όμως γιατί έχει έναν πολύ «δικό του» τρόπο επικοινωνίας, όπως λέει ο ίδιος). Πολύ ωραία φωνή,
πολύ καλή επίσης βλεμματική επαφή με τον André και την Anne, σωστές και αυτή εκφράσεις προσώπου
ανάλογες του ρόλου της. Μετρημένη και πειστική ήταν και η Λίλη Τσεσματζόγλου, ειδικότερα ως νοσοκόμα στον οίκο ευγηρίας, σχεδόν νατουραλιστική όταν έστρωνε το κρεβάτι του τρόφιμου. Τέλος, όσον αφορά τους δύο ακόμη ηθοποιούς – συντρόφους (Αλέξανδρος Κωχ και Κων/νος Σειραδάκης) θα ήθελα να σχολιάσω ότι έδωσαν όντως πρόσωπο στη σκληρότητα αλλά και στη λογική.
Γιατί ένας άνθρωπος
φοράει όλη μέρα πυτζάμες; Γιατί να τις βγάλει αφού θα τις ξαναφορέσει σύντομα;
Και τι πάει να πει «να ντυθ-ούμε»; Γιατί πρώτο πληθυντικό; Δεν μπορεί να ντυθεί
μόνος του; Γιατί αυτό το παιδαριώδες ύφος από τους φροντιστές; Ιδού κάποιες από τις εύλογες απορίες του πατέρα…
Δεν είναι τυχαίο που Ο
πατέρας έχει αποσπάσει βραβείο Όσκαρ στον κινηματογράφο με τον Άντονι
Χόπκινς στον πρωταγωνιστικό ρόλο. Είναι ένα τόσο ανθρωποκεντρικό έργο! Ο Ζελέρ μας
μυεί στο παρανοϊκό αλλά τρυφερό και εύθραυστο σύμπαν του ατόμου με άνοια, το
οποίο απομονώνεται και εντέλει βιώνει την πιο σκληρή μοναξιά όπου δεν
αναγνωρίζει ούτε τον ίδιο τον εαυτό ενώ ταυτόχρονα αντιλαμβάνεται τη μη
θεραπεύσιμη φθορά του. Μην φανταστεί ωστόσο κανείς πως έχουμε να κάνουμε με ένα απλουστευτικά δακρύβρεχτο έργο που πραγματεύεται ένα θέμα υγείας μη αναστρέψιμο βάσει του οποίου χτίζεται ολόκληρη η πλοκή. Είναι κάτι πολυδιάστατο, ευρύ, σύνθετο και διεισδυτικό. Και σίγουρα μέσα από το βίωμα της θέασης αυτής της παράστασης, συμπεραίνει κανείς πως είναι προτιμότερο να έχει κάποιον να νοιάζεται ειλικρινά και ας πληγωθεί στο τέλος παρά το αντίθετο…
Η Ελένη Σκότη είναι
μια καλλιτέχνιδα που προσφέρει εδώ και δεκαετίες ποιοτικές παραστάσεις τις οποίες
παραδίδει στο κοινό με υψηλό αίσθημα ευθύνης. Δεν είναι ποτέ επιφανειακή, βιαστική,
δεν απογοητεύει ποτέ τους θεατές, απεναντίας επιλέγει με σύνεση τη θεματολογία της
ενώ δεν υπάρχει ποτέ περίπτωση ο κόσμος να εξέλθει του θεάτρου χωρίς να έχει
προβληματιστεί και ταραχτεί με την καλή πάντα έννοια. Μέσα από τις παραστάσεις της, το φιλοθεάμον κοινό έχει την τύχη να γίνει κοινωνός ιδεών
που μπορεί να γνωρίζει αλλά δεν έχει συνειδητοποιήσει όπως και να γνωρίσει
πτυχές της κοινωνίας και της ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης που αγνοούσε ή δεν ήθελε
να παραδεχτεί.
Ταυτότητα παράστασης:
Συγγραφέας: Φλοριάν Ζελέρ
Μετάφραση: Γιώργος Χατζηνικολάου
Σκηνοθεσία: Ελένη Σκότη
Σκηνικά: Γιώργος Χατζηνικολάου
Kοστούμια: Μαρία Αναματερού
Φωτισμοί: Αντώνης Παναγιωτόπουλος
Μουσική: Σταύρος Γασπαράτος
Παίζουν: Περικλής Μουστάκης, Ιωάννα Παππά, Αλέξανδρος Κωχ, Λίλη
Τσεσματζόγλου, Κωνσταντίνος Σειραδάκης, Καλλιόπη Παναγιωτίδου