Το Κύκνειο Άσμα

Το Κύκνειο Άσμα


ΤΟ ΚΥΚΝΕΙΟ ΑΣΜΑ

ΑΝΤΟΝ ΤΣΕΧΩΦ

Μετάφραση: Αλέξανδρος Γκρομπένγκο

Διασκευή: Μάνος Καβίδας

Θέατρο «ΑΛΚΜΗΝΗ»

Αλκμήνης
8-12

Πετράλωνα

 

 

Σκηνοθεσία:
Μανώλης Βαζαίος & Μάνος Καβίδας

Ερμηνεία: Νίκος
Μαυρουδής, Ηλίας Κούτλας

 

Σάββατο 1
Ιουνίου 2024

9 μ.μ.

 

Αναλύει η
Μαρίνα Αποστόλου

 

 «Το μυστικό είναι να φεύγεις την κατάλληλη
στιγμή»

 

Διαβάζοντας τις σημειώσεις μου την
επομένη της θέασης της παράστασης, ειλικρινά δεν ήξερα ποια ατάκα του έργου να
διαλέξω ως προμετωπίδα του κριτικού αυτού σημειώματος. Είναι τόσες πολλές αυτές
που επεσήμανα με τον μαρκαδόρο μου, όλες τους υψηλής νοηματικής συμπύκνωσης, ένας
αληθινός καθρέπτης της υπαρξιακής αγωνίας, όχι μόνο του ηθοποιού με όλες τις ιδιαιτερότητες
που φέρει λόγω της ιδιότητάς του, αλλά και του κάθε ανθρώπου που κάποια στιγμή
όταν μεγαλώσει ηλικιακά έρχεται η στιγμή να κάνει την αυτοκριτική και τον
απολογισμό του.

Ένας εξηνταοχτάχρονος ηθοποιός (ο Σβετλόφ)
με σαρανταπέντε χρόνια θεατρικής καριέρας στο ενεργητικό του συναντιέται μια
κρύα, βροχερή βραδιά με τον υποβολέα του επί σκηνής (τον Ιβάνιτς), όταν όλοι οι
θεατές έχουν αποχωρήσει και τα φώτα έχουν σβήσει. Αφορμή της αντάμωσης αυτής,
εκτός παράστασης, είναι η κόπωση του ώριμου ηθοποιού που έχει ως συνέπεια τον
ύπνο του στο καμαρίνι αλλά και η πενία του νεαρού (με βάση τη διασκευή)
υποβολέα που τον οδηγεί να διαμένει τα βράδια στον χώρο του θεάτρου. Η μοναξιά,
που όπως φαίνεται δεν είναι «ίδιον» μόνο της ωριμότητας του ανθρώπου, θα τους φέρει
κοντά και θα τους εμπλέξει σε μια μοναδική, έντονη διάδραση, γεμάτη θεατρικές
αναφορές με άρωμα ελισαβετιανού θεάτρου, Γκαίτε και Καλιγούλα (αν κατάλαβα καλά
από το άκουσμα του ονόματος «Γάιος» στους ρόλους που παίζουν μεταξύ τους τα δύο
δραματικά πρόσωπα). Το Κύκνειο Άσμα του Ρώσου δραματουργού αποτελεί ένα
άκρως χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού που ονομάζουμε «θέατρο εν θεάτρω» και
μεταθέατρο καθώς όλη η δράση και η πλοκή στρέφονται από τη ζωή του υποκριτή στο
θέατρο, πάνω στο σανίδι, ξαναζωντανεύουν παλιές θεατρικές δόξες, μιλούν για τη
σχέση του με κοινό, αναδεικνύουν τη λατρεία του για τους υποδυόμενους ρόλους
αλλά και φωτίζουν το απέραντο κενό που δημιουργεί η ανύπαρκτη προσωπική ζωή που
θυσιάστηκε στον βωμό της καλλιτεχνικής σταδιοδρομίας.

Η σχέση του ατόμου με τον χρόνο που
περνά ανελέητα μικραίνοντας τη διάρκεια της ζωής αλλά και αφήνοντας ορατά σημάδια
πάνω στο σώμα και ιδίως πάνω στο πρόσωπο είναι ένας βασικός άξονας του
κειμένου. Ισχυρό αντιστάθμισμα η «φλόγα» που καίει στην ψυχή, μια φλόγα που
πυροδοτεί τη δημιουργικότητα, φουντώνει τη δίψα για ζωή και βγάζει τη γλώσσα
στη φθορά. Η μοναξιά, η έλλειψη οικογένειας, η απουσία φίλων, η ματαιοδοξία που
πληρώνεται ακριβά, το αδηφάγο, εγωιστικό κοινό που μετά το χειροκρότημα «εγκαταλείπει»
τον ηθοποιό βυθίζοντάς τον στο μηδέν, αφού όπως ακούμε έχει πάρει από αυτόν
ό,τι ήταν να πάρει, οι αναμνήσεις που επισκέπτονται το μυαλό σαν φαντάσματα (αν
και αυτό δεν είναι πάντα κακό, όπως επίσης ακούμε στο έργο), ο φόβος και η
έλλειψη αυτοπεποίθησης που διακρίνουν τη νεότητα ίσως λόγω απειρίας, φτώχειας
και υπέρμετρου θαυμασμού στους «ανώτερους φθασμένους» του είδους (εν προκειμένω
ηθοποιούς) είναι οι έτερες κεντρικές ιδέες αυτού του υπέροχου δραματικού
κειμένου.

Ένας ηθοποιός δεν είναι «εκεί» (στη
σκηνή) για να κάνει διαπιστώσεις, όπως λέει ο βετεράνος του έργου, αλλά για να
παίξει ζωντανά, να αρθρώσει λόγο και να ερμηνεύσει ρόλο ακόμα και αν αγνοεί το
σωστό κείμενο. Έχει αναλάβει λοιπόν μια ειδική αποστολή που δεν γίνεται να περιμένει
˙ μια αποστολή ρέουσα, με υψηλές ταχύτητες, που
τον εκθέτει και του ζητά να αποδείξει έμπρακτα αυτό που επαγγέλλεται.

Ένας ηθοποιός είναι ερωτεύσιμος
μέσα από έναν ρόλο που υποδύεται αλλά τελικά δεν είναι κατάλληλος για σύζυγος
και αν επιθυμεί να αποκτήσει προσωπική ζωή και δη σταθερή θα πρέπει να
απαρνηθεί τον ίδιο του τον εαυτό: δηλαδή το ίδιο θέατρο. Ένας «θεατρίνος» δεν
είναι φερέγγυος, δεν είναι αποδεκτός στον συμβατικό κόσμο, κανείς δεν τον «μοιράζεται
με την κόρη ή με τη αδερφή του», όπως ακούμε.

Και τι είναι σε τελική ανάλυση ένας
ηθοποιός; Μήπως ένας κλόουν, ένας γελωτοποιός, ένας σαλτιμπάγκος; Αναρωτιέται
στη σκληρή κριτική που ασκεί στην πορεία του ο μεγάλος ηθοποιός. Μήπως κάποιος
που θα αναλωθεί και σε κακούς ρόλους που δεν του αρέσουν γιατί απλά αυτή είναι
η δουλειά του, γιατί απλά έχει έρθει η ώρα να το κάνει και αυτό;

Έχουμε λοιπόν μια διαρκή
αυτοαναφορικότητα (το θέατρο το ίδιο μιλάει για τον εαυτό του) δεδομένου ότι ο
ηλικιωμένος ηθοποιός δεν παύει στιγμή να μιλάει για τη ζωή στο θέατρο, για τα
πεπραγμένα του επί 4,5 δεκαετίες ενώ παρασύρει και τον νεαρό υποβολέα σε ένα ακόρεστο
παιχνίδι αναβίωσης σταθμών του πάνω στη σκηνή. Όλη τους η ζωή μοιάζει να είναι
όλοι αυτοί οι ρόλοι που σημάδεψαν το είναι του ηθοποιού αλλά και καθόρισαν τον
υποβολέα που όπως φαίνεται δεν υστερεί σε τίποτα από έναν ερμηνευτή επί σκηνής
με τη διαφορά ότι αυτός έχει περιοριστεί στα μετόπισθεν του θεάτρου.

Ο Σβετλόφ μοιάζει με εξουσιαστή, με
δυνάστη, επιβάλλει τη δράση στον Ιβάνιτς που δείχνει να μην μπορεί να αρνηθεί
τίποτα ακόμα κι αν τρέμει πολλές φορές σε ακούσματα ή στη θέα επικίνδυνων
φαινομενικά σκηνικών αντικειμένων (όπως λόγου χάρη το σχοινί ή το περίστροφο).
Ο νεαρός τον συμπονά, του προτείνει ανάπαυση και μεταφορά στην οικία του, κάτι
το οποίος εκείνος αρνείται. Ένα άδειο σπίτι είναι ανυπόφορο, το τέλος μιας
καριέρας είναι σοκαριστικό. Ωστόσο, το ξέσπασμα, η εκτόνωση, η αναπόδραστη επαφή
με έναν άνθρωπο που έχει κοινά με εμάς σημεία και δύναται να μας κατανοήσει θα
οδηγήσουν στη λύτρωση και στη σοφία. Δεν πρέπει να είμαστε αγνώμονες. Πρέπει να
χαιρόμαστε για όσα λάβαμε από τη ζωή. Πρέπει να ξέρουμε να λέμε ευχαριστώ και
όχι να μεμψιμοιρούμε, πρέπει να αποδεχόμαστε πως ακόμα και η ψυχή κουράζεται
παρόλη τη φλόγα που την κρατάει ζωντανή κόντρα στη φθορά της ύλης, πρέπει να
αποχωρούμε στη σωστή στιγμή χωρίς όμως να θεωρούμε τον εαυτό μας δυστυχή.

Γιατί ποτέ ο άνθρωπος δεν νιώθει ευτυχισμένος;
Γιατί να μην μπορεί να τα έχει όλα δικά του; Γιατί όσα έκανε και έχει δίπλα του
να του φαίνονται σαν νεκρά σώματα όπως βλέπει ο Σβετλόφ τα ιστορικής πια αξίας
κοστούμια του που ενέδυσαν τόσους και τόσους ρόλους του;

Το Κύκνειο Άσμα είναι ένα
κείμενο για τη μοναξιά, τη ματαιοδοξία, την ευτυχία και τη σχετικότητά της, για
την ανάγκη για ανθρώπινη επικοινωνία, την ανάγκη του να μοιράζεσαι τη ζωή με τους
άλλους ανθρώπους, ένα κείμενο για το τίμημα που πληρώνει ο καθένας μας για τις επιλογές
του αλλά και ένα κείμενο βαθιά αισιόδοξο που προβάλλει τη δύναμη της ψυχής και
τη σύνεση ως τις δυο πιο σπουδαίες αρετές του ανθρώπου
˙ αρετές που διαλύουν το άγχος του, την αγωνία
του, την αυτο-αμφισβήτησή του, την αυτο-απαξίωσή του.

-Ο άνθρωπος πεθαίνει και δεν είναι
ευτυχισμένος!

-Αυτό το ξέρουμε εδώ και χρόνια!
Είδες κανέναν να σταματήσει να τρώει;

 

Οι λόγοι για να επιλέξει κανείς την
παράσταση αυτή είναι πολυάριθμοι. Πρώτα απ’ όλα η γνωριμία με ένα άγνωστο εν
πολλοίς στο κοινό θεατρικό έργο και ας είναι κείμενο του Τσέχωφ. Ένα ειλικρινές
«ευχαριστώ» λοιπόν πηγαίνει στον Μάνο Καβίδα που το εντόπισε και το
επεξεργάστηκε δραματουργικά διασκευάζοντάς το και κάνοντας τον υποβολέα νέο
αλλά και προσθέτοντας κομμάτια από το παγκόσμιο θεατρικό ρεπερτόριο. Το να προβείς
σε μια διασκευή συνιστά ένα απαιτητικό εγχείρημα διότι προϋποθέτει έμπνευση,
θεωρητικές γνώσεις (υπογραμμίζω ότι να διαθέτει ένας πρακτικός του θεάτρου
θεωρητικό ακαδημαϊκό υπόβαθρο είναι κατ’ εμέ σημαντικό προσόν και φαίνεται στο
αποτέλεσμα πάντα) αλλά και πολλή δουλειά. Μια επιτυχημένη διασκευή, όπως εδώ,
εξομαλύνει το δραματικό κείμενο, το καθιστά πιο ενδιαφέρον, πιο ελκυστικό ενώ
συνάμα προσφέρει τροφή για παρατήρηση, μελέτη και έρευνα σε όσους καταπιάνονται
με την πρόσληψη του Τσέχωφ.

Ένας έτερος σοβαρός λόγος είναι
βεβαίως οι δύο ηθοποιοί, Νίκος Μαυρουδής και Ηλίας Κουτλάς που υποδύονται άψογα
τους ρόλους τους. Δυο ρόλους, ιδίως του βετεράνου, που χωρούν πολλή συζήτηση,
ανάπτυξη και προέκταση. Δεν κατακτιούνται έτσι απλά. Κι αυτό διότι το κείμενο
είναι βαθιά υπαρξιακό. Μου άρεσαν πάρα πολύ οι φωνές τους. Η φωνή στον ηθοποιό,
όπως έχω πει και ξαναπεί, είναι βασικό εργαλείο. Είναι πολύ σημαντικό επομένως ένας
σωστός ηθοποιός να αρθρώνει καλά, καθαρά και δυνατά. Να τον ακούει το κοινό όπως
πρέπει και όχι απλά να τον κατανοεί αλλά και να εισπράττει από το ηχόχρωμά τους
το νόημα και το συναίσθημα.

Η σκηνοθεσία των Μανώλη Βαζαίου και
Μάνου Καβίδα έχει άρτιο συντονισμό και είναι πολύ προσεγμένη σε συνδυασμό με
την κίνηση της Άννας Αναστασιάδου αλλά και τους φωτισμούς του Αλέξανδρου
Πολιτάκη. Στους φωτισμούς έχω την ανάγκη να σταθώ ιδιαιτέρως. Ήταν εξαιρετικοί,
ουκ ολίγες φορές σημείωσα κατά τη διάρκεια της παράστασης τα σημεία που
τονίστηκαν χάρη σε αυτούς. Πραγματικά, μπράβο! Το ίδιο έχω να πω όμως και για
το φροντιστήριο της Χαράς Κονταξάκη. Τα
props μού τραβάνε πάντα την προσοχή, κάθε ένα από αυτά
έχει την ξεχωριστή του αξία και λειτουργικότητα την ώρα της παράστασης.

Τέλος, δεν θα μπορούσα να μην σχολιάσω τη
μουσική ένδυση με το πασίγνωστο τραγούδι Το μινόρε της αυγής που
πλημμυρίζει την παράσταση. Προσέδωσε μια γλυκιά μελαγχολία στο συναίσθημα των θεατών.

Το Κύκνειο Άσμα, έτσι όπως λαμβάνει
σάρκα και οστά, μέσα δηλαδή από τη συγκεκριμένη σύλληψη, αποτελεί ένα όμορφο
επισφράγισμα στη θεατρική σεζόν που σταδιακά αυτές τις ημέρες ολοκληρώνεται στα
κλειστά θέατρα της Αθήνας.

 

Λοιποί συντελεστές:

ΚΙΝΗΣΗ – ΧΟΡΟΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ: Άννα Αναστασιάδου

ΚΟΣΤΟΥΜΙΑ – ΣΚΗΝΙΚΑ:  Χαρά
Κονταξάκη

ΜΟΥΣΙΚΗ: Κωνσταντίνος Κωστόπουλος

ΦΩΤΙΣΜΟΙ: Αλέξανδρος Πολιτάκης

ΒΙΝΤΕΟ ART ΚΑΙ ΟΠΤΙΚΟΑΚΟΥΣΤΙΚΟ ΥΛΙΚΟ: Ειρήνη Ζγούρη & ομάδα –
Atermono.Creative.Cine.Art

ΥΠΕΥΘΥΝΗ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ & ΠΡΟΩΘΗΣΗΣ: Άντζυ Νομικού

ΠΑΡΑΓΩΓΗ: Atermono.Creative.Cine.Art

 

ΒΙΝΤΕΟ: https://www.youtube.com/watch?v=IBzFyHVRlXI&t=1s&ab_channel=EiriniZgouri

Σχόλια

Δεν υπάρχουν ακόμη σχόλια. Γιατί δεν ξεκινάτε τη συζήτηση;

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *