ΥΠΟΘΕΣΗ ΠΑΡΑΝΤΑΪΝ
Θέατρο ”ΑΓΓΕΛΩΝ ΒΗΜΑ”
Σκηνοθεσία: Αλέξιος Κοτσώρης
Θεατρική διασκευή της Μαργαρίτας Δαλαμάγκα – Καλογήρου
”Στη δικαιοσύνη δεν υπάρχουν νικητές και νικημένοι… Υπάρχει μόνο η απόδοσή της!”
Σχολιάζει η Μαρίνα Αποστόλου (18/12/2023)
Δραματοποιημένη λογοτεχνία και κινηματογραφική μεταφορά επί σκηνής: ένα σαφώς δύσκολο εγχείρημα υψηλών απαιτήσεων. Η Υπόθεση Παραντάιν είναι μυθιστόρημα του Hichens Smythe Robert γραμμένο στα 1933 και ταινία του Άλφρεντ Χίτσκοκ που προβλήθηκε στα 1947. Στην Ελλάδα, βλέπουμε για πρώτη φορά το συγκεκριμένο έργο να λαμβάνει σάρκα και οστά στο θεατρικό σανίδι και συγκεκριμένα στο θέατρο – κόσμημα της Ομόνοιας ”Αγγέλων Βήμα”, το οποίο υπεραγαπώ. Ο σκηνοθέτης της παράστασης Αλέξιος Κοτσώρης συντόνισε έναν πολυμελή, για τα σημερινά δεδομένα, θίασο οκτώ υποκριτών και ασχολήθηκε σημαντικά με την κίνησή τους, την οποία συγκεκριμένα επιμελήθηκε ο Χρήστος Νικολάου. Υπήρχαν αρκετές στιγμές που ένιωσα ότι έβλεπα αρχαία τραγωδία, τόσο χάρη στο αεικίνητο των ηθοποιών όσο και στην κοινή τους εκφορά λόγου. Όπως και άλλοι, οφείλω να πω ότι ξεχώρισα τη σκηνή με το τηλεφώνημα μεταξύ της Λαίδης Χόρφιλντ και του υπερασπιστή της κυρίας Παραντάιν σερ Μάλκολμ. Οι ηθοποιοί σύσσωμοι γινόντουσαν μια γροθιά ως Λαίδη που δεν δίσταζε να καταγγείλει την αιμοδιψία του δικαστή συζύγου της. Ο δικηγόρος υπεράσπισης πάλι πάνω στο τραπέζι (η άνοδος στο τραπέζι που υπήρχε στη σκηνή είναι συχνή κατά της διάρκεια της παράστασης για όλους σχεδόν τους ηθοποιούς) ενημερώνεται για τη στάση και τη διάθεση του δικαστή ενώ δέχεται αβίαστα και τη συμβουλή της Λαίδης για ”χρήση” της εύθραυστης και λεπτεπίλεπτης γυναίκας του ως δόλωμα στα δόντια του δικαστή. Η σκηνή αυτή ενισχύεται και από το κομμάτι του φωτισμού προσδίδοντας ένα μεγάλο συν στο σύνολο του αποτελέσματος. Αυτό που ασφαλώς παρατηρεί κανείς από την πρώτη κιόλας στιγμή είναι το δίχως άλλο οι ενδυματολογικές επιλογές, τα αξεσουάρ, τα χτενίσματα και το μακιγιάζ. Όπως διαβάζω στο δελτίο τύπου, για αυτά την ευθύνη φέρουν και μπράβο τους οι Nora Ponti και η Θεοδώρα Βεστάρχη. Έχουμε να κάνουμε με υψηλής αισθητικής επιλογές, προσεγμένες και στην παραμικρή λεπτομέρεια που μας ταξιδεύουν αναμφίβολα στην περασμένη εποχή της Υπόθεσης Παραντάιν. Προσωπικά, μου άρεσε πολύ και η μουσική την οποία έχει συνθέσει ο Φάνης Κακοσαίος…. γενικότερα, τα μουσικά χαλιά, όπως τα αποκαλούν κάποιοι, την ώρα της παράστασης αφυπνίζουν τις αισθήσεις του θεατή, δημιουργούν την ανάλογη ατμόσφαιρα που χρειάζεται το noir εν προκειμένω και δένουν περίφημα με τις ερμηνείες των καλλιτεχνών. Τέλος, θα ήθελα να προσθέσω ότι οι οκτώ αυτοί ηθοποιοί αποτελούν πολύ εύστοχες επιλογές, είναι θα έλεγα ιδανικές για την εν λόγω παράσταση φιγούρες, πειστικοί και ταιριαστοί: η κυρία Παραντάιν (Μαρίνα Παντελάκη) η γοητευτική γυναίκα – αράχνη, ο χειριστικός άνθρωπος όπως θα τη χαρακτηρίζαμε σήμερα, ο δικηγόρος (Γιώργος Λουράκης) που την ερωτεύεται και πέφτει στα δίχτυα της αδιαφορώντας για τη γλυκιά σύζυγό του Γκέι (Ηλέκτρα Μαγγίνα), ο έτερος δικηγόρος υπεράσπισης που διαχωρίζει τη θέση του στο τέλος καθώς γι’ αυτόν επικρατεί η λογική και η πολιτική της σύμπνοιας (Βαγγέλης Μάγειρος), ο νοσηρά ερωτευμένος ζωγράφος Απόστολος Μαλεμπιτζής, ο διεστραμμένος δικαστής (Στέφανος Κακαβούλης), η καλή και πιστή φίλη της Γκέι Τζούντι (Φωτεινή Τεντολούρη), ο υπηρέτης – ορντινάτσα του δολοφονηθέντος συνταγματάρχη Παραντάιν που ποθεί η χήρα (Θάνος Κρομμύδας).
Στα συν του θιάσου και οι άρτιες, ολόσωστες αρθρώσεις των ηθοποιών. Η φωνή για έναν ηθοποιό και η εκφορά του λόγου είναι βασικά εργαλεία, αναγκαία για την υπόδυση των ρόλων που αναλαμβάνει κάθε φορά.
Η Υπόθεση Παραντάιν συνιστά ένα δικαστικό θρίλερ που πραγματεύεται:
Τη δολιότητα και το ψέμα/την υποκρισία
Την εκμετάλλευση που πραγματοποιείται αμφίδρομα μέσα από τις σχέσεις εξουσίας: ο Συνταγματάρχης Παραντάιν, τυφλός ων, νυμφεύεται τη γοητευτική πρώην υπηρέτρια και μη Αγγλίδα (ελάττωμα που τονίζεται ως επιβαρυντικό στοιχείο) κυρία Παραντάιν την οποία προσβάλλει μέσα στον
γάμο τους. Εκείνη τον φροντίζει μεν αλλά και τον απορρίπτει, προφανώς δεν τον έχει παντρευτεί από έρωτα. Του χορηγεί, όπως αποκαλύπτεται, το δηλητήριο που του στερεί τη ζωή. Ο Σερ Μάλκολμ Κην προδίδει τη σύζυγό του Γκέι, εκείνη θρυμματίζεται αλλά δεν υποκύπτει. Με ένα πρόσχημα αποφεύγει τη βούλησή του να την πετάξει στα νύχια του δικαστή Σερ Χόρφιλντ. Ο έρωτας για το πρόσωπο της κ. Παραντάιν έχει τυφλώσει τόσο τον Κην που εκείνος δεν υπολογίζει ούτε τη γυναίκα του ούτε την ίδια τη δικαιοσύνη, την οποία θεραπεύει. Αντίθετα, προδίδει και αυτήν με σκοπό να αποδείξει τον Μαρς Γουίλιαμ ως δολοφόνο και να μείνει ελεύθερος να απολαύσει τον έρωτά του με τη μοιραία γυναίκα. Εκείνη ασκεί εξουσία στον δικηγόρο μέσω της ακαταμάχητης γοητείας της η οποία πηγάζει τόσο από τη φυσική της ομορφιά αλλά κυρίως από την ανορθόδοξη διαδρομή της μέσα στη ζωή. Είναι μια γυναίκα με παρελθόν… Θα απογοητευθεί εντούτοις όταν δει ότι ο λατρεμένος της Γουΐλ κινδυνεύει να καταδικαστεί αντί για εκείνη.
Τις υψηλές ανθρώπινες και κοινωνικές αξίες όπως η φιλία (πρβλ Την Τζούντι απέναντι στην Γκέι), η απόδοση δικαιοσύνης, η αγάπη για την τέχνη, η αξιοπρέπεια αλλά και οι απαξίες όπως ο νοσηρός έρωτας, ο έρωτας που εκβιάζεται και συχνά είτε είναι βραχύβιος είτε αποτυγχάνει, ο φθόνος, ο αντρικός ανταγωνισμός, ο καθωσπρεπισμός που είναι ίδιον των μεγαλοαστών και τέλος το μεγάλο ζήτημα της θανατικής ποινής που χωρά εκτενή, ατέρμονη συζήτηση.
Την απομάγευση του έρωτα που σπάνια είναι ή διατηρείται αγνός. Παρουσιάζεται ως ένα συναίσθημα ποταπό που εκφυλίζει τον άνθρωπο, τον κάνει να παραβλέπει τα όρια, να τα ξεπερνάει, να μην εκτιμάει την αγάπη, να θέλει να εκδικηθεί, να μαρτυρήσει, να μη σεβαστεί γάμο, οικογένεια, επαγγελματισμό ενώ τέλος βιώνεται με τρόπο ανόσιο ”ζωγραφίζοντας το χιόνι σε άπειρες αποχρώσεις…”
Τη χυδαιότητα των δημοσιογράφων που ιντριγκάρονται από πολύκροτες δικαστικές υποθέσεις.
Η Υπόθεση Παραντάιν συνιστά ένα δικαστικό δράμα με άρωμα αρχαίας τραγωδίας. Ο σκηνοθέτης της παράστασης Αλ. Κοτσώρης υιοθετεί την τεχνική της παρουσίασης όλων των δραματικών χαρακτήρων ήδη από την εναρκτήρια σκηνή, αισθητική που συναντάμε και σε άλλους σκηνοθέτες. Έτσι, το κοινό έρχεται σε οπτική τουλάχιστον επαφή με το σύνολο των δραματικών προσώπων που θα παρακολουθήσει να δρουν στη συνέχεια από την πρώτη στιγμή της θέασης.
“Τον τσάκισα!”, φωνάζει λυσσαλέα ο επηρμένος δικηγόρος υπεράσπισης της κ. Παραντάιν σερ Μάλκολμ Κην την ώρα που χαιρέκακα βλέπει να οδηγείται ο επί της ουσίας αντίζηλός του στην καταστροφή. Η ματαιοδοξία και ο έρωτας αποτελούν διαχρονικά κινητηρίους δυνάμεις για το άτομο και ιδίως για τον άντρα που αντιμετωπίζει έστω και ασυνείδητα το αντικείμενο του πόθου του ως τρόπαιο της επαγγελματικής και προσωπικής του επιτυχίας.
ΑΝΑΛΥΤΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ:
https://www.aggelonvima.com/paradine