ΑΝΑΤΟΛΙΚΑ ΤΗΣ ΕΔΕΜ

«-Τι της έκανε κι έφυγε;

-Την αγάπησε με όλη του την καρδιά…
Ήταν μυστήριο πλάσμα…
»

 

Θέατρο «ΑΓΓΕΛΩΝ ΒΗΜΑ»

Σατωβριάνδου 36 – Ομόνοια

 

JOHN STEINBECK (Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας 1962)

Θεατρική
διασκευή: Frank Galati

 

Δραματοποιημένη
λογοτεχνία 

Επιλογή
Δραματολογίου – Μετάφραση: Μαργαρίτα Δαλαμάγκα-Καλογήρου

Σκηνοθεσία:
Ανδρονίκη Αβδελιώτη

 

Κυριακή, 10 Μαρτίου 2024

 6.30 μμ


Αναλύει η
Μαρίνα Αποστόλου

 

Η κακία
και η διαστροφή θα επικρατήσουν έναντι του καλού και του αγαθού, όμως κι αυτές
δεν θα έχουν καλύτερη κατάληξη. Το καλό θα καταπνιγεί αλλά και η δολιότητα θα οδηγηθεί
μοιραία στην τρέλα και την αυτοκαταστροφή.

 

  Ρεαλισμός με θρησκευτικό
άρωμα από την Παλαιά Διαθήκη αλλά και πολυάριθμα στοιχεία παραμυθιού που
αντλούνται από την Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων με δόση θρίλερ και
αγωνίας είναι τα βασικά υλικά του βραβευμένου με Νόμπελ Αμερικανού συγγραφέα
στο παρόν έργο.

 Η αιώνια αντιπαλότητα
του καλού με το κακό, του ιδεαλισμού με την εξυπηρέτηση του συμφέροντος με κάθε
τίμημα και η ανεξήγητη «γοητεία» και έλξη που ασκεί η ασχήμια, παραδόξως, εις
βάρος της καλοσύνης και της άδολης αγάπης αποτελούν τις κεντρικές ιδέες του
έργου Ανατολικά της Εδέμ που παίζεται εκ νέου με αλλαγή στη σύνθεση
κάποιων ηθοποιών του θιάσου στο θέατρο «Αγγέλων Βήμα» κάθε Κυριακή απόγευμα και
μέχρι τέλους Απριλίου 2024, λαμβάνοντας ως παράσταση την έκτη της παράταση.

  Τη σκηνοθεσία
υπογράφει η Ανδρονίκη Αβδελιώτη, η οποία και πρωταγωνιστεί υποδυόμενη τον
χαρακτήρα της παρανοϊκής Κάθυ, αντεπεξερχόμενη επιτυχώς σε έναν υψηλό βαθμό
δυσκολίας καθότι δεν πρόκειται εξ αρχής για δραματικό κείμενο αλλά για μια
σύλληψη που προορίστηκε για τον κινηματογράφο.

  Βρισκόμαστε ακριβώς
στην ανατολή του 20ου αιώνα στην Αμερική, πιθανώς κάπου μεσοδυτικά
όπου η οικονομία είναι κατά κύριο λόγο βασισμένη στην αγροτική παραγωγή. Ο
καλόψυχος αγρότης και οικονομικά ανεξάρτητος Αδάμ Τρασκ βρίσκει μια μέρα στην
πόρτα του πληγωμένη μια νέα ξανθή, γυναίκα αγνώστων στοιχείων και μαζί
αμφιβόλου προέλευσης. Τι της έχει συμβεί; Ποιος την έχει κακοποιήσει;

  Μολονότι ο αδελφός
του Αδάμ Τσάρλι αναγνωρίζει στη γυναίκα χαρακτηριστικά που προδίδουν την
ταυτότητά της και την κατατάσσουν στο επάγγελμα της πόρνης που σαφώς είναι κάτι
το απορριπτέο κοινωνικά και ηθικά ακόμα και σήμερα πόσο μάλλον τόσα χρόνια πριν
[Ακούμε το συνταίριασμα των Κάθυ και Τσάρλι ως δαίμονας η μία και ως κακός ο άλλος
και λαμβάνοντας το στίγμα των ομώνυμων που τελικά απωθούνται], εκείνος, ο Αδάμ,
την υποδέχεται με ανθρωπιά και τρυφερότητα, την περιθάλπει στο σπίτι του και στη
συνέχεια την νυμφεύεται στο δημαρχείο. Μάλιστα, σέβεται την επιθυμία της περί μη
σεξουαλικής τους επαφής όσο εκείνη δεν είναι έτοιμη για κάτι τέτοιο ψυχοσωματικά. Η
Κάθυ είναι το πρόσωπο που του δίνει θάρρος αλλά και όρεξη για τη ζωή και κυρίως
για τη δουλειά του καθώς θέλει το περιβόλι του να ανθίσει και να λάμψει σε
συνδυασμό με την ομορφιά και τη χάρη της γυναίκας του. Η Κάθυ, όσο μένει
κλινήρης προσλαμβάνει ένα ηρεμιστικό σιρόπι, κάποια στιγμή ο σύζυγός της το
πίνει εκ παραδρομής και στο σημείο αυτό της δράσης γεννάται το μικρόβιο της αμφιβολίας.

  Η κοπέλα μένει έγκυος,
γεγονός που χαροποιεί σαφώς τον Αδάμ, και παραμένει σιωπηλή και μελαγχολική έως
αινιγματική μέχρι και τη γέννα της. «Η σιωπή λέει πολλά», θα σχολιάσει
χαρακτηριστικά ο ηλικιωμένος Σαμουήλ Χάμιλτον που συνεργάζεται με τον άντρα της
αλλά και θα είναι περιέργως ο άνθρωπος (δηλαδή ένας άντρας και όχι η μαμή του
χωριού ίσως) που θα την ξεγεννήσει όταν σπάσουν τα νερά… Η Κάθυ φέρνει στον
κόσμο δύο δίδυμα αγόρια που δεν μοιάζουν όπως φαίνεται ενώ η πρώτη της αντίδραση
είναι να δαγκώσει τον γέροντα. «Το δηλητήριο των ανθρώπων που δαγκώνουν είναι
χειρότερο και από του φιδιού», της απαντάει ο Σαμουήλ και εκεί ακριβώς
αποκαλύπτεται η αληθινή, νοσηρή και διεστραμμένη προσωπικότητα της γυναίκας.

  Ευθύς αμέσως, ανακοινώνει
στον Αδάμ κυνικά και χωρίς
ίχνος συναισθηματισμού, αν και μόλις μητέρα, ότι τους εγκαταλείπει. Στην
προσπάθειά της να ξεφύγει, ακούγεται ένας πυροβολισμός, τα φώτα σβήνουν και η
γυναίκα εξαφανίζεται. Πρόσκαιρα, ο θεατής θαρρεί ότι ο Αδάμ έχει σκοτώσει τη
γυναίκα και απορεί γιατί δεν έχει τιμωρηθεί, γιατί ας πούμε δεν τον βλέπει να
έχει φυλακιστεί. Εξουθενωμένος ψυχικά, ο Αδάμ δεν έχει κουράγιο ούτε όνομα να
δώσει στα παιδιά του, τα οποία προσφωνεί ως «αυτά». Ο Σαμουήλ παρεμβαίνει καθώς
κάτι τέτοιο είναι ντροπή και κατόπιν συζήτησης τα αγόρια παίρνουν τα ονόματα Κάλεμπ
και Ααρών. Τα χρόνια κυλούν, μάλλον αρμονικά παρά το σκοτεινό παρελθόν και τα
αγόρια φτάνουν στην εφηβεία πιστεύοντας ότι η μητέρα τους έχει πεθάνει και
είναι θαμμένη στον τόπο καταγωγής της. Εντούτοις, πάντα οι καλοθελητές συζητούν
και εξαπολύουν υπονοούμενα περί ύπαρξης και δράσης της Κάθυ κάπου στην πόλη… Η
άγνοια και η πίστη σε κάτι ψευδές όπως και η εκστόμιση της αλήθειας από τον
περίγυρο παραπέμπουν εν μέρει στην αρχαία ελληνική τραγωδία.

  Τα δραματικά γεγονότα
είναι ευάριθμα και συναρπαστικά καθώς οι ανατροπές δεν αφήνουν το κοινό να
εφησυχάσει παρακολουθώντας απλά μια γραμμική πορεία στη διαδοχή αυτών. Η
ψυχοσύνθεση της Κάθυ εκπλήσσει και σοκάρει προκαλώντας σε μια εις βάθος ανάλυση
της ανώμαλης συμπεριφοράς της. Μέσα της κρύβεται ένας οχετός, η ψυχή της είναι
βαμμένη με πίσσα, η σκληρότητα και το μίσος που την κρατούν ιδιότυπα ζωντανή
και ενεργή την καθιστούν αντιπαθητική, το λιγότερο. Το κοινό αποστρέφεται την
ανηθικότητά της, το λερό της φέρσιμο, αγαπώντας και συμπονώντας μέσα από το
κοντράστ αυτό όλο και περισσότερο τον φτωχό Αδάμ.

  Αν και τα παιδιά
ενδέχεται να είναι αποτέλεσμα του βιασμού που είχε υποστεί η Κάθυ από τον
Έντουαρντ ή ίσως να είναι καρποί της εφήμερης σχέσης της με τον Τσάρλι, δείχνουν
να αντιστοιχούν το καθένα και σε έναν «επίσημο» γονιό: ο Αααρών κλίνει στην καλοψυχία
και στα ιδανικά του Αδάμ ενώ ο Κάλεμπ μοιάζει πιο πολύ στην Κάθυ και την αγριότητά
της. Ο Ααρών μοιράζεται την επιτυχία του σκοτωμένου λαγού με τον αδελφό του, επιθυμεί
να σπουδάσει, δίνει εξετάσεις στο κολλέγιο και επιτυγχάνει γεμίζοντας με
υπερηφάνεια τον Αδάμ, αγαπάει πραγματικά την Άμπρα, την κόρη της οικογενειακής τους
φίλης κυρίας Μπέικον, την ζητά ρομαντικά σε γάμο από την πρώτη στιγμή που την
γνωρίζει ενώ θρυμματίζεται ψυχολογικά μόλις ο αδελφός του τον πηγαίνει στον
οίκο ανοχής όπου εργάζεται η μάνα τους για να διαπιστώσει το ποιόν της. Τότε
πληγώνεται πολύ και ως εκ τούτου, επιλέγει να στρατευθεί στον πόλεμο (είμαστε
πλέον στον Α’ Π.Π. στα 1918) οπότε και χάνει τη ζωή του σε κάποια μάχη.
Αντίθετα, ο έτερος αδελφός δεν ενδιαφέρεται για σπουδές, ορέγεται τα χρήματα τα
οποία και κερδίζει περίπου αθέμιτα εκμεταλλευόμενος την ιδιαίτερη συνθήκη του
πολέμου. Ντρέπεται για την αποτυχημένη επιχειρηματική ιδέα του πατέρα του με τα
λαχανικά στον πάγο και κερδίζει την καρδιά της Άμπρα έστω και αν δεν είναι
καλόψυχος, όπως ο αδερφός του… Θα ζητήσει συγχώρεση την τελευταία στιγμή από
τον ετοιμοθάνατο Αδάμ, όταν θα είναι προφανώς πια πολύ αργά. Είναι το πρόσωπο
που δεν χαίρεται με την όμορφη θέα μιας μυρμηγκοφωλιάς αλλά την χαλάει με την
μπότα του για να απολαύσει την αντίδραση των μικρών αυτών ζώων.

  Το ζήτημα της συγχώρεσης
είναι ένα από τα πολλά που θέτει προς προβληματισμό ο Αμερικανός λογοτέχνης. Ο
Αδάμ, φερ’ ειπείν, συντάσσει επιστολή προς τον Τσάρλι και τον συγχωρεί γιατί
ακριβώς είναι αδελφός του.

 Ξεχωριστό ενδιαφέρον
παρουσιάζει και το δραματικό πρόσωπο του Λι που βοηθάει την οικογένεια του
Αδάμ. Συνεπής και συνετός, κουβαλάει μια χειρότερη οικογενειακή ιστορία στην
πλάτη του κυρίως ως προς την τραγική κατάληξη της μητέρας του, στηρίζει την
οικογένεια όμως κάποτε εκδηλώνει την επιθυμία να φύγει για να κάνει και αυτός το
όνειρό του πραγματικότητα: μόνο έτσι θα φθάσει στην ευτυχία, όπως λέει. Πιστεύει
ότι κάποιον που αδυνατείς να αγγίξεις, καλό είναι να τον αφήσεις στην ησυχία
του όμως δεν θα απουσιάσει για πολύ και έτσι θα επιστρέψει στους Τασκ. Η αγάπη
και το δέσιμο με τα πρόσωπα εν τέλει υπερτερούν και υπερνικούν τους όποιους
στόχους και φιλοδοξίες.

 Όπως όμως προείπα, το
μεγαλύτερο ενδιαφέρον ψυχαναλυτικά ανήκει στον χαρακτήρα της Κάθυ. Νομίζει
κανείς ότι ο Στάινμπεκ φθονεί το γυναικείο φύλο. Εντούτοις, μια τέτοια άποψη
δεν είναι βάσιμη καθώς μέσα στο εν λόγω έργο παρατηρούμε τη δράση των
δευτεραγωνιστριών που ουδεμία σχέση έχει με εκείνη της Κάθυ, όπως για
παράδειγμα της ιδιοκτήτριας του οίκου ανοχής που δηλητηρίασε η Κάθυ και η οποία
πρόσφερε μεγάλο μέρος των εισόδων της σε φιλανθρωπίες. Η Κάθυ φέρει βαριά τραύματα
από τους γονείς της: κάποια στιγμή κάνει λόγο για καταπιεσμένη σεξουαλικότητα
και για σωματική βία από τον πατέρα της. Έχει ταυτιστεί με την Αλίκη από τη
Χώρα των Θαυμάτων και λίγο πριν φύγει από τη ζωή ευνοεί μέσω της διαθήκης της τον
γιο που εκείνη νομίζει ότι της μοιάζει.

  Γιατί κερδίζει την
εμπιστοσύνη των άλλων; Της κοινωνίας που ξέρει τον οίκο ανοχής, του Αδάμ, της μαντάμ
του πορνείου, του Τσάρλι; Οι δύο τελευταίοι της κληροδοτούν την περιουσία τους.
Γιατί εκείνη αρρωσταίνει με το καλό; Με τη δοτικότητα; Με τη φροντίδα; Γιατί η
όλη της χαρά και ικανοποίηση είναι να καλύπτει και με το παραπάνω τις ακραίες
σεξουαλικές ορέξεις των πελατών της που πολλές φορές είναι άτομα υπεράνω πάσης
υποψίας ενώ δεν θα διαστάσει να τους ξεμπροστιάσει μέσω του φωτογραφικού υλικού που κρατά στα χέρια της, αν κάτι άσχημο της συμβεί; Αναρωτιέται κανείς αν η κακότητά της εδράζεται αποκλειστικά στις πληγές
της παιδικής της ηλικίας που την εξώθησαν στην εκδίκηση όχι μόνο των γονιών της
αλλά και ανθρώπων που δεν την είχαν βλάψει, αντίθετα την περιέσωσαν, όπως συνέβη
με τον Αδάμ.

  Πρόκειται για μια όμορφη
παράσταση με σκηνοθεσία που προσωπικά μου άρεσε πολύ καθώς εκτιμώ τις σύντομες
και πυκνές, όπου αυτό είναι εφικτό, σκηνές με συσκότιση μέχρι τη μετάβαση στην επόμενη
σκηνή. Πολλά σημεία έχουν αποδοθεί ευφυώς σκηνοθετικά, ενδεικτικά θα αναφέρω
την κακοποίηση της Κάθυ πριν συναντήσει ακόμα τον Αδάμ αλλά και την αφήγηση της
εξόντωσης της αλκοολικής ιδιοκτήτριας του πορνείου παλιότερα. Το ίδιο έχω την
ανάγκη να πω και για τις μάσκες ζώων που φορούν όλοι οι ηθοποιοί λίγο πριν τη
λύση. Τα εμβόλιμα κατά διαστήματα ηχογραφημένα αποσπάσματα από την Αλίκη στη
Χώρα των Θαυμάτων
ανάλογα με την εξέλιξη των γεγονότων επέτειναν την αίσθηση
του θρίλερ, για την οποία μίλησα αρχικά. Άριστα δέκα βάζω στα κοστούμια – δεν είναι
τυχαίο που συνεργάστηκαν τρεις καλλιτέχνες για την επιλογή τους. Πραγματικά με
ταξίδεψαν στην εποχή του 1900 και λίγο μετά στις Η.Π.Α. .

  Οι ερμηνείες
αναμφίβολα ήταν στο σύνολό τους πολύ καλές. Έχουμε να κάνουμε με έναν δεμένο
θίασο που καλείται να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις ενός πολυπρόσωπου έργου όχι
μικρής διάρκειας. Προσωπικά, δεν το γνώριζα εκ των προτέρων, δεν το είχα δει
στο σινεμά ούτε το είχα διαβάσει ως κείμενο. Βρήκα την υπόθεση υπέροχη και την
απόδοσή της πολύ παραστατική.

 Τελικά, και ο παράδεισος και η κόλαση είναι εδώ μαζί: συνυπάρχουν,
συγκατοικούν και συναγωνίζονται στον ίδιο και αυτό κόσμο όπου ζούμε όλοι μας.



 

Συντελεστές:

 Επιλογή Δραματολογίου – Μετάφραση:
Μαργαρίτα Δαλαμάγκα-Καλογήρου

 Σκηνοθεσία – Δραματουργική
επεξεργασία: Ανδρονίκη Αβδελιώτη

 Μουσική σύνθεση και επιμέλεια:
Αργυρώ Καπαρού

 

Σχεδιασμός φωτισμού: Βασίλης Κλωτσοτήρας

Σκηνικά – Κοστούμια: Ανδρονίκη Αβδελιώτη, Νικόλαος Μαρμαροτούρης,
Σταμάτης Μπαντούνας

Βοηθός σκηνοθέτη: Μάιρα Ξύδη

Ιδέα- σκηνοθεσία teaser: Γιώργος Ζώης

Φωτογραφίες: Λάμπρος Ρουμελιωτάκης

Ηχοληψία και programming: Νίκος Πιτλόγλου – StudioArion

Επικοινωνία: Μαρίκα Αρβανιτοπούλου | Art Ensemble

 

Παίζουν με αλφαβητική σειρά οι ηθοποιοί:

Ανδρονίκη Αβδελιώτη, Ανδρέας Ζάκας, Γιώργος Ζώης,  Νεκτάριος Μάστορης, Λένα Μπαμπασάκη,
Κωνσταντίνος Ρόδης, Αλεξάνδρα Στεργίου, Απόστολος Τζίκας

Σχόλια

Δεν υπάρχουν ακόμη σχόλια. Γιατί δεν ξεκινάτε τη συζήτηση;

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *