ΟΝΕΙΡΑ ΓΛΥΚΑ
του Μιχάλη Μαλανδράκη
Θέατρο «Τόπος Αλλού»
Κεφαλληνίας
17 & Κυκλάδων
Κυψέλη
Σκηνοθεσία:
Μάξιμος Μουμούρης
Παίζουν οι:
Γιασεμί Κηλαηδόνη, Δημήτρης Σέρφας, Νίκος Μπουκουβάλας
Σάββατο, 30
Μαρτίου 2024
8.30 μ.μ.
Αναλύει η
Μαρίνα Αποστόλου
«Σας έχει τύχει ποτέ να πάτε να τεντώσετε τα
χέρια σας και να μην μπορείτε;»
Πόση πίκρα, προσωπική και
οικογενειακή, μπορεί να κρύβεται μέσα σε ένα ζαχαροπλαστείο;
Είμαι πραγματικά εντυπωσιασμένη από
τον τρόπο που ένας πολύ νέος άνθρωπος, ούτε τριάντα ετών, κατάφερε και
αποτύπωσε εξαιρετικά εύστοχα και σε όλες της τις εκφάνσεις της τη νοσηρότητα της
«Αγίας Ελληνικής Οικογένειας». Μέσα από το αμιγώς ρεαλιστικό δραματικό του
κείμενο που με την άψογη σκηνοθετική προσέγγιση του Μάξιμου Μουμούρη αγκάλιασε
τον νατουραλισμό, ο Μιχάλης Μαλανδράκης θίγει όλες τις παθογένειες που ακόμα
ταλανίζουν τη μεσοαστική οικογένεια στην Ελλάδα, με προφανείς πάντα αρνητικές προεκτάσεις
πάνω στα άτομα που την απαρτίζουν μέσω των συγγενικών δεσμών.
Το αποτέλεσμα που βλέπουμε να
διαδραματίζεται επί σκηνής δεν είναι τυχαίο βέβαια ούτε παράγεται στιγμιαία και
ξαφνικά. Έχουμε να κάνουμε με ένα οικοδόμημα που ξεκίνησε να χτίζεται από
δεκαετίες πριν. Αναλύοντας τα όσα ακούμε στην παράσταση και ψυχαναλύοντας τους φορείς
της δράσης, εύκολα σχετικά αντιλαμβανόμαστε ότι η κατάσταση που επικρατεί και
δυσαρεστεί τα τρία μέλη της οικογένειας (μητέρα και δύο ενήλικες γιοι – ο πατέρας
είναι αποθανών) οδηγώντας τα συχνά σε συγκρούσεις, εκκινεί ήδη από τον γάμο της
όχι εύπορης μητέρας με τον τότε κληρονόμο του καλόφημου και ακριβού
ζαχαροπλαστείου της γειτονιάς της. Ο γάμος αυτός, που σύντομα αποδεικνύεται
συμβατικός, κλυδωνίζεται από τη μόνιμη εξωσυζυγική σχέση του πατέρα των δύο τέκνων
με ερωμένη, η οποία τον καθορίζει συναισθηματικά αλλά και πρακτικά αποσπώντας
τον από τα οικογενειακά του καθήκοντα και όχι μόνο.
Ο Μαλανδράκης δεν φοβάται να ανοίξει
τη βεντάλια της ελληνικής οικογενειακής πραγματικότητας και να μας συστήσει
φιγούρες που ναι μεν λίγο – πολύ γνωρίζει το κοινό αλλά που εντούτοις νιώθει
την ανάγκη να δει να λαμβάνουν σάρκα και οστά μπροστά στα μάτια του. Οι θεατές
έχουν ανάγκη να δουν τους χαρακτήρες αυτούς να δρουν, να μιλούν, να αφηγούνται,
να ξεδιπλώνουν τον συναισθηματικό τους κόσμο, να διαπληκτίζονται, να εκτίθενται,
να εξομολογούνται τις πιο μύχιες σκέψεις τους.
Έτσι, μέσα από τα Όνειρα Γλυκά,
συναντάμε τη μεσήλικη μάνα που δεν είχε σπίτι ούτε χρήματα και παντρεύτηκε
κάποιον γείτονά της που είχε. Έκανε μαζί του παιδιά, δούλευε σκληρά στην
επιχείρησή του και σιωπούσε μπροστά στην απιστία αλλά και την αδιαφορία του, μη
έχοντας άλλη επιλογή. Τα παιδιά και η ανατροφή τους υπήρξε διαχρονικά πρώτιστο
μέλημά της ενώ το δικό της «εγώ» όχι απλά ετέθη σε δεύτερη μοίρα αλλά εξαφανίστηκε εντελώς. Η μάνα αυτή, στο παρόν πια, δεν θα αντέξει την αχαριστία
και θα ξεσπάσει με φωνές και εκτόξευση αντικειμένων όταν ο μικρός γιος της οικογένειας,
ο μάλλον πιο καλομαθημένος, θα ερμηνεύσει τα δεδομένα κάπως απλοϊκά και ίσως
εγωιστικά μη λαμβάνοντας υπόψη τις θυσίες και τις υποχωρήσεις των άλλων. Η ίδια
αυτή γυναίκα, που ποτέ δεν ταίριαξε με τον σύζυγό της, έχει γίνει θηλιά στον
λαιμό του τελευταίου και τον έχει πνίξει, ακριβώς επειδή υπάρχουν ανήλικα παιδιά,
δηλαδή ισχυρές δεσμεύσεις που δεν λύνονται εύκολα. Μα και μετά, χήρα πια και με
τα παιδιά της ενήλικα και εργαζόμενα, πάλι θα απλώσει τα κλαδιά της και θα
θελήσει να τα σκεπάσει με ψυχολογικούς εκβιασμούς διότι «χρόνο για την
οικογένειά του πάντα πρέπει να βρίσκει κάποιος» και διότι δεν «κρατάμε κανέναν
με το ζόρι στη δουλειά» … κάτι που φυσικά δεν εννοεί και ξεστομίζει πάνω σε μια
στιγμή θυμού και άσκησης πίεσης.
Συναντάμε ακόμη τον άντρα που έχει χάσει
τη ζωή του σε ατύχημα λόγω του ποτού. Στην υπέρμετρη κατανάλωση αλκοόλ
καταλήγει λόγω απογοήτευσης με τη φυγή της αγαπημένης του, σκληρού συμβιβασμού,
παράνομου έρωτα που δεν βρήκε ποτέ διέξοδο, απελπισίας και πρόσκαιρα και
εκβιασμού (η σύζυγός του τον απειλεί πως θα φύγει με τα δυο τους αγόρια και τον
ακολουθεί σε επαγγελματικό του ταξίδι για να τον ελέγξει μην τυχόν της λέει
πάλι ψέματα για τον σκοπό της μετακίνησης αυτής).
Ερχόμαστε σε επαφή με δύο πολύ
νέους άντρες που είναι αδέρφια μεταξύ τους και αντιδιαμετρικά διαφορετικές προσωπικότητες:
τον Μάρκο και τον Λευτέρη με πέντε χρόνια διαφορά στην ηλικία. Ο πρώτος
ακολουθεί τα χνάρια του πατέρα με το ποτό. Πίνει από νωρίς, πίνει διαρκώς, την
ώρα που μαγειρεύει στο εργαστήριο, την ώρα που μένει μόνος και ρεμβάζει… Δεν
έχει φοιτήσει σε κάποια σχετική με τη ζαχαροπλαστική σχολή, εργάζεται με βάση
την εμπειρία του και την τριβή του στο αντικείμενο, δεν τον νοιάζει η ακρίβεια στις
συνταγές, δεν αντέχει τις προσβολές από πελάτες, είναι το ακλόνητο στήριγμα της
μάνας του, δεν κάνει «όνειρα γλυκά» … δεν εγκαταλείπει τη μάχη ακόμα και όταν
όλα καταρρέουν. Υπηρετεί την ηθική υποχρέωση που έχει απέναντι στην οικογένειά
του και λοιδορεί τον αδελφό του που φέρει άλλες απόψεις τείνοντας να
λοξοδρομήσει. Η μητέρα του για αυτόν είναι απόλυτα αξιοσέβαστη, πρόσωπο ιερό και
επιβεβλημένο, αναμφισβήτητο. Είναι, ας πούμε, ένας «γήινος» χαρακτήρας που δεν
τον νοιάζει τόσο η δημιουργικότητα όσο η ζωή στην πράξη με τις υποχρεώσεις της
(βλέπε τιμολόγια, λογαριασμοί του καταστήματος κτλ). Και κάτι ακόμη: είναι ο
μεγάλος αδελφός που στην ελληνική οικογενειακή παράδοση αδικείται σε σχέση με
τα μικρά αδέρφια είτε γιατί εισέρχεται στον επαγγελματικό στίβο πιο νωρίς, είτε
γιατί δεν είναι τόσο χαϊδεμένος, είτε γιατί σηκώνει στην πλάτη του βάρη και
μυστικά ως ένας άλλος αρχηγός της οικογένειας. Γι’ αυτό αξιώνει και τον σεβασμό του μικρού.
Από την άλλη μεριά, ο Λευτέρης
είναι το δραματικό εκείνο πρόσωπο που θα φανεί επαναστατικό, ίσως πιο
ονειροπόλο, με ρηξικέλευθες ιδέες. Είναι γνώστης της τέχνης του, έχει σπουδάσει, έχει εμπειρία σε καλό κατάστημα του Κολωνακίου, είναι επαγγελματίας, ακριβολόγος και επιθυμεί το καλύτερο δυνατό. Αντιτίθεται στη μιζέρια και στη μεμψιμοιρία που δεν ταιριάζουν με τα νιάτα του,
διαθέτει προσωπική ζωή σε αντίθεση με τον Μάρκο, αποδεικνύεται διορατικός όταν
βλέπει πως η περιουσία που με νύχια και με δόντια παλεύουν η μάνα του και ο
αδερφός του να συντηρήσουν θα κάνουν φτερά με την απόφαση του δικαστηρίου για
την αποζημίωση που δικαιούται η οικογένεια του γείτονά τους Ηλία λόγω του
δυστυχήματος που προκάλεσε ο πατέρας τους στο μικρό του παιδί και εξαιτίας του
οποίου έφυγε και εκείνος από τη ζωή. Τα όνειρά του για μια καλύτερη ζωή μακριά
από τη γειτονιά του Αιγάλεω και της κριτικής των περίοικων μετά το τραγικό
συμβάν αγγίζουν τη ματαιοδοξία που ευτυχώς για εκείνον είναι μια επιλογή που θα
του βγει σε καλό. Ο Λευτέρης είναι η προσωποποίηση του «ο τολμών νικά» και έτσι
δεν θα διστάσει να λάβει μέρος σε παιχνίδι reality για μάγειρες. Δεν θα δειλιάσει ακόμη και τη
στιγμή που θα κοπεί από μαχαίρι μπροστά στους κριτές γεμίζοντας τον
διαγωνιστικό πάγκο με αίμα. Εξ ου και η ματαιοδοξία του αλλά και το πείσμα του
διότι η ακρόαση αυτή είναι η μόνη του ελπίδα για ανέλιξη. Πρόκειται για ένα από
τα πιο έξυπνα σημεία του θεατρικού αυτού έργου όπου μέσα από την υπερβολή
παρουσιάζεται ο αριβισμός μεν του ατόμου αλλά και ο αγώνας του για απαγκίστρωση
από το έλος της μοιρολατρίας. Το ίδιο έχω να πω και για τη σκηνή όπου πιθανότατα βλέπει όνειρο από το άγχος του… Αναφέρομαι εκεί όπου ενώ διαγωνίζεται, τίποτα δεν λειτουργεί στην κουζίνα. Η πρότασή του για στροφή 180 μοιρών στη ζωή και
των τριών θα γίνει δεκτή μόνο υπό την προϋπόθεση ότι και αυτός θα πράξει κάτι θαρραλέο
και επικίνδυνο για το καλό της οικογένειας…
Σχέσεις εξάρτησης, σχέσεις
ανταλλακτικές, καταπιεστικές, σχέσεις που κρατιούνται για τους τύπους και για
τα πρέπει, ψυχαναγκαστικές, παραδοσιακές αλλά και σχέσεις που εμπεριέχουν αγάπη
και νοιάξιμο και κοινό αγώνα μπαίνουν κάτω από το δραματουργικό μικροσκόπιο του
Μαλανδράκη.
Στα δυνατά σημεία της παράστασης επισημαίνω
πρώτη και καλύτερη την ερμηνεία του Δημήτρη Σέρφα που υποδύεται τον μικρό
αδερφό Λευτέρη. Μπράβο και πάλι μπράβο του! Ξεχωρίζει απίστευτα ερμηνευτικά, είναι
πολύ σπουδαίος ηθοποιός, παραστατικός, υπερταλαντούχος! Και όχι μόνο στις σκηνές
της audition
αλλά σε όλη τη διάρκεια της παράστασης! Επιπλέον, η σκηνοθεσία του
Μάξιμου Μουμούρη, άριστη όπως σημείωσα και πριν, μας κερδίζει με τη φυσικότητα
του σκηνικού, της δράσης και των κινήσεων των τριών ηθοποιών. Συγχαρητήρια στη
Μίκα Πανάγου λοιπόν που επιμελήθηκε τα σκηνικά (από τα λεμόνια και το κακάο έως
τις τούρτες, τα καφάσια και το βετέξ!) και τα κοστούμια. Επιπρόσθετα, η
ερμηνεία της Κηλαηδόνη στο ξέσπασμά της εναντίον του μικρού γιου που, χωρίς να
κατέχει την αλήθεια της οικογένειας, συμπεριφέρεται με άνεση και εν μέρει με θράσος απέναντι στους άλλους δύο. Ήταν μια δυνατή της στιγμή – σκηνή. Τέλος, ο
Νίκος Μπουκουβάλας που δεν σταματάει να κινείται, να μαγειρεύει, να σκαρφαλώνει
πάνω στον πάγκο, να τρώει, να πίνει, να καπνίζει, να βάζει τα πράγματα στη θέση
τους, ανέλαβε με σωστό τρόπο τον ρόλο του μεγάλου αδελφού Μάρκου.
Βίντεο: https://www.youtube.com/watch?v=KnA1lJdB-jE&ab_channel=nkariel
https://www.youtube.com/watch?v=FZXRWEWdZyI&ab_channel=nkariel
Σκηνικά – Κοστούμια: Μίκα Πανάγου
Κίνηση: Νικολέτα Καρμίρη
Φώτα: Γιάννης Ζέρβας
Βοηθός σκηνοθέτη: Χρύσα Νταούλη
Σχεδιασμός αφίσας: Κωνσταντίνος Αγιώτης
Φωτογραφίες: Γιώργος Κρίκος
Βίντεο: Βασίλης Χρηστίδης
Επικοινωνία: Αντώνης Κοκολάκης