ΤΟ ΓΑΛΑ
«Να κάνεις παιδιά… ελληνικά παιδιά…
ελληνικά εγγόνια…»
Θέατρο «Σταθμός»
Βίκτωρος Ουγκώ 55
Μεταξουργείο
του Βασίλη
Κατσικονούρη
Σκηνοθεσία: Ερμίνα
Κυριαζή & Μάνος Καρατζογιάννης
Αναλύει η Μαρίνα Αποστόλου
Γιατί παίζεται και ξαναπαίζεται το Γάλα του Βασίλη
Κατσικονούρη; Γιατί γυρίστηκε σε ταινία; Γιατί ακόμα και να το έχει ήδη δει ένας θεατής
μια φορά, νιώθει το ίδιο «ρίγος» στο άκουσμα ότι ανεβαίνει εκ νέου, σε ένα άλλο
θέατρο με έτερους πρωταγωνιστές; Γιατί το ξαναβλέπουν πολλοί θεατρόφιλοι; Τι
προσδοκούν μέσα από την και πάλι θέαση του ίδιου κειμένου;
Προσωπικά, ανήκω σ’ αυτούς που είδαν το Γάλα όταν ήταν
ακόμα φρέσκο ως δραματικό κείμενο. Δεν είχε ακόμα γίνει ταινία, δεν είχε
παρασταθεί από ερασιτεχνικούς συλλόγους, δεν είχε αφήσει ακόμα το βαθύ του
αποτύπωμα στο γίγνεσθαι του ελληνικού θεάτρου. Από τότε πέρασαν πάνω από δέκα
χρόνια και μαθαίνοντας το καλοκαίρι που έφυγε ότι το εν λόγω έργο θα λάβει ξανά
σάρκα και οστά στο θέατρο «Σταθμός» από τον Μάνο Καρατζογιάννη, αισθάνθηκα μια
αγωνία και μια αδημονία για την επανεμφάνισή του στο σανίδι. Και μάλιστα στο
συγκεκριμένο «σανίδι».
Ο Μάνος Καρατζογιάννης, ηθοποιός, σκηνοθέτης και
καλλιτεχνικός διευθυντής του θεάτρου «Σταθμός» αλλά και ταυτόχρονα ένας νέος άνθρωπος,
έχει θέσει πολύ ψηλά τον πήχη πρωτίστως στον εαυτό του και στη συνέχεια στην
ποιότητα του θεάτρου του οποίου ηγείται καλλιτεχνικά. Αεικίνητος, ακούραστος,
ασταμάτητος, καταπιάνεται αγόγγυστα πότε με τη σκηνοθεσία, πότε με την
ερμηνεία, πότε και με τους δύο αυτούς τομείς στο πλαίσιο της δράσης του εκεί.
Έτσι, στο Γάλα υποδύεται τον Λευτέρη, τον μικρό, σχιζοφρενή γιο μιας οικογένειας
μεταναστών από τη Ρωσία αλλά και συνεργάζεται στη σκηνοθεσία της παράστασης με
την Ερμίνα Κυριαζή.
Είναι αναμφισβήτητο ότι σηκώνει στους ώμους του το μεγαλύτερο
βάρος του έργου. Είναι εξοικειωμένος εξάλλου με τέτοιους ρόλους, ρόλους δηλαδή
δραματικών προσώπων με ιδιαιτερότητες εντός ή εκτός εισαγωγικών. Σε κάποια συνέντευξή
του πρόσφατα είχε δηλώσει πως ως άτομο είχε δεχτεί ρατσισμό σε σημείο που
χρειάστηκε να χαράξει δρόμους για τον εαυτό του. Κατόρθωσε δηλαδή το πρόβλημα
να το αξιοποιήσει και να επιδοθεί στην τέχνη του θεάτρου δημιουργώντας πολύ
όμορφα καλλιτεχνικά αποτελέσματα. Η αλήθεια είναι ότι όσοι τον παρακολουθούμε
πιστά έχουμε πλέον απαιτήσεις από εκείνον. Και ο τελευταίος ανταποκρίνεται σε
αυτές άριστα. Μάνο Καρατζογιάννη, σε όσους είπες: «συγγνώμη κιόλας που υπάρχω»
εγώ θα ανταπαντήσω: «ευτυχώς που υπάρχει αυτός ο καλλιτέχνης!»
Δεν είναι απλή υπόθεση να υποκριθεί ένας ηθοποιός τον δραματικό
χαρακτήρα του Λευτέρη που μένει προσκολλημένος στις μνήμες, στις ρίζες, στο
παρελθόν, που απεχθάνεται το σήμερα, τη χώρα υποδοχής και που το μόνο που
εκτιμά είναι τα ελληνικά λαϊκά τραγούδια του πόνου και της μοναξιάς. Να
υποδυθεί έναν άρρωστο άνθρωπο αγκιστρωμένο στη μάνα του, τόσο που ψάχνει τον
μαστό της για «γάλα» και παρηγοριά, που αδυνατεί βέβαια να φοιτήσει στο εσπερινό
σχολείο λόγω του προβλήματός του αλλά και που γίνεται βορά στα νύχια επιτήδειων
«πουστο-Ελλήνων» που οδηγούν κουρσάρες και κερνούν αφειδώς ποτά…
Το δραματικό πρόσωπο του Λευτέρη έχει δυνατές σκηνές με όλους
τους δρώντες: με τη μάνα του, με τον μεγαλύτερο αδελφό του τον Αντώνη αλλά και
με τη Νατάσα, την αρραβωνιαστικιά του τελευταίου. Η μάνα του είναι το στήριγμά
του (Στέλλα Γκίκα), το πρόσωπο εκείνο που τον προστατεύει τόσο πολύ που θα
προσποιηθεί πως βλέπει και αυτή «άσπρα χέρια» για να τον καθησυχάσει, που θα
τον δικαιολογήσει σε ό,τι κάνει (θα πει π.χ. πως το πρόβλημα του παιδιού είναι «προβληματάκι»
αλλά και θα τον παινέψει όταν θα τονίσει στον άλλο γιο την ανδρεία του Λευτέρη
να διακόψει καβγά στο σχολείο του όπου μάλιστα γινόταν και χρήση μαχαιριού…), που θα ζητήσει από τον Αντώνη να τον έχει σταθερά στον νου του, που θα του
προσφέρει την ευελιξία να εισαχθεί για θεραπεία μόνο αν το επιθυμεί ο ίδιος αλλά
και που δεν του αρνηθεί το στήθος της όταν αυτός θα το έχει ανάγκη για να
ηρεμήσει. Οι βρισιές που θα ανταλλάξει μαζί της θα είναι πρόσκαιρες και χωρίς
περιεχόμενο πραγματικής κακίας. Η αγάπη της μάνας προς τον αδύναμο γιο
επικρατεί πάντα και το ουσιαστικό ζήτημα προκύπτει όταν εκείνη φεύγει από τη
ζωή.
Το άλλο στήριγμα του Λευτέρη είναι ο αδελφός του ο Αντώνης
(Δημήτρης Πασσάς). Παραγκωνισμένος και βαλμένος σε δεύτερη μοίρα από τη μάνα τους
(εφόσον είναι «γερός») οφείλει να βρει μόνος του τη λύση στην επιβίωση αλλά
συνάμα να έχει και την έγνοια του μικρού αδελφού, τουλάχιστον την οικονομική.
Μόνο εκείνος ξέρει πόσο δύσκολο είναι να ζεις σε μια οικογένεια με άνθρωπο που
νοσεί, που παίρνει φάρμακα (όταν τα λαμβάνει), που δέχεται πρόγραμμα βοήθειας
(βλέπε δεσποινίδα Ξένια, την κοινωνικό λειτουργό), που δεν πειθαρχεί, που
μπλέκει με παρέες αλητών, που πέφτει θύμα, που δεν είναι λειτουργικό άτομο και
χρειάζεται ενημέρωση και εκπαίδευση για όλα, όπως για παράδειγμα για το πώς να
φιλήσει μια κοπέλα. Ο Αντώνης εγκαταλείπει την Αθήνα και φεύγει στη Λάρισα για
να εργαστεί σε βενζινάδικο (λες και η Αθήνα δεν έχει πρατήρια καυσίμων… όπως ο ίδιος
αυτοσαρκαζόμενος δηλώνει στο έργο), λησμονεί την παλιά του αγάπη επίσης ξενικής
καταγωγής και συνάπτει σχέση με την κόρη του εργοδότη του βασιζόμενος στη
μεγάλη της προίκα. Οφείλει να επιβιώσει. Οφείλει να ξεφύγει. Τόσο που ετοιμάζει
και μια είδους νοθεία μυστικά από τον μέλλοντα πεθερό του. Ο Λευτέρης είναι ο
αδελφός του και αυτό δεν αλλάζει. Ασφαλώς, δεν συμπεριφέρεται σαν γονιός έχει όμως
την ευθύνη του μικρού και δεν θα του χαλάσει χατίρι να παίξουν κάτι σαν αγώνα
ποδοσφαίρου όταν στο τέλος θα περιμένει έξω από το σπίτι το ασθενοφόρο για να
τον οδηγήσει στο ψυχιατρείο.
Διάδραση υπάρχει βεβαίως μεταξύ του Λευτέρη και της Νατάσας
(Ελένη Σακκά). Η όμορφη μνηστή του Αντώνη επισκέπτεται την οικογένεια για να
γνωριστούν και γοητεύει τον Λευτέρη παραπάνω απ’ ότι θα έπρεπε… Τα όρια
ξεπερνιούνται όταν ο Λευτέρης την αποκαλεί «αγελάδα» και της επιτίθεται
ζητώντας και πάλι «γάλα»… εκείνο το βασικό υγρό τρόφιμο που προσλαμβάνουν τα
μωρά από το σώμα της μητέρας τους αλλά που εκείνος δεν είχε τη χαρά να γευτεί
όταν έπρεπε διότι η μητέρα του δεν είχε καθόλου μέσα της. Η Νατάσα αρχικά πολύ
ευγενική και κομψή στους τρόπους της, γλυκιά και διακριτική θα αποδεχθεί τον
Λευτέρη όπως είναι και μάλιστα στη συνέχεια θα επιδιώξει να τον φέρει σε επαφή
με την ξαδέρφη της Ράνια για πιθανή δημιουργία δεσμού μεταξύ τους, δεν θα τον
ανεχτεί όμως όταν εκείνος θα τη ρίξει στο πάτωμα και δεν θα επιτρέψει στον
Αντώνη να τον έχουν πρακτικά και καθημερινά στη ζωή τους μετά τον γάμο.
Το «γάλα» είναι ένα στοιχείο – μοτίβο που εμφανίζεται πολλάκις
στο έργο: τότε που η μάνα θα περιγράψει πώς η πεθερά της τής πατούσε στο
μαιευτήριο το στήθος αλλά εκείνο δεν παρήγαγε σταγόνα από γάλα, τότε που ο
Λευτέρης το αναζητούσε στον μαστό της μάνας (αφού τον είχαν βιάσει και
ταπεινώσει), νωρίτερα στον μαστό της Νατάσας, στο διάλογο με τον Αντώνη με τις αναμνήσεις
στη Ρωσία να ξαναζωντανεύουν με τα δυο αγόρια να έχουν πετάξει κατά λάθος μια
μποτίλια από γάλα στο πάτωμα και να κρύβονται από τη μάνα τους μην τα τιμωρήσει
με τη λαστιχένια της παντόφλα αλλά και τη χρεία να υπάρχει γενικότερα γάλα στην
κουζίνα του σπιτιού εφόσον αποτελεί ένα από τα κυρίως είδη διατροφής του
Λευτέρη.
Σε ένα λιτό σκηνικό που αναπαριστά μια κουζίνα ενός φτωχικού
νοικοκυριού, με τους τρεις ηθοποιούς (Πασσάς, Καρατζογιάννης, Γκίκα) επί σκηνής
ήδη όταν προσέρχεται το κοινό – η Σακκά βρίσκεται σε καρέκλα της πλατείας, με
κοστούμια επιτυχώς επιλεγμένα (μου άρεσε η κόκκινη γραβάτα του Λευτέρη που ποτέ
δεν φόρεσε αλλά κρατούσε επιδεικτικά στο τραπέζι με τη νύφη και αποφάσισε να
βάλει στο τέλος πριν εγκαταλείψει το σπίτι, μου άρεσε που ο Αντώνης ήταν
ενδεδυμένος με κοστούμι καθώς πήγαινε για γαμπρός αλλά και πλέον είχε γίνει αφεντικό
β’, η ένδυση της Σακκά που ήταν κόρη καλοζωισμένη, προικισμένη και μορφωμένη
αλλά και το ριχτό φουστάνι της ταλαιπωρημένης μάνας που μέχρι πρότινος δούλευε
ως καθαρίστρια) και με στιγμές δυνατές όπως ήταν το τραγούδι της μάνας στα ρωσικά
(με τον Λευτέρη να μεταφράζει), η ομολογία του Λευτέρη για τη σεξουαλική του
εκμετάλλευση («μάνα με ξεβρακώσαν…»), πιο πριν η επίθεσή του στη Νατάσα με
σκοπό το γάλα (η χρήση γυμνού στήθους των νεαρών ηθοποιών είναι ένα
σκηνοθετικό στοιχείο που είθισται σε αρκετές παραστάσεις ήδη από πέρσι π.χ. Θάνατος
στη Βενετία, θέατρο «Πορεία» σκην. Γ. Παπαγεωργίου αλλά και φέτος Έγκλημα
και τιμωρία στο ίδιο θέατρο σκην. Δ. Τάρλοου) αλλά και η ομιλία της μάνας στους
ειδικούς σχετικά με τη ματαιότητα της όποιας θεραπείας για τον Λευτέρη μετά τα
μαύρα γεγονότα εις βάρος του. Το ίδιο ισχύει και για τη σκηνή όπου συντρώγουν
οι τέσσερις δρώντες αλλά και για την αποχαιρετιστήρια στιγμή των δύο αγοριών
στο τέλος.
Γκίκα, Πασσάς και Σακκά καλούνται να ανταποκριθούν όχι απλά
σε ρόλους αλλά σε μια υψηλή θεατρική περίσταση – πρόκληση – ευκαιρία και η
αλήθεια είναι πως βάζουν και οι τρεις τα δυνατά τους επιτυγχάνοντας ένα συνολικό
αποτέλεσμα ευχάριστο και συγκινητικό για το κοινό, και αυτό που ήδη ξέρει και
αυτό που πρώτη φορά βλέπει το Γάλα.
Τέλος, δεν μπορώ να μην αναφερθώ στον περιβόητο Παραστάτοφ
τον επικό ποδοσφαιριστή – προσωποποίηση της ευγενούς άμιλλας που συναντάμε και στο Τσιτάχ, τον ανδρικό
μονόλογο που έχει γράψει ο ίδιος δραματουργός και ερμήνευσε απίστευτα και
ανατριχιαστικά ο Γιώργος Νινιός, πάλι με την Ερμίνα Κυριαζή να συσκηνοθετεί στο
αυτό θέατρο.
Φτώχεια, μετανάστευση, ρατσισμός, ανάγκη για προσαρμογή και
εξομοίωση, επιβίωση, συμφέρον, ψυχική αρρώστια, αλκοολισμός, οικογενειακές σχέσεις, εκμετάλλευση,
αριβισμός, μνήμη – λήθη, ύπαρξη Θεού ή μη και ουκ ολίγες στιγμές χιούμορ: να γιατί το Γάλα παρίσταται
ακόμη και θα παρασταθεί και στο μέλλον ξανά και ξανά.
Αναλυτικές πληροφορίες: https://stathmostheatro.gr/project/to-gala/