Θέατρο «ΕΛΕΡ»
Φρυνίχου 10 , Πλάκα
Βραβείο Πούλιτζερ 2007
Σκηνοθεσία: Βαγγέλης Λυμπερόπουλος
Μπέκα: Αν ο Θεός ήθελε έναν ακόμα
άγγελο, γιατί δεν έφτιαχνε έναν;
Μητέρα: Δεν πιστεύεις στον Θεό…;!
Ερμηνεύουν οι ηθοποιοί: Ευαγγελία Ανδρεαδάκη, Νίκος
Γεωργάκης, Εύη Δόβελου, Έλενα Παπαβασιλείου, Πολύκαρπος Φιλιππίδης
Αναλύει η Μαρίνα Αποστόλου
ΝΑΤΟΥΡΑΛΙΣΜΟΣ |
To Rabbit Hole, που παίζεται στο πολύ όμορφο,
προσεγμένο και καλαίσθητο θέατρο της Πλάκας «ΕΛΕΡ», είναι μια παράσταση ιδανική
για τους λάτρεις της παρακολούθησης της θεατρικής πράξης.
Και όσο περιποιημένος είναι ο χώρος που διατηρεί η ηθοποιός
Ελένη Ερήμου (απ’ όπου και το όνομα του θεάτρου) άλλο τόσο κομψοτέχνημα είναι
και το δραματικό κείμενο του Αμερικανού συγγραφέα Ντέιβιντ Λίντσεϊ-Αμπέρ, το
οποίο απέσπασε το πολύ τιμητικό βραβείο Πούλιτζερ το 2007 και βέβαια όχι
τυχαία.
Ένα ζευγάρι, ο Χάρι (Νίκος Γεωργάκης) και η Μπέκ(α) (Έλενα
Παπαβασιλείου), έχουν χάσει το μόλις τεσσάρων παιδί τους πριν οκτώ μήνες. Λόγος
του πρόωρου χαμού του έχει σταθεί κάποιο αυτοκινητικό δυστύχημα έξω από τη
μονοκατοικία όπου διαμένει η οικογένεια. Ποιος έχει φταίξει; Ο οδηγός
(Πολύκαρπος Φιλιππίδης), μαθητής λυκείου ακόμα (ας θυμηθούμε ότι στις Η.Π.Α. οι
πολίτες οδηγούν από τα 16 τους χρόνια και μεταβαίνουν μάλιστα στο σχολείο τους μέσω
αυτοκινήτου) που προσπάθησε να αποφύγει έναν σκύλο, έκανε ελιγμό και χτύπησε το
άτυχο παιδάκι που πετάχτηκε ξαφνικά στον δρόμο; Η μητέρα του μικρού που ξέχασε
να κλειδώσει την εξωτερική πόρτα της οικίας ενώ δεν επέβλεπε, όπως έπρεπε,
επιμελώς το παιδί της διότι μιλούσε επί ώρα στο τηλέφωνο; Ή μήπως η αδελφή της μητέρας,
η Ίζι (Εύη Δόβελου), που κάλεσε την Μπέκα και την απασχολούσε μάλλον άσκοπα ενώ
η τελευταία όφειλε να έχει τον νου της στον Ντάνι (το παιδί);
Η λογική και η μη δυνατότητα εξήγησης των γεγονότων και της πραγματικότητας
με βάση αυτή είναι ένας πολύ κοινός άξονας προβληματισμού των λογοτεχνών και
κυρίως των δραματουργών. Και στην προκειμένη περίπτωση, όπου έχουμε να κάνουμε
με τον θάνατο ενός πλάσματος που δεν πρόλαβε να ζήσει, αυτή η αδυναμία έρχεται
να ταιριάξει απόλυτα. Κανένας όταν γίνεται γονιός δεν μπορεί καν να σκεφτεί ότι
θα ξημερώσει μια ημέρα οπότε και το τέκνο του δεν θα υπάρχει πια ή στη σκέψη
και μόνο αυτή, φαντασιώνεται τον χειρότερο εφιάλτη που μπορεί να βιώσει όντας
ξύπνιος.
Με πυρήνα το νεκρό παιδί, ο Λίντσεϊ-Αμπέρ δράττεται της ευκαιρίας
για να μιλήσει για μια πληθώρα θεμάτων. Χωρίς ίχνος μελοδραματισμού, αντίθετα
με ευάριθμα στοιχεία κωμικής διάθεσης σε ποικίλα σημεία του έργου του, ο
βραβευμένος δραματουργός συζητάει πολύ ιδιαίτερες πτυχές της αμερικανικής
κοινωνίας αλλά και της ύπαρξης του ατόμου εν γένει:
· Το αμερικάνικο όνειρο και η
απομάγευσή του: προφανώς δεν απασχόλησε μόνο δραματουργούς όπως ο Άρθουρ
Μίλερ. Μια καλή δουλειά για τον άντρα (ο Χάρι εργάζεται σε επενδυτική τράπεζα –
τι ειρωνεία – στο τμήμα διαχείρισης κινδύνων), πλήρης αφοσίωσης της γυναίκας
στον ρόλο μάνας και νοικοκυράς (η Μπέκα άφησε τη δουλειά της για να μεγαλώσει
τον Ντάνι), μια ωραία άνετη μονοκατοικία με άριστα εξοπλισμένο παιδικό δωμάτιο
και ένας σκύλος – φίλος – φύλακας…
· Η οδήγηση σε ηλικία όπου μάλλον το
άτομο δεν είναι ακόμα ώριμο. Ο Τζέισον (ο θύτης) παραδέχεται όψιμα πως μάλλον
είχε ξεπεράσει το όριο ταχύτητας…
· Η νομοθεσία και η δικαιοσύνη σε μια προφανώς
πολιτισμένη και πιο ελαστική πολιτεία των Η.Π.Α. . Καμιά ευθύνη δεν έχει
αποδοθεί, ο Τζέισον δεν έχει τιμωρηθεί ούτε στοιχειωδώς. Οι ίδιοι οι γονείς δεν
τον κατηγορούν, αναγνωρίζουν την «κακιά ώρα» αν και ο Χάρι δεν αντέχει να τον
βλέπει μπροστά του, όταν εκείνος ζητάει να τους συναντήσει σε αντίθεση με την
Μπέκα που θα τον υποδεχτεί κάποια στιγμή κατά μόνας κερνώντας τον κέικ σοκολάτα
και γάλα.
· Η θρησκοληψία: πώς γίνεται γονείς που
έχουν χάσει τα παιδιά τους να το αποδίδουν σε θεϊκό κάλεσμα; Ή μήπως αυτή η «πίστη»
δεν είναι παρά μια ιδεοληπτική ανακούφιση μπρος στο μη αναστρέψιμο τραγικό
συμβάν;
· Τα ναρκωτικά: ο Άρθουρ, ο αδελφός της
Μπέκα και της Ίζι έχει φύγει πριν έντεκα χρόνια αφού κρεμάστηκε. Απώτερος λόγος
η χρήση ηρωίνης, δηλαδή σκληρού ναρκωτικού που τον οδήγησε στο
προσωπικό του τέλμα. Ναρκωτικές ουσίες όμως λαμβάνει και η Ίζι, πιο
περιστασιακά και χωρίς να είναι εξαρτημένη, όπως αφήνεται να εννοηθεί. Η ζωή
δείχνει να μην έχει αξία για τον Άρθουρ αρχικά που την εκμηδενίζει αλλά και για
την Ίζι που ζει εντελώς τυχοδιωκτικά (γρονθοκοπεί την αντίζηλό της, απολύεται
από τη δουλειά της, μένει έγκυος από έναν μουσικό χωρίς φυσικά κανέναν οικογενειακό
προγραμματισμό).
· Ο πόνος της μάνας για το νεκρό παιδί:
ασφαλώς είναι ένα συναίσθημα που μαλακώνει μεν αλλά δεν εξαλείφεται ποτέ. Το
επιβεβαιώνει η μητέρα των δύο αδελφών (Ευαγγελία Ανδρεαδάκη) και το επικοινωνεί
και στην Μπέκα που αναρωτιέται πάνω σε αυτό.
· Ο πόνος του πατέρα: ο Χάρι βλέπει και
ξαναβλέπει βιντεοκασέτες με τον Ντάνι. Είναι ο μόνος τρόπος για να τον έχει
ζωντανό μπροστά στα μάτια του. Λατρεύει τα σημάδια από τα δαχτυλάκια του πάνω
στα έπιπλα και τις συσκευές του σπιτιού… Προσβάλλει τον Τζέισον όταν εισέρχεται
στην οικία τους με αφορμή το πωλητήριο αυτής και αναζητά παρηγοριά και
επικοινωνία στην ομάδα στήριξης, την οποία απορρίπτει η ίσως πιο ορθολογίστρια
Μπέκα. Επιδίδεται στο σκουός (άθλημα άρα δράση) κι ας χάνει ενώ επιθυμεί τον
σκύλο του τον Ταζ (κατοικίδιο άρα ζωντανό ον) κι ας καταλήγει να μην τον
φροντίζει, όπως πρέπει.
· Ο περίγυρος και η σχέση με αυτόν: πώς
ζει κάποιος που έχει χάσει το παιδί του όταν η αδελφή του μένει έγκυος; Πώς
αισθάνεται; Φθονεί, μισεί; Ή χαίρεται; Ή και τα δύο; Ποια η σχέση του με τα
φιλικά πρόσωπα που έχουν παιδιά και τα καμαρώνουν; Τα παρεξηγεί όταν αυτά
προσκολλώνται πάνω τους για συμπαράσταση ή τα κακολογεί όταν εκείνα
αποστασιοποιούνται ίσως από διακριτικότητα; Πώς ακούει μια μάνα που πλέον δεν έχει
παιδί τον θύτη του τέκνου της να της μιλάει χαμογελαστός για τον χορό της αποφοίτησης
στο σχολείο του και τα μελλοντικά του σχέδια για σπουδές με τη δική του μάνα
μάλιστα να θέλει να κάνει μεταπτυχιακό στο ίδιο κολλέγιο μαζί του για να τον «προσέχει»
σ’ αυτή την ηλικία;
· Η αλλαγή στον τρόπο ζωής και οι
σπασμωδικές κινήσεις: το να κάνει έρωτα ένα ζευγάρι μετά από ένα τέτοιο γεγονός
ακούγεται χυδαίο για τη γυναίκα αντί για απόλυτα φυσιολογικό. Μια νέα εγκυμοσύνη
δεν εκλαμβάνεται ως καλή ιδέα πάλι από εκείνη ενώ η πώληση του σπιτιού και η
μετακόμιση είναι μέσα στο μυαλό της μια κίνηση που θα τους πάρει μακριά από τη
θλίψη και τις αναμνήσεις που πονάνε.
· Η σωματική και λεκτική βία: η άστατη
ζωή της Ίζι την ωθεί στο να χτυπήσει την πρώην σύντροφο του πατέρα του παιδιού της,
η Μπέκα κάνει κάτι ανάλογο σε μια μητέρα στο σούπερ μάρκετ της οποίας δεν
εγκρίνει τη συμπεριφορά απέναντι στο μικρό παιδί της, ο Χάρι ετοιμάζεται να
βαρέσει τον Τζέισον για το θάρρος του που το βλέπει ως θράσος, η Μπέκα πάλι
ξεστομίζει κακίες για τα άτομα γύρω της γιατί πολύ απλά είναι πληγωμένη.
· Η εξωτερίκευση – η εν μέρει έστω εξιλέωση:
ένα άρθρο των γονιών στην τοπική εφημερίδα με θέμα – τι άλλο; – το δυστύχημα
του Ντάνι αλλά και ένα διήγημα επιστημονικής φαντασίας που συλλαμβάνει ο Τζέισον
με κουνελότρυπες και παράλληλα σύμπαντα όπου ίσως εμείς οι ίδιοι να ζούμε κάπου
ταυτόχρονα ευτυχισμένοι…
Η σκηνοθεσία του Βαγγέλη Λυμπερόπουλου με μάγεψε.
Αξιοποίησε στο έπακρο ένα κείμενο τόσο φυσικό, τόσο αληθινό που ξεπερνάει τα
όρια του ρεαλισμού (της ψευδαίσθησης δηλαδή του να ζει ο θεατής κάτι σαν πραγματικό)
και αγγίζει κατά πολύ τον νατουραλισμό.
Δεν γνωρίζω τις σκηνικές οδηγίες του έργου αλλά είναι
αναμφισβήτητο ότι ο Β.Λ. έδωσε έμφαση στη φυσικότητα. Έτσι, βλέπουμε τους ηθοποιούς
να πίνουν κρασί, να τρώνε τούρτα, πάστα, να κινούνται π.χ. μέσα στον χώρο της κουζίνας
ακριβώς όπως θα δρούσαν στη δική τους κουζίνα, να ξεδιαλέγουν τα παιχνίδια του
Ντάνι όπως θα έκανε κάθε μαμά που θα προχωρούσε σε μια διαλογή αυτών των ειδών
με τη δική της μητέρα, να συζητούν με άνεση για θέματα που πονάνε όπως οι
θάνατοι γιων διάσημων οικογενειών… ή για ενδεχόμενη ερωτική απιστία του Χάρι
παρόλο το πρόσφατο μοιραίο συμβάν. Ο σκηνοθέτης δεν προσφεύγει σε ιδέες σύγχρονες
όπως τα βίντεο, οι ηχογραφημένες φωνές ή οι ηχογραφημένοι διάλογοι, δεν θέτει τους
υποκριτές του σε δράση ή έστω σε παρουσία επί σκηνής ταυτόχρονα με την είσοδο
του κοινού. Βασίζει το σκηνοθετικό του προϊόν στο αριστοτεχνικό κείμενο που κρατά
στα χέρια του και στις υπέροχες ερμηνείες των πέντε ηθοποιών του. Δεν ξεχωρίζω
κανέναν ως καλύτερο διότι ήταν όλοι τους μοναδικοί, πειστικοί, ζεστοί, βαθιά
ανθρώπινοι, σαν τους ξέρω, σαν να είναι γνωστοί μου. Άσχετα με την πιο μακρά ή
όχι τόσο εμπειρία στο σανίδι (πχ η κ. Ανδρεαδάκη έχει ένα πελώριο βιογραφικό
στην υποκριτική, ο κ. Γεωργάκης παίζει εδώ και πολλά χρόνια και μάλιστα σε
επιλεγμένες παραστάσεις) όλοι τους υποκρίθηκαν άριστα τον ρόλο που ανέλαβαν, ο
καθένας με τα δικά του ιδιαίτερα χαρακτηριστικά.
Μου άρεσε επίσης πολύ η μετάβαση από τη μία σκηνή στην άλλη πάλι
με την απαλή αυτή φυσικότητα για την οποία μιλάω διαρκώς σε αυτή την ανάλυση.
Η παραγωγή της παράστασης έδωσε έμφαση στα σκηνικά και μπράβο
της, είναι πλούσια και γεμίζουν με το που ανοίγει η αυλαία το
οπτικό πεδίο του θεατή ευχάριστα δίνοντας ένα ελπιδοφόρο προμήνυμα για το τι θα
παρακολουθήσει. Ξεχωρίζει και η ενδυματολογική οπτική κυρίως της Ίζι στην εναρκτήρια
σκηνή οπότε και ετοιμάζεται για το μεγάλο βήμα στη ζωή της από μποέμ σε
οικογενειάρχη (βλέπουμε να φορά καρώ πουκαμίσα και διχτυωτό καλσόν μαζί).
Η θέαση τα Δευτερότριτα έχει άλλη χάρη, άλλη ποιότητα και
ενδιαφέρον και πάντα αυτό το ζεύγος ημερών φιλοξενεί μοναδικές παραστάσεις –
διαμάντια.
Λοιποί Συντελεστές:
Μετάφραση: Χριστίνα Μαλακού
Σκηνικά: Δημήτρης Κατσίκης
Κοστούμια: Σάντυ Καραγιάννη
Σχεδιασμός Φώτων: Βασίλης Κλωτσοτήρας
Μουσική Επιμέλεια: Δημήτρης Κυριακόπουλος
Βοηθός Σκηνοθέτη: Μάιρα Στυλιανού
Βοηθός Ενδυματολόγου: Καλλιρρόη Φώνη
Φωτογράφιση: Σπύρος Περδίου
Οργάνωση Παραγωγής: Μάιρα Στυλιανού
Επικοινωνία – Δημ. Σχέσεις: Βάσω Σωτηρίου
Παραγωγή: Play Productions