ΟΥΤΟΓΙΑ – ΜΙΑ ΞΕΧΑΣΜΕΝΗ ΜΕΡΑ

EDOARDO ERBA

Μετάφραση: Έλενα Μουνδρούβαλη

Θέατρο «Αργώ»

Ελευσινίων
15

Μεταξουργείο

 

Τετάρτη 13
Μαρτίου 2024

8 μ.μ.

 

Σκηνοθεσία:
Θοδωρής Γκόγκος

Ερμηνεία: Θοδωρής
Γκόγκος και Έλενα Μουνδρούβαλη

 

Αναλύει η
Μαρίνα Αποστόλου

 

 «Η πίστη είναι το σαράκι του μυαλού. Το μόνο
βέβαιο είναι ο θάνατος»

 

Νορβηγία, Ιούλιος 2011. Ένας νεαρός
άντρας, μεταμφιεσμένος αστυνομικός, σπέρνει τον θάνατο στο Όσλο και κατόπιν,
την ίδια μέρα, στο νησί Ουτόγια όπου εκείνες τις ημέρες κατασκήνωναν έφηβοι από
οικογένειες σοσιαλιστών. Ο απολογισμός τραγικός ενώ το ίδιο το γεγονός εντελώς
πρωτόγνωρο για τα νορβηγικά δεδομένα.

Με αφορμή το ακραίο αυτό συμβάν ο
Ιταλός δραματουργός
Edoardo
Erba εμπνέεται
το έργο Ουτόγια – μια ξεχασμένη μέρα, το οποίο μετέφρασε η Έλενα
Μουνδρούβαλη και σκηνοθέτησε ο Θοδωρής Γκόγκος απαρτίζοντας μαζί οι δυο τους
και το ερμηνευτικό δίδυμο επί σκηνής.

Τρεις ομόκεντροι κύκλοι, τρία
ζευγάρια ανθρώπων, τρεις παράλληλες ιστορίες που όλες τους στρέφονται γύρω από
την ίδια θηριωδία: την επίθεση στην Ουτόγια. Δύο σύζυγοι με μια κόρη που
παραθερίζει στο νησί ύστερα από πίεση του πατέρα της, δύο συνάδελφοι σε
αστυνομικό τμήμα κοντά αρκετά στα αιματηρά γεγονότα της Ουτόγια με τον άντρα να
ασκεί εμφανώς εξουσία στη γυναίκα συνεργάτιδά του και δύο αδέρφια, αγρότες,
μακριά από χιλιομετρικά από τη φρίκη, που τοποθετούνται ως προς την κοινωνική
πραγματικότητα της χώρας τους, θυμούνται και ίσως λυπούνται για όσα δεν έγιναν
στη ζωή τους και σαφώς για όσα μόλις συνέβησαν εις βάρος νέων ανθρώπων στην
πατρίδα τους.

Τα τρία ζευγάρια παίζουν επί σκηνής
παράλληλα, συμπλέκονται και κρατούν το ενδιαφέρον του κοινού αμείωτο. Πρόκειται
πιο πολύ για δίπολα, για αντιθετικούς χαρακτήρες που διαφωνούν, συγκρούονται
και διαχωρίζονται. Τα δραματικά γεγονότα εκκινούν μια μέρα πριν, δηλαδή την 21η
Ιουλίου, παραμονή της Αγίας Μαγδαληνής.

 

«Ένα πιο εξελιγμένο
είδος να σε υποχρεώνει να κατουράς σε άμμο… Έτσι κι αλλιώς δεν λέμε τίποτα
σοβαρό εδώ μέσα…»

Στο πρώτο σπιτικό, επικρατεί
ανησυχία αλλά κυρίως ειρωνεία και κατά συνέπεια ένα τεταμένο κλίμα. Ο πατέρας
της οικογένειας, εκπαιδευτικός στο επάγγελμα, πνευματώδης, βιβλιοφάγος και
ιδεολόγος, απεχθάνεται τον καπιταλισμό, τον (υπερ)καταναλωτισμό, τις απαξίες,
την αδράνεια, τη ματαιοδοξία. Αυτοί είναι και οι λόγοι που αναγκάζει το παιδί
του να μεταβεί για διακοπές στο νησί: θέλει να το σηκώσει από τον καναπέ, να το
απομακρύνει από τις φιλίες χωρίς νόημα, από τον υλισμό. Θεωρεί ότι στην Ουτόγια
θα έρθει σε επαφή με πρόσωπα από οικογένειες με ιδανικά, άτομα που έχουν
γαλουχηθεί με βάση ανθρωποκεντρικές ιδέες. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο
πατέρας, το κορίτσι τους δεν επικοινωνεί πια μαζί τους παρά μόνο για να ζητήσει
χρήματα, τόσο που για να τους κάνει τη χάρη να τους μιλήσει στο μέλλον θα
χρειαστούν «δάνειο» … Το ζευγάρι κατοικεί στην πόλη Μπέργκεν, πολλά χιλιόμετρα
μακριά από την πρωτεύουσα και άρα και από την Ουτόγια. Ο πατέρας έχει
συνοδεύσει την κόρη μέχρι το τρένο στο Όσλο με την πεποίθηση ότι εκείνη θα συνέχιζε
για τον προορισμό της. Πού έχει πάει όμως πραγματικά;

Στη συζήτηση του ζευγαριού
παρεμβαίνουν θέματα που άπτονται τόσο της ανατροφής της κόρης τους (μιλάνε για
την παρθενία της και την πιθανή απώλειά της κατά τη διάρκεια των διακοπών αυτών
με τον πατέρα να γίνεται αιχμηρός λέγοντας ότι η κοπέλα έχει αργήσει να
γνωρίσει το αντίθετο φύλο σε σχέση με τις συνομήλικές της ενώ εφόσον πρόκειται
για κάτι που έτσι κι αλλιώς να συμβεί, ας γίνει τουλάχιστον από γόνο
σοσιαλιστή…) όσο και της «πίστης» με την ευρύτερη έννοια
. Η συντηρητική του σπιτιού δείχνει να είναι μάλλον
η μητέρα. Εντούτοις, είναι απαλλαγμένη από κάθε είδους ιδεοληψίες και
αγκυλώσεις. Μάλιστα, αμφισβητεί στο τέλος την ελπίδα που προσφέρει η πίστη
διότι καταλήγει στο χώμα, δηλαδή στον θάνατο και όχι στη γέννηση ή σε τίποτα
δημιουργικό και χαρούμενο. Οι τόνοι ανεβαίνουν κι άλλο όταν μαθαίνεται η είδηση
για την Ουτόγια και όταν μέσα σε κλίμα αγωνίας αδυνατούν να εντοπίσουν την κόρη
τους στο κινητό. Αλληλοκατηγορίες, ένταση, φόβος, αισιοδοξία από την πλευρά του
άντρα, πανικός από εκείνη της γυναίκας.

Πόσο
πραγματικά ιδεαλιστής είναι ένας άνθρωπος που συνευρίσκεται ερωτικά με ανήλικες
μαθήτριές του; Τι κυνική, σχεδόν ισοπεδωτική αντιμετώπιση θα υιοθετήσει όταν θα
αποχωρήσει από την οικία οριστικά, τόσο ως προς τη ζωόφιλη σύζυγο όσο και ως
προς την κενή περιεχομένου κόρη;

Στο δεύτερο «παράλληλο σύμπαν», στο
αστυνομικό τμήμα με τους δύο συναδέλφους, παρακολουθούμε την εξέλιξη της
συνεργασίας και της σχέσης των δύο ατόμων καθώς και της λύσης αυτής μετά την
απόλυτη καταστροφή. Αυτό που πρωτίστως εντυπωσιάζει τους θεατές είναι ότι στη
Νορβηγία δεν οπλοφορούν όλοι οι αστυνομικοί, δεν έχουν όλοι εκπαίδευση για να
καταστείλουν ένοπλες επιθέσεις ενώ σε τέτοιες περιπτώσεις, που δεν είναι
συνήθεις σε ειρηνική χώρα όπως αυτή,  επεμβαίνουν μάλλον καθυστερημένα οι ειδικές
δυνάμεις.

Μια υφισταμένη υπάλληλος, γυναίκα
λοιπόν και με μικρότερο βαθμό στην ιεραρχία της αστυνομίας, οφείλει να αιτείται
εμπρόθεσμα την άδειά της στον ανώτερό της αλλιώς αυτή θα απορριφθεί,
υποχρεούται να υπακούει εν γένει και να μην αυτοσχεδιάζει, να αναμένει και να
εκτελεί εντολές. Το να προσφέρει ερωτικά το σώμα της για να ενεργοποιήσει όσο
γίνεται πιο γρήγορα την επέμβαση στο νησί είναι ματαιοπονία. Λησμονεί προφανώς
ότι η αστυνομία είναι ένα «σώμα» αποτελούμενο από κύτταρα και πως και η ίδια
δεν είναι παρά ένα κύτταρο που αν επαναστατήσει θα γίνει καρκίνος… Η στολή του
αστυνομικού είναι πρέπει να τιμάται από όσους την φέρουν ούτως ώστε να έχει
αξία και το ίδιο κράτος. Η αστυνομία είναι ανεξάρτητη από πολιτικούς, υπουργούς
(που πάντα, όπως σχολιάζει ο άντρας αστυνομικός, κάπως τη γλιτώνουν στις
πολύνεκρες επιθέσεις…) και επιτελεί το έργο της οργανωμένα και ψύχραιμα έστω κι
αν κάποιος, παρανοϊκός ή μη, σκοτώνει ένα παιδί το λεπτό… έστω κι αν η
καταγγελία της σφαγής πραγματοποιείται ζωντανά μέσω κινητού τηλεφώνου από
τρομοκρατημένα παρόντα στο μακελειό νεαρά άτομα.

Στο τρίτο ζεύγος με τα δύο αδέλφια
που ζουν στην επαρχία και ασχολούνται με αγροτικές εργασίες το ζήτημα της
συμβίωσης με μη Νορβηγούς ή με αλλόθρησκους συμπολίτες τίθεται από νωρίς. Τα
δύο αδέλφια έχουν μεγαλώσει, δεν έχουν δημιουργήσει δική τους οικογένεια,
ένας γάμος με αλλοδαπό θα ήταν κάτι κατακριτέο ειδικά πριν χρόνια, ενώ οι
μουσουλμάνοι που κάνουν πολλά παιδιά βάσει θρησκείας από τα νιάτα τους είναι
παράταιροι και μυρίζουν άσχημα. Αυτές είναι οι απόψεις του αδελφού που πιστεύει
πως για το χτύπημα θα ευθύνεται κάποιος ισλαμιστής με την αδελφή του να του
λέει ότι «όλοι οι άνθρωποι, όμορφοι – άσχημοι είναι ίδιοι αρκεί να μην σε
ενοχλούν». Ο αδελφός πίνει, είναι αναβλητικός στη ζωή του, δεν πολυδουλεύει και
δεν έκανε τον κόπο να σπουδάσει την εποχή που έπρεπε. Η κούραση και η προσφορά
μιας γυναίκας στα χωράφια δεν φαίνεται, ακριβώς επειδή είναι γένους θηλυκού.
Μετά από τη συμφορά και τη συνειδητοποίηση πως το κακό έπραξε «ένας δικός
τους», λευκός, εγχώριος Νορβηγός τα δύο αδέλφια μονιάζουν μην μπορώντας να
κάνουν κι αλλιώς.

Ο Ιταλός δραματουργός, με αφορμή το
πρωτοφανές γεγονός που ξεπέρασε κάθε διαστροφική φαντασία στη Νορβηγία πριν από
χρόνια μα μοιάζει σαν χθεσινό, παρουσιάζει τις ανθρώπινες αδυναμίες και τα
τρωτά σημεία του είδους μας αλλά και τη φωτεινή πλευρά της αποφασιστικότητάς
μας. Η Νορβηγία είναι πράγματι μια φιλήσυχη χώρα, πλούσια, με άφθονους φυσικούς
πόρους. Και είναι η βασική αιτία ροής χρήματος τόσο που πολλοί αστοί έφηβοι δεν
ενδιαφέρονται παρά μόνο για να καταναλώσουν ό,τι πιο ακριβό ακόμα και να το κάνουν
τατουάζ πάνω στο σώμα τους. Ο πολύς καθωσπρεπισμός κρύβει και μια σκοτεινή
πτυχή δράσης ενώ όσοι ψηφίζουν κάποιο πιο συντηρητικό κόμμα συνεχίζοντας την
οικογενειακή παράδοση δεν σημαίνει αυτόματα ότι είναι μισάνθρωποι και
παρανοϊκοί. Μια γυναίκα μετά από κάποια ηλικία νοιάζεται αποκλειστικά για την
ακεραιότητα του παιδιού της ενώ η μοναξιά είναι κάτι που δεν την τρομάζει. Η
ζωή στην περιφέρεια με την καλλιέργεια της γης είναι πιο δύσκολη ενώ η άγνοια
και ο ρατσισμός που προκύπτει λόγω της διαφορετικότητας οδηγούν σε εύκολα και
άδικα συμπεράσματα. Αφομοιώνεται άραγε ποτέ ένας «ξένος»; Μια γυναίκα, ακόμα
και σε προηγμένη χώρα της δύσης, είναι κατώτερη υπηρεσιακά και παραγωγικά, δεν
της λείπει όμως ο δυναμισμός για να τολμήσει την επανάστασή της.

Σε ένα λιτό αλλά όμορφο σκηνικό
(μου άρεσαν τα σχοινιά μπροστά στη σκηνή τυλιγμένα που παρέπεμπαν στη θάλασσα
της εν λόγω χώρας και στη νησιωτική περιοχή όπου διαδραματίστηκε η κτηνωδία) οι
δύο ηθοποιοί, Γκόγκος και Μουνδρούβαλη συμπράττουν καλλιτεχνικά και χαρίζουν
στο κοινό μία ώρα θέασης με περιεχόμενο κυρίως κοινωνικό χωρίς να συνηγορούν,
κατά τη γνώμη μου, υπέρ κάποιας μονόπλευρης, σφιχτής άποψης για τους
μετανάστες, τους εντόπιους κακοποιούς, την έκπληξη που αυτοί οι τελευταίοι
κάνουν και σοκάρουν μια σχεδόν άνευ εγκληματικότητας χώρα. Απεναντίας,
υποδύονται έξι ρόλους, έξι εντελώς διαφορετικούς δραματικούς χαρακτήρες και την
ψυχοσύνθεσή τους μέσα από το πώς ένα αναπάντεχο συμβάν ταράζει για τα καλά τα
νερά μιας υποδειγματικά ήσυχης κοινωνίας. Ταυτόχρονα, παρουσιάζουν και την
οπτική και τη στάση ζωής και άλλων προσώπων τα οποία ενεργούν μέσα από τις
αφηγήσεις και τις περιγραφές των επί σκηνής φορέων δράσης.

Η παράσταση παρακολουθείται
ευχάριστα, δεν βάλλεται από υπερβολές, ωστόσο έχει σασπένς καθώς δεν ξέρουμε
τις συνέπειες που θα υπάρξουν στη συνέχεια ούτε το πώς θα αντιδράσουν και θα
καταλήξουν οι δρώντες ακόμα και αν το γεγονός δεν τους αγγίζει άμεσα.

 

 

Κάθε Τετάρτη στις 8 μ.μ. και κάθε
Πέμπτη στις 9 μ.μ. στην κάτω αίθουσα του θεάτρου «Αργώ».


Σχόλια

Δεν υπάρχουν ακόμη σχόλια. Γιατί δεν ξεκινάτε τη συζήτηση;

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *