ΕΞΑΡΤΑΤΑΙ

«Αν δεν ήταν ο Μήτσος, θα ήταν ο Κίτσος.
Η γκλάβα μας τα φταίει για όλα αυτά που τραβάμε.»

 

«Θεατρική Σκηνή Αντωνίου»

Νάξου 84,
Κυψέλη

 

Δραματοποιημένη
λογοτεχνία

Ένα έργο βασισμένο
στο ομώνυμο διήγημα της Μαρίας Μαυρικάκη

 

Σκηνοθεσία: Αντώνης
Αντωνίου

 

Αναλύει η
Μαρίνα Αποστόλου

 

Είναι
άνθρωποι που την κακήν ώρα την έχουν μέσα τους,
είχε γράψει κάποτε ο Κώστας
Καρυωτάκης για να προλογίσει το ποίημά του Θάνατοι (συλλογή: Ο πόνος
του ανθρώπου και των πραμάτων
). Αυτόν τον στίχο μού έφερε στο μυαλό η
παράσταση με τον τίτλο Εξαρτάται που ανεβαίνει στη Θεατρική Σκηνή
Αντωνίου της οδού Νάξου 84 στην Κυψέλη.

Το κείμενο
είναι της Μαρίας Μαυρικάκη ενώ τους πρωταγωνιστικούς ρόλους κρατούν τέσσερις
στενοί συνεργάτες. Πρόκειται για τους ηθοποιούς: Αντώνη Αντωνίου, Νατάσα Ασίκη,
Τάκη Βαμβακίδη και Ειρήνη Κονίδου. Τη σκηνοθεσία του έργου έχει αναλάβει, όπως
πάντα στον συγκεκριμένο χώρο, ο ίδιος ο Αντώνης Αντωνίου.

Το δραματικό
(πλέον) κείμενο πραγματεύεται την ιστορία του Άκη, ενός επί χρόνια
τοξικομανούς, που πια δεν είναι στη ζωή. Τέσσερα πρόσωπα μιλούν για αυτόν και για
τον Γολγοθά που ο καθένας τους ανέβηκε στο πλάι του προκειμένου να τον στηρίξουν
στον δύσκολο αγώνα της απεξάρτησης από τις ναρκωτικές ουσίες. Η αδελφή του η
Ρία, ο καρδιακός του φίλος ο Γεράσιμος, ο συστρατιώτης του με καταγωγή από την
περιοχή Μηλιά και η πρώην σύντροφός του, η Τούλα.

Είναι
πραγματικά πολύ έξυπνος ο τίτλος που επέλεξε η Μαυρικάκη για το διήγημά της.
Μία λέξη, ένα ρήμα στην παθητική φωνή χωρίς υποκείμενο που υπονοεί ποιητικό
αίτιο… από τι άραγε εξαρτάται τι; Μια λέξη που την αρθρώνουμε συχνά καθώς όλα
είναι σχετικά και επηρεάζονται αρκετά και ως ένα βαθμό από άλλες παραμέτρους, πολλές φορές αστάθμητες. Αλλά και ένα ρήμα που παράγει το ουσιαστικό «εξάρτηση»,
δηλαδή την απόλυτη προσκόλληση σε κάτι που δεν αποβάλλεται εύκολα.

Το ίδιο
ευφυής, κατά τη γνώμη μου, είναι και η επιλογή του ονόματος του προσώπου
ενδιαφέροντος της υπόθεσης. 
«Άκης». Ένα όνομα που όπως ο ίδιος είχε πει με
κάποια αγανάκτηση είναι ένα όνομα απρόσωπο και ασήμαντο εφόσον μπορεί να προκύψει
από τα μισά αντρικά ονόματα… Ο Άκης λοιπόν της Μαυρικάκη μπορεί να είναι οποιοσδήποτε
σχεδόν άνθρωπος, οποιοσδήποτε άντρας τύχει να προσβληθεί από αυτόν τον καρκίνο της
ψυχής που οδηγεί στην ισοπέδωση του σώματος και στη συντριβή του περίγυρου,
κυρίως του οικογενειακού.

Είναι όντως
φοβερό, όπως ακούμε και τη Ρία να λέει στο έργο, πώς ο άνθρωπος ενώ μπορεί και
ορίζει τη μοίρα του εντούτοις δεν δύναται να την αλλάξει. Μήπως λοιπόν ακριβώς
γι’ αυτόν τον λόγο πρέπει να προσέξει πώς θα την ορίσει ούτως ώστε να μην
βρεθεί στο μέλλον στη δυσμενή θέση του να μην μπορεί να την τροποποιήσει;

Ο Άκης ήταν ένας
άνθρωπος που δεν ανήκε στα δύο άκρα της κοινωνίας. Αυτό σημαίνει ότι δεν ήταν
ούτε πολύ φτωχός χωρίς οικογένεια ούτε πολύ πλούσιος και παραμελημένος, δηλαδή
πάλι χωρίς οικογενειακό πλαίσιο και έρεισμα. Όχι, γραμματικές γνώσεις δεν είχε πολλές.
Είχε πάει να μάθει υδραυλικός, είχε εργαστεί ως εργάτης στην καθαριότητα του
Δήμου, είχε μπαρκάρει κιόλας στα καράβια κι ας μην είχε το μικρόβιο του
ναυτικού σαν τον πατέρα του. Ήταν όμως ένας άνθρωπος εξαιρετικά τυχερός διότι
είχε δίπλα του πρόσωπα που του προσέφεραν αγάπη με αυταπάρνηση και δίχως ίχνος
λύπησης. Ιδιαίτερα συγκινητική η στιγμή στο φινάλε όταν και τα τέσσερα
δραματικά πρόσωπα εκφωνούν όλα μαζί: «Δεν ήθελα να σε βοηθήσω. Να σε σώσω ήθελα…»

Ο Άκης ήταν
καλλιτέχνης. Ήταν ροκάς, έπαιζε μπάσο και μαζί του στις συναυλίες είχε τον
Γεράσιμο τον φίλο του από την οικοδομή. Ανδρώθηκε με πασίγνωστα επιτυχημένα συγκροτήματα
όπως οι
Rolling Stones αλλά ήταν και επιρρεπής σε κακές παρέες που είχαν επίσης κακή
σαν κι αυτόν κατάληξη (ακούμε ότι ο έμπορος που τον προμήθευε ηρωίνη «έφυγε» και
αυτός ενώ πιο μετά ακούμε για κάποιον άλλο ξεδοντιάρη που του παρείχε ουσίες,
προφανώς άρρωστος χρήστης και αυτός). Αγαπούσε τα ταξίδια που του πρόσφεραν τα ναρκωτικά
μέχρι που ταξίδεψε μια και καλή. Πάλεψε με τους δαίμονές του με συνοδοιπόρους τους
δικούς του ανθρώπους, πολλές φορές νικούσε μα και γρήγορα ξανακυλούσε – γιατί όμως;

Στο έργο
ακούμε για συνοσηρότητες, για διπολική και ψυχωσική διαταραχή. Ο Άκης σαφώς δεν
είχε την ψυχική του υγεία, απόρροια μήπως της πολυετούς χρήσης της ηρωίνης ή το
αντίθετο; Δηλαδή έπασχε από αυτά τα νοσήματα που τον ώθησαν στη χρήση; Στο έργο
ακούμε ακόμη για νευρολόγο, για «μουρλοφάρμακα», για τη γνωστή δομή του ΚΕΘΕΑ,
το «18 άνω», το Δαφνί που δεν τον δέχτηκε γιατί δεν νοσήλευε ναρκομανείς…

Πολλές οι
αιχμές της Μαυρικάκη για τις δυσλειτουργίες της ελληνικής κοινωνίας και της ελληνικής
νοοτροπίας. Έτσι το 1975 η Ελλάδα βρισκόταν σε φάση μεταπολίτευσης μόνο
θεωρητικά, η αγία ελληνική οικογένεια κοιτούσε να βολέψει το βλαστάρι της με
μέσον σε μόνιμη δουλειά στο δημόσιο, η μητέρα που γέννησε το παιδί της αδυνατεί
να αναγνωρίσει ότι υπάρχει πρόβλημα ενώ οι πολίτες βλέπουν τους τοξικομανείς
σαν απορρίμματα: Όλοι θέλουν χώρο για τα σκουπίδια αρκεί να μην είναι στην
πόρτα τους…

Παρόλα αυτά,
η Μαυρικάκη εξυψώνει μέσα από το κείμενό της την οικογένεια ως θεσμό και ως
οντότητα με ουσία και τρομακτική δύναμη. Ο Άκης σε όλη του την πορεία του μπρος
– πίσω με την ηρωίνη έχει σταθερά την κάλυψη και την υποστήριξη των δικών του.
Ιδίως της κατά της οκτώ χρόνια μικρότερης αδελφής του. Έτσι, ενώ σε πολυάριθμα
θεατρικά έργα η οικογένεια κατακεραυνώνεται ως μια εστία ψυχικής μόλυνσης που οδηγεί
το άτομο στην καταστροφή, στην περίπτωση αυτή η οικογένεια είναι ο στυλοβάτης του
ανθρώπου που νοσεί χωρίς να τον εγκαταλείψει ούτε στιγμή. Είναι όμως αυτό
αρκετό για τη σωτηρία του;

Γενικότερα,
η συγγραφέας θέτει στο επίκεντρο τις ανθρώπινες, καθαρές, ποιοτικές, ανθεκτικές
σχέσεις. Η Τούλα, η κοπέλα που κάποτε γνώρισε ο Άκης στο Κουφονήσι, έμεινε επί
πέντε χρόνια μαζί του παίρνοντας η ίδια χάπια για να αντέξει. Μα και όταν
πέρασε ο καιρός και η ίδια άλλαξε εμφανισιακά (κόκκινα μαλλιά, σώμα που είχε
ζήσει δύο γέννες), η αγάπη της για εκείνον δεν έσβησε. Η Τούλα κατέφθασε στο
πατρικό του, θέλησε να δει τι κάνει ο Άκης, πόνεσε για την άσχημη εξέλιξή του.

Μου άρεσε
πολύ το σκηνικό με τα συρματοπλέγματα φυλακής. Όλοι όσοι σχετίζονται με έναν
τοξικομανή είναι πράγματι σαν να ζουν σε φυλακή. Η ζωή τους περιορίζεται,
γεμίζει άγχος, εφιάλτες, αγωνίες και ματαίωση. Μου άρεσε επίσης και το πώς
εμφανίστηκαν οι τέσσερις ηθοποιοί επί σκηνής στην έναρξη: ταυτόχρονα όλοι μαζί
ο ένας παρατεταγμένος πλάι στον άλλον. Ο ένας γνώριζε τον άλλον: αλίμονο κιόλας
αφότου τους συνέδεε ένα κοινό πρόβλημα.

Η παράσταση
αποτελείται από τέσσερις παράλληλους μονολόγους, σπασμένους σε τμήματα που διαδέχονται τα μεν τα δε του ενός του άλλου (Στοιχηματίζω πως εκεί έγκειται και η δυσκολία της μετατροπής σε θεατρικό έργο, στην ίδια την αφήγηση και τη σύνθεση). Εκείνοι του Γεράσιμου φίλου –
μεγάλου αδερφού (Αντώνης Αντωνίου) και της Ρίας (Νατάσσα Ασίκη) είναι οι πιο
εκτενείς. Πολύ χαρακτηριστικός ήταν ο ρόλος του φίλου αγρότη και νεκροθάφτη από
την επαρχία με τον Τάκη Βαμβακίδη να προσαρμόζει την προφορά του ανάλογα και
κυρίως να εκφράζει τα άδολα συναισθήματα αγάπης για τον Άκη που ήταν πάντα
καλοδεχούμενος στα μέρη του. Τέλος, η Τούλα (Ειρήνη Κονίδου) ήταν το πρόσωπο
που συμπλήρωνε τη ζωή ενός ανθρώπου που είχε αδυναμίες αλλά και πολλές ευκαιρίες.
Ο έρωτάς της για εκείνον ανεξίτηλος αλλά και βαθύς που έκανε, όπως ακούμε στο
έργο, να μοιάζουν οι άλλες της σχέσεις ανάλατες και αδιάφορες.

Θα μπορούσε
το συγκεκριμένο διήγημα, εφόσον επελέγη να δραματοποιηθεί, να μην διακριθεί σε
τέσσερις ξέχωρους μονολόγους αλλά να δούμε και το στοιχείο των διαλόγων μεταξύ
των δρώντων. Από τη στιγμή που τα άτομα αυτά γνωρίζονταν, θα θέλαμε ίσως να τα
δούμε να συμπλέκονται και να συνδιαλέγονται επί σκηνής. Ασφαλώς όμως, αυτό θα
απαιτούσε ακόμη πιο σκληρή δουλειά από την άποψη της δραματουργικής επεξεργασίας.

Κάτι
επιπλέον που θα μπορούσε να τονώσει την παράσταση θα ήταν η προσθήκη βίντεο και
φωτογραφιών (που εξάλλου συνηθίζεται πολύ στο θέατρο τελευταία) ή και την
ηχογραφημένη φωνή του Άκη (κανονικό όνομα Αρτέμιος). Ωστόσο, η γλώσσα της Μαυρικάκη
είναι τόσο δυνατή, παραστατική, με λεπτομερείς περιγραφές, γεμάτη εικόνες που κρατάει
αμείωτο το ενδιαφέρον των θεατών (θυμάμαι τις κλωστούλες από τον άνηθο την ώρα
που μαγείρευε η μάνα τους…). Είμαι σχεδόν βέβαιη ότι η συγγραφέας έχει εμπειρία
άμεση ή έμμεση με άνθρωπο που πέρασε από το τούνελ των ουσιών. Ο τρόπος που
περιγράφει τα στάδια που διέρχεται ο Άκης στην προσπάθεια να ξεφύγει είναι συγκλονιστικός
(ακούμε για το «κλειστό» στην Ασκληπιού, για τη μεθαδόνη που πήρε η «Αρσακειάδα»
η αδερφή του Άκη για λογαριασμό του, για το αποδεικτικό χαρτάκι που ξέχασε να
λάβει με κίνδυνο να την ελέγξουν και να κατηγορηθεί για διακίνηση, νωρίτερα για
τους ανώνυμους ναρκομανείς και τις ανοιχτές συνεδρίες όπου ακούγονταν τα
ανείπωτα…)

Ο ρόλος της Ρίας
με άγγιξε πιο πολύ από όλους. Ίσως γιατί η Ασίκη είναι φανταστική ηθοποιός,
ίσως γιατί η Ρία έδωσε τον πιο μεγάλο αγώνα από όλους (οι φίλοι της τής λέγανε
ότι αυτή είναι η εξαρτημένη ενώ ο αδελφός της είναι μόνο εθισμένος). Η Κονίδου
ήταν πολύ τρυφερή ως Τούλα, έμενε καθιστή με τα χέρια να κρύβουν το πρόσωπό της
όταν δεν ερμήνευε όρθια. Ο Βαμβακίδης υποδύθηκε έναν απαιτητικό επίσης ρόλο όχι
μόνο γιατί έπαιξε το παιδί της επαρχίας με τα διαφορετικά ήθη και έθιμα αλλά
και γιατί κλήθηκε και αυτός να δείξει πόσο πονούσε τον Άκη. Ο Αντωνίου, πάντα
βασικός συντελεστής στις παραστάσεις που ο ίδιος ανεβάζει, υποκρίθηκε τον
Γεράσιμο που επίμονα αποτελούσε τον αντίποδα και το αντίβαρο στα σκοτάδια της ψυχής
του δυστυχή Άκη.

Το μόνο
σίγουρο είναι ότι από την παγίδα των ναρκωτικών δεν εξαιρείται κανείς. Δεν υπάρχουν
ούτε έμφυλα ούτε ταξικά κριτήρια και χαρακτηριστικά. Και το επίσης αναμφισβήτητο
είναι ότι μόνο ο ίδιος ο πάσχων μπορεί να βοηθήσει τον εαυτό του αφού του
επιβληθεί και ακολουθήσει τις οδηγίες των ειδικών.

Αξίζει να σημειωθεί ότι στο πέρας της παράστασης κάθε φορά ο Αντωνίου ζητάει τη γνώμη του κοινού και παρότι έχουμε να κάνουμε με έναν πελώριο υποκριτικά καλλιτέχνη που έχει φθάσει τόσο ψηλά καθώς διαθέτει μια μακρόχρονη και άκρως αξιόλογη εμπειρία, κάθε άποψη από την πλατεία ακούγεται εκ μέρους του πάντα με σεβασμό και προσοχή. Είναι όντως προς τιμήν του αυτή η σύντομη επαφή που επιδιώκει.


Πώς γίνεται να επιθυμείς τόσο να ζήσεις και συνάμα να αυτοκαταστρέφεσαι;

Ένα έργο
ρεαλιστικό, βαθιά ανθρώπινο, διαχρονικό.

 

 

 

 

Συντελεστές:

 Σκηνοθεσία: Αντώνης Αντωνίου

Σκηνικά – Κοστούμια: Νίκος Κασαπάκης

Φωτισμοί: Μαριέττα Παυλάκη

Μουσική – Μουσική Επιμέλεια: Πιέρρος Παπαδάκος

Επικοινωνία: Άντζυ Νομικού

 

Παίζουν οι ηθοποιοί:

Αντώνης Αντωνίου, Νατάσα Ασίκη, Τάκης Βαμβακίδης, Ειρήνη Κονίδου

Σχόλια

Δεν υπάρχουν ακόμη σχόλια. Γιατί δεν ξεκινάτε τη συζήτηση;

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *