ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΗΣ ΜΠΕΡΝΑΡΝΤΑ ΑΛΜΠΑ

(ΤΟ ΣΩΜΑ ΟΠΟΥ ΑΝΑΤΕΛΛΕΙ Η ΑΝΤΟΧΗ)

Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα

«Αχ, καβαλάρη που έρχεσαι μέσα από τα
σκοτάδια και σπέρνεις τη διχόνοια στ’ αδέρφια…»

 

Θέατρο Τέχνης Κάρολος Κουν

Στοά
Πεσματζόγλου

 

Απόδοση –
Σκηνοθεσία: Μαρία Πρωτόπαππα

Πέμπτη
22/2/2024

9μμ

 

Αναλύει η
Μαρίνα Αποστόλου

 

Στη σημερινή μας κριτική ανάλυση θα καταπιαστούμε με μια
παράσταση που έχει ήδη συζητηθεί και απ’ ότι όλα δείχνουν θα σχολιαστεί κι άλλο
στο μέλλον. Πρόκειται για τη διασκευή του γνωστού έργου του Φεδερίκο Γκαρθία
Λόρκα Το σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα σε μετάφραση και σκηνοθεσία της Μαρίας
Πρωτόπαππα. Δεν έχουμε να κάνουμε με πιστή απόδοση του έργου του Ισπανού δραματουργού
αλλά με πρόσληψη αυτού, όπως έχουμε δει κυρίως με τα κείμενα των αρχαίων Ελλήνων
δραματουργών. Ο πυρήνας του έργου μένει ανέγγιχτος, αποτελεί τη βάση και τη
μαγιά για το νέο έργο που παραδίδει η Πρωτόπαππα στο κοινό και πυροδοτεί, όπως συμβαίνει
στην περίπτωση του κάθε νεωτερισμού, έναν ενδιαφέροντα διάλογο επί του
καλλιτεχνικού αποτελέσματος.

Η καινοτομία της Πρωτόπαππα εκκινεί ήδη από τον δεύτερο τίτλο
που προσδίδει στο έργο μέσα σε παρένθεση ενημερώνοντάς μας έτσι ότι δεν θα
παρακολουθήσουμε ένα πιστό στη σύλληψη του Λόρκα δραματικό κείμενο αλλά ένα
έτερο που πάει ένα βήμα παραπέρα από την αρχική ιδέα. Ποιο είναι το σώμα που αντέχει;
Μήπως το σώμα λίγο πολύ της κάθε γυναίκας ακόμα και σήμερα όπου η βία εις βάρος
της είτε λεκτική είτε σωματική όχι απλά δεν έχει εξαλειφθεί αλλά σε ακραίες
περιπτώσεις έχει μάλιστα αυξηθεί;

Αν ο θεατής περιμένει να απολαύσει μια παράσταση με χαρακτηριστικά
ανάλογα εκείνων του Εθνικού Θεάτρου και πρωταγωνίστριες όπως η Αλέκα Κατσέλη, η
Ντίνα Κώνστα και η Όλγα Τουρνάκη, δηλαδή παραστάσεις που ονομάζουμε κλασικές
βγαλμένες μέσα από τη διάνοια του Λόρκα, τότε σαφώς θα απογοητευθεί. Το προϊόν της
Πρωτόπαππα απευθύνεται σε ένα κοινό που είναι σε θέση να δεχτεί το διαφορετικό,
το παραμορφωμένο (ο όρος παραμόρφωση στην πρόσληψη στο θέατρο δεν φέρει
αρνητική χροιά – σημειωτέο αυτό), το παραλλαγμένο, το επανεγγεγραμμένο.

Ωστόσο, εκεί που θαρρείς πως όντως γίνεται μια απόπειρα να
βγει η σκηνοθέτις από το ήδη γνωστό υλικό, το παραδεδομένο στην παγκόσμια
δραματουργία, καθώς το εν λόγω έργο δεν ανήκει στους Ισπανούς απλά αλλά στον κόσμο
όλο, όπως ας πούμε ο Σοφοκλής, ο Ίψεν και ο Μίλλερ, εκεί την βλέπουμε να
επιστρέφει στις βασικές γραμμές του έργου. Για τον λόγο αυτό, δεν μπορεί κανείς
να ισχυριστεί ότι η Πρωτόπαππα απαρνείται το έργο αυτό ως το ένα από τρία
τμήματα της αγροτικής ισπανικής υπαίθρου καθότι οι δραματικοί της χαρακτήρες
ζουν και δρουν μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο. Ας δούμε ότι η οικογένεια ζει στην
επαρχία, έχει ζωντανά (κότες και άλογα), το μέρος όπου ζει βρίσκεται κοντά σε
ποτάμι (το ποτάμι εισάγεται από την Πρωτόπαππα), οι κοπέλες μένουν σπίτι για να κεντήσουν και να ράψουν, κάνει ζέστη και
παλεύουν να δροσιστούν με βεντάλιες, οι βουκολικές παρομοιώσεις (χαρακτηριστικό
στοιχείο του λόγου του Λόρκα) διατηρούνται όπως για παράδειγμα «είναι σαν να
πέρασαν ένα κοπάδι γίδες» ή νωρίτερα η φωνή του ψάλτη παρομοιάζεται με λύκου
ενώ η Πόνθια ομολογεί με καμάρι το πώς έσφαξε τις καρδερίνες του συζύγου της.

Έχουμε να κάνουμε μια σκηνοθετική οπτική που σαφώς προκαλεί
ακριβώς γιατί δεν επιθυμεί να επαναλάβει το χιλιοειπωμένο. Στην πραγματικότητα,
για να είμαστε δίκαιοι και ειλικρινείς, μέσα σε μια κριτική ανάλυση δεν
γράφουμε παρά μόνο τις εντυπώσεις μας και κυρίως τις υποθέσεις μας: πώς είναι
δυνατόν εξάλλου να κατέχουμε ακριβώς τη σκέψη της σκηνοθέτιδος; Δεν κατοικούμε
μέσα στο μυαλό της, δεν καθόμασταν δίπλα της όταν ξαναέγραφε το κείμενο, δεν
ήμασταν παρόντες στις δοκιμές, δεν την έχουμε «ανακρίνει» μέσω συνέντευξης, δεν
ξέρουμε τι έχει κουβεντιάσει με τους συνεργάτες της. Μένουμε λοιπόν μόνο στις εικασίες
μας.

Η Πρωτόπαππα δείχνει να παντρεύει το σήμερα με το χθες. Την ύπαιθρο
με την πόλη. Έτσι, μας συστήνει την Κατερίνα σαράντα ετών που ασχολείται με τον
χορό από τα πέντε της χρόνια, γεγονός που την έφερε επαγγελματικά στο θέατρο
και δουλεύει σκληρά για να επιβιώσει όπως έκαναν οι γονείς της. Εκεί, στο
σημείο αυτό, του «εργάζομαι για να ζήσω εγώ και η οικογένειά μου» μας εισάγει
και στο νόημα του ίδιου του έργου. Η σκηνή με την επίσκεψη των «τεθλιμμένων», όπως
ακούμε, αποδίδεται ελαφρώς βιαστικά κάτι όμως που κατανοώ διότι δεν ήταν εφικτό
λόγω της σκηνικής οικονομίας (δεν είμαστε φερ’ ειπείν στο Θέατρο της Δευτέρας).
Η Πόνθια αποδόθηκε κυνικά (ας παρατηρήσουμε πώς μιλάει στην Αντέλα για την
Ανγκούστιας: περίμενε να παντρευτεί η αδερφή σου τον Πέπε και με τη στενή
λεκάνη που έχει θα πεθάνει στην πρώτη γέννα και θα τον χαρείς αμέσως μετά εσύ!),
όπως πρέπει με βάση το αρχικό κείμενο, θα την περίμενα όμως ακόμα πιο τραχιά
σύμφωνα με τη σκληρότητα που την διέπει λόγω της ζωής που έχει διαγάγει. Ας μην
ξεχνάμε ότι η Μπερνάρντα την μάζεψε, όπως ακούμε, δουλεύει και πληρώνεται, όπως
λέγεται με έμφαση και στα δύο έργα (και του Λόρκα και της Πρωτόπαππα).

Μέσα στη συγκεκριμένη παράσταση συναντάμε υπερβολές και
προσθήκες που άλλες δύνανται να ερμηνευθούν (πάντα μέσω της υπόθεσης που είναι κύρια
οδός της κάθε επιστήμης) και άλλες ίσως όχι. Λίγες από αυτές είναι ευφυείς έως
αριστουργηματικές. Για παράδειγμα, φέρνω στο μυαλό μου την πράσινη βεντάλια που
σχεδόν φωσφόριζε για να αντιπαρατεθεί με τις μαύρες (μια χήρα δεν κρατάει βεντάλια
με τέτοιο χρώμα αλλά μόνο μαύρη, το ίδιο σαφώς και μια κοπέλα που έχει μόλις
χάσει τον πατέρα της) και αναρωτιέμαι αν χρειαζόταν τόση αντίθεση, τόσο πια
έντονο χρώμα – αναφέρομαι στο εξόφθαλμο πράσινο. Είναι όμως μια άποψη, μια
αισθητική που σέβομαι. Επιπλέον, το τηλέφωνο που χτυπάει για να επικοινωνήσει ο
νομικός το περιεχόμενο της διαθήκης. Μια μαύρη συσκευή δεκαετίας ’60, κάτι
ανάμεσα λοιπόν στο ’30 και στο σήμερα. Τηλέφωνα βέβαια υπήρχαν το 1936 οπότε
και γράφτηκε το έργο, όχι όμως βεβαίως στις επαρχίες του νότου. Ακόμη, βλέπουμε
την Αντέλα να παίζει με τις κότες και να φτάνει στο σημείο να κακαρίζει και η
ίδια: είναι μια συμπεριφορά που μας ξενίζει και την απορρίπτουμε διότι
αποκλίνει; Προσωπικά όχι, διότι μια κοπέλα νέα και όμορφη που το πιο διασκεδαστικό
που δύναται να κάνει κλεισμένη μέσα σε ένα σπίτι είναι να παίξει με τα πουλερικά,
στο τέλος θα καταντήσει να μιμείται τις κραυγές τους…

Το μεγάλο σαφώς ανατρεπτικό στοιχείο της παράστασης ήταν η
ανάθεση των ρόλων της Μπερνάρντα Άλμπα και της Ανγκούστιας (που την ακούμε να
αποκαλείται και Αγωνία) σε άνδρες ηθοποιούς. Προσωπικά, δεν με ενόχλησε αλλά
ούτε και μου έβγαλε το στοιχείο του
queer επειδή ακούμε χυδαιολογίες που ακούνε οι ομοφυλόφιλοι άντρες
διαχρονικά. Κάθε άλλο: η Μπερνάρντα δεν διαφέρει σε τίποτα από έναν άντρα, η Ανγκούστιας
είναι τόσο άσχημη και άνυδρη όσο ένα αρσενικό που μάταια παλεύει, δεδομένου και
του αρραβώνα της με τον νεαρό Πέπε Ρομάνο, να μοιάσει μέσω του μακιγιάζ με θηλυκό.
Ούτως ή άλλως όμως, η θηλυκότητα στο σύμπαν του Λόρκα είναι κατακριτέα και
απαγορεύεται διά ροπάλου. Γι’ αυτό και δεν απορρίπτω το γεγονός ότι οι αδερφές
φορούσαν μαύρα παντελόνια: μόνο κοπέλες δεν ήταν εξαιτίας της καταπίεσης της αυταρχικής
και ψυχαναγκαστικής τους μάνας. Ωστόσο, το μαύρο χρώμα δεν μονοπώλησε την
αισθητική της Μ.Π.: οι ηθοποιοί βγαίνουν στη σκηνή και με λευκό χρώμα, με
λευκές φούστες στη συνέχεια της παράστασης. Είναι ίσως η ελπίδα ή αγνότητα και
η αθωότητα; Διότι όλες τους είναι αγνές και αθώες. Είναι καθαρές και οι πέντε.
Ανεξάρτητα από το πώς αντιδρούν στη μητριαρχία της Μπερνάρντα, πώς διαχειρίζονται
τη μοίρα τους, το αδιέξοδό τους. Το γυμνό στήθος της Σπετσιώτη επίσης μου άρεσε
ακριβώς επειδή η θηλυκότητα που είναι κάτι τόσο όμορφο και φυσιολογικό γίνεται
συνώνυμο με τη χυδαιότητα, κι όμως, ακόμη και σήμερα.

Η σκηνή που μου άρεσε πάρα πολύ, σχεδόν με ανατρίχιασε,
μπράβο στην Πρωτόπαππα για την απόδοση, ήταν εκείνη της κοπέλας που σύσσωμο το
χωριό της επιτέθηκε επειδή γέννησε παιδί άγαμη, αναγκάστηκε να το θάψει για να
το κρύψει και το αποκάλυψαν σκυλιά. Η πλαστική κοιλιά εγκυμοσύνης που μας έδειχνε
η Χειλά και κυρίως το πέρασμα με το σκισμένο και ματωμένο της Σπετσιώτη άσπρο,
δαντελένιο φουστάνι διαγώνια της σκηνής κατέδειξαν περίτρανα τα βάσανα μιας
γυναίκας που φταίει επειδή έκανε έρωτα, πρέπει να ντρέπεται που έχασε την
περιβόητη «τιμή» της, είναι ον σαφώς κατώτερο του άντρα, ο τελευταίος δεν έχει
καμιά ευθύνη ποτέ για εκείνη και τις κοινές τους πράξεις και οι κυρώσεις της εις
βάρος της «αξίζει» να φτάσουν έως τον παραδειγματικό της θάνατο! Επιμένω σε
αυτό διότι πρόκειται για ένα σημαντικό κομμάτι του έργου που περνάει μπροστά
από τα μάτια των θεατών μόνο μέσω της αφήγησης και των κραυγών του κόσμου, της Μπερνάρντα
που επιδοκιμάζει φανατικά το λιντσάρισμα της κοπέλας και της Αντέλα που φωνάζει
φοβισμένη «όχι»… Μια γυναίκα ευθύνεται για όλα, οφείλει να αισχύνεται, πρέπει να
υπομένει σκληρές συνέπειες ενώ ένας άντρας όχι. Ας ταιριάξουμε εδώ την ιστορία
που αφηγούνται δύο από τις αδελφές με τον άντρα που ενέπλεξε αιμομεικτικά μια
ολόκληρη οικογένεια χωρίς φυσικά ο ίδιος να πάθει το παραμικρό.

Ο τρόπος που η οικογένεια σύσσωμη στο τραπέζι μασούσε το
φαγητό της σαν μηχανή, άψυχα και εδώ πάλι ψυχαναγκαστικά δεν με βρίσκει
αντίθετη διότι ακόμα και η ώρα του φαγητού σ’ αυτή την οικογένεια είναι υποχρέωση
και όχι χαρά και απόλαυση. Το αντρικό σακάκι στα χέρια της Αντέλα που συμβόλιζε
τον Πέπε επίσης το θεωρώ ευφυές εύρημα. Η γυναίκα με τη μειωμένη όραση που
έκανε βίζιτα στο σπιτικό της Άλμπα είχε επίσης μια δόση υπερβολής που έφτανε μέχρι
του γέλωτα από μέρος των θεατών καθώς προσέκρουε στους χώρους της οικίας. Υποθέτω
ότι μέσα από αυτή την επιλογή, η Πρωτόπαππα θέλει και πάλι να δείξει τη θέση της
γυναίκας που σαν να μην έφτανε η κατακραυγή για την κόρη της και το πείσμα του
άντρα της στο να μην την συγχωρεί, έχει χάσει πια και το φως της που
συνεπάγεται την αραίωση των επισκέψεών της στην εκκλησία (την χλευάζουν τα
παιδιά, όπως ακούμε) το μόνο μέρος, καλώς ή κακώς, που μπορεί να βρει ελάχιστη
παρηγοριά.

Τέλος, έξυπνο και πρωτότυπο βρήκα σαν ιδέα το γεγονός ότι η
μια αδερφή ύφαινε ένα μακρύ σάβανο κάτω από το οποίο αποκαλύφθηκε η έρημη
Αντέλα. Έτσι, η Πρωτόπαππα προοικονόμησε τον αδόκητο θάνατό της. Μα έτσι κι αλλιώς,
σαν νεκρές δεν είναι και οι πέντε τους;

Μια μητριαρχία που δεν διαφέρει σε τίποτα από την πατριαρχία,
γυναίκες που έχουν υποφέρει και έχουν γίνει πιο αηδιαστικές και πιο αυταρχικές
και από τους άντρες, βωμολοχίες κατά διαστήματα στο κείμενο που στο πρώτο
άκουσμα ενοχλούν και σοκάρουν αλλά κατόπιν δεύτερων σκέψεων σε κάνουν να
σκεφθείς ότι ο κόσμος μας και η κοινωνία μας παραμένουν χυδαίοι και απάνθρωποι.
Έτσι, ο έρωτας και η σωματική επαφή είναι «γαμιέμαι», το σώμα του άντρα είναι «πούτσος»,
η ερωτική επιθυμία είναι «είμαι καβλωμένος». Έτσι, επιφανειακά, ενοχικά και
κολάσιμα.

Ένα τελευταίο στοιχείο
που θέλω να σχολιάσω είναι ο παραλληλισμός του ενός επιβήτορα και των πέντε
φοραδών με τον Πέπε – πέτρα του σκανδάλου και τις αδερφές: τα θηλυκά άλογα περιμένουν
από αυτόν να τις σπείρει και έτσι να αβγατίσει η Μπερνάρντα τα ζωντανά της. Αυτός
θα αφεθεί ελεύθερος και αυτές θα μαντρωθούν, σύμφωνα με το πρόσταγμα της αφέντισσας.

Οι σκηνές δεν είναι τόσο συνδεδεμένες μεταξύ τους, υπάρχει ένας
αφαιρετισμός ενώ η ποιητικότητα που ξέραμε στο έργο εκλείπει. Η αυτοκτονία της Αντέλα
περιορίστηκε σε λίγες απλές κινήσεις, εμένα δεν με άγγιξε, ούτε η συνθήκη του
εγκλεισμού προβλήθηκε όπως ίσχυε με βάση τον πυρήνα του δραματικού κειμένου.
Ωστόσο, δεν υποτιμήθηκε καθόλου η διάσταση της συμπόνοιας για τους φτωχούς ανθρώπους,
ένας θεματικός άξονας που δεν είναι υποδεέστερος στο έργο του Λόρκα, αντίθετα
βαδίζει χέρι – χέρι με τον αυταρχισμό και τη μισανθρωπία και τη χαμηλή θέση της
γυναίκας στην κοινωνία.

Στην πλειοψηφία τους οι ηθοποιοί ήταν σωστοί ερμηνευτικά,
φάνηκε ότι ακολούθησαν τις σκηνοθετικές οδηγίες της Πρωτόπαππα που φέρει την
ευθύνη για το αποτέλεσμα, ένα αποτέλεσμα στο οποίο καταλήγει απορρίπτοντας την
ασφαλή οδό του κλασικού ανεβάσματος και τολμώντας να πορευθεί διαφορετικά,
ενίοτε πρωτότυπα και ριζοσπαστικά, μένοντας όμως και στο κείμενο σε έναν μεγάλο
βαθμό.

Η Χριστίνα Χειλά Φαμέλη είναι μια σπουδαία ηθοποιός που
μπορείς να την σμιλέψεις όπως θες. Έχει συγκλονιστικές εκφράσεις προσώπου,
είναι χαρακτηριστική και μοναδική, είναι η χαρά του σκηνοθέτη. Το ίδιο ισχύει
και με την Ελένη Σπετσιώτη.

Εν κατακλείδι, πρόκειται για μια παράσταση αντισυμβατική, με
έκδηλη την προσωπική άποψη της σκηνοθέτιδος, συντετμημένη σε 75’, πρωτοποριακή,
όχι εύκολα κατανοητή σε όλα της τα επίπεδα, ιδανική για όσους ασχολούνται με
την επιβίωση του δράματος του Λόρκα.

 

ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ

Μετάφραση, Απόδοση κειμένου: Μαρία Πρωτόπαππα, Ελένη
Σπετσιώτη

Σκηνοθεσία: Μαρία Πρωτόπαππα

Σκηνικά-Κοστούμια: Εύα Νάθενα

Μουσική: Φώτης Σιώτας

Κίνηση: Μαργαρίτα Τρίκκα

Φωτισμοί: Βαλεντίνα Ταμιωλάκη

Βοηθός σκηνοθέτιδας: Ηλέκτρα Μπαρούτα

Προωθητικές Φωτογραφίες παράστασης: Ρούλα Ρέβη

Βοηθός Φωτογράφου: Ολίνα Κάτσαρη

Περούκες: Χρόνης Τζήμος

Κομμώσεις: Θοδωρής Μπουρνέλης

 

Μακιγιάζ: Ειρήνη Γάτου

Γραφίστας: Γιάννης Σταματόπουλος

Φωτογραφίες παράστασης: Μαριλένα Αναστασιάδου

Trailer Παράστασης: Μιχαήλ Μαυρομούστακος

Επικοινωνία παράστασης: Ανζελίκα Καψαμπέλη

Διεύθυνση Παραγωγής: Αναστασία Καβαλλάρη

Εκτέλεση Παραγωγής: Kart Productions- Μαρία Ξανθοπουλίδου

 

 

ΠΑΙΖΟΥΝ (αλφαβητικά)

Ευγενία Αποστόλου, Άννα Καλαϊτζίδου, Δημήτρης Μαργαρίτης,
Ελένη Σπετσιώτη, Χρήστος Στέργιογλου, Κατερίνα Φωτιάδη, Χριστίνα Χειλά-Φαμέλη.

Σε ηχογράφηση συμμετέχει η Έρση Μαλικένζου.

Σχόλια

Δεν υπάρχουν ακόμη σχόλια. Γιατί δεν ξεκινάτε τη συζήτηση;

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *