Η ΛΕΞΗ ΠΡΟΟΔΟΣ ΣΤΟ
ΣΤΟΜΑ ΤΗΣ ΜΗΤΕΡΑΣ ΜΟΥ ΗΧΟΥΣΕ ΠΟΛΥ ΦΑΛΤΣΑ

του Ματέι Βίζνιεκ

Μετάφραση: Έρση
Βασιλικιώτη

 

Σκηνοθεσία: Αικατερίνη
Παπαγεωργίου

 

Από την ομάδα Young Quill

ΘΕΑΤΡΟ «ΜΠΕΛΛΟΣ»

Κέκροπος 1, Πλάκα

 

Αναλύει η Μαρίνα Αποστόλου


 Ένα έργο για τον επαναπατρισμό των κατοίκων της
πρώην Γιουγκοσλαβίας ύστερα από τη λήξη του εμφυλίου πολέμου.


-Ήξερες πως ήμουν εγώ
και μου ριξες; … Έχετε ακόμα και τρώτε εκεί πέρα; … Θα τρώτε τα σκατά σας… Θα
του δώσουμε το όνομά σου γιατί για μας είσαι ήδη πεθαμένος!

 

-Όσο πιο σκατά είναι
μια χώρα, τόσο πιο ωραίες οι πίπες που κάνουν τα κορίτσια της… Τα ωραιότερα
λουλούδια φυτρώνουν μέσα στα σκατά! Γιατί δεν μου μιλάς όταν σου μιλάω;
ΤΣΟΥΛΙΤΣΑ!

 

Όταν με κάλεσε η Μαρίκα Αρβανιτοπούλου, η δημοσιογράφος που
έχει αναλάβει την προώθηση της παράστασης, να παρακολουθήσω το εν λόγω έργο
εξεπλάγην θετικά διότι ακριβώς εκείνες τις ημέρες αναρωτιόμουν γιατί δεν
βλέπουμε «Βαλκάνια» στα τόσα θέατρα της Αθήνας. Και δεν μιλάμε για γιαπωνέζικο
θέατρο ούτε για αφρικανικό των οποίων οι πολιτισμοί είναι τόσο έτεροι, τόσο
ξένοι, τόσο μακρινοί
̇ Μιλάμε για τη γειτονιά μας.


Βεβαίως, το συγκεκριμένο κείμενο
δεν παρίσταται πρώτη φορά στη χώρα μας. Έχει κινήσει και παλιότερα το
ενδιαφέρον τόσο του επαγγελματικού όσο και του πιο ερασιτεχνικού θεάτρου.
Ωστόσο, αυτή τη φορά έχω την αίσθηση ότι το υλικό του Ρουμάνου δραματουργού
έχει ληφθεί σοβαρά υπόψη γι’ αυτό και η απόδοση είναι τόσο υψηλής αισθητικής
μιλώντας απευθείας στους θεατές. Την παράσταση σκηνοθετεί η Αικατερίνη Παπαγεωργίου,
μια πολύ νέα σκηνοθέτις της οποίας η σύλληψη παραπέμπει σε καλλιτέχνη που
εργάζεται τουλάχιστον εδώ και είκοσι χρόνια. Πολυάριθμες οι σκηνές που μου
εντυπώθηκαν χάρη στην άριστη σκηνοθεσία, θα αναφέρω εντελώς ενδεικτικά μερικές:

  •   Τη σκηνή που η Ίντα (Ελίζα Σκολίδη)
    μαυροφορεμένη καθότι χήρα (αδελφός και άντρας αλληλοσκοτώθηκαν) τραγουδάει ένα
    άσμα μάλλον λυπητερό ενώ παράλληλα απλώνει στο σχοινί την μπουγάδα με τα
    ματωμένα ρούχα μέχρι που το αφήνει και πέφτει κάτω απότομα. Ανατριχιαστικό
    στιγμιότυπο.
  •   Τη σκηνή (νωρίτερα αυτή) που ο
    στρατιώτης (Αλέξανδρος Βάρθης) δίνει εντολές στους επαναπατριζόμενους για το
    πώς οφείλουν να κινηθούν. Ο τόνος της φωνής του, η εκφορά των λέξεων –
    διαταγών, το συνολικό του ύφος επιτακτικό και σκληρό και συνάμα ανόητο ιχνογραφεί
    το κλίμα τρομοκρατίας που χαρακτήρισε την επανέναρξη της ειρήνης.
    Εντυπωσιάστηκα με τις πρωτότυπες λευκές, πλεχτές μάσκες διπλής όψης (με δύο
    πρόσωπα, μπρος – πίσω) που φορούσαν οι επιστρέφοντες «πρώην προδότες» που όμως «συγχωρέθηκαν»
    και γι’ αυτό όφειλαν να είναι τουλάχιστον ευγνώμονες. Στο μυαλό μου ήρθε
    αβίαστα ο χορός του αρχαίου ελληνικού θεάτρου.
  •   Τις δύο σκηνές με τους νεκρούς φαντάρους
    Φραντς και Κοκάι. Αντί ηθοποιών, αντί σωμάτων, δύο ενδύματα σαν πουκάμισα
    τοποθετημένα ψηλά και ηχογραφημένες φωνές νέων ανδρών.
  •   Φυσικά, τη σκηνή στο τέλος του έργου
    με τον καιροσκόπο γείτονα (Αλέξανδρος Βάρθης) να ποτίζει τα λουλούδια που
    φύτεψε η Ίντα στο χώμα προς τιμή του νεκρού αδερφού με λεφτά αντί για καθαρό
    νερό.  

Παρότι το χρονικό επίκεντρο του έργου τοποθετείται στη λήξη
του εμφυλίου στη Γιουγκοσλαβία (δηλαδή περί τα μέσα της δεκαετίας του 1990), ο
Ρουμάνος δραματουργός αναφέρεται γενικά στους πολέμους που αιματοκύλησαν την
ευρύτερη περιοχή. Έτσι, ακούμε από τον νεκρό γιο Βίτκο (Τάσος Λέκκας) να
γίνεται λόγος για Βαλκανικούς Πολέμους, για Α’ Π.Π., αρκετά για τον Β’ Π.Π.,
για τους φόνους από την αντίσταση των παρτιζάνων (ένα σώμα ανάλογο με τους αντάρτες
εκείνη την εποχή στην Ελλάδα) μέχρι τον απολυταρχισμό του κομμουνισμού και το
ξέσπασμα του εμφύλιου σπαραγμού. Ακόμη και ένας θεατής που δεν διαθέτει
ιστορικές γνώσεις κάλλιστα αντιλαμβάνεται ότι πρόκειται για λαούς πολύ
ταλαιπωρημένους, κατατρεγμένους, που δεν είχαν τότε άλλη επιλογή από το να
μαζέψουν τα κομμάτια τους και να εκκινήσουν εκ νέου από μηδενική αφετηρία.
Σημειωτέο πως το έργο γράφτηκε το 2000, δηλαδή πολύ κοντά στη λήξη του
αλληλοσπαραγμού.

Γύρω από τους πρώην Γιουγκοσλάβους, οι διαχρονικοί Ευρωπαίοι.
Πόσοι και πόσοι δραματουργοί δεν έχουν κατακεραυνώσει με τη γραφή τους την
πρόοδο και τον πολιτισμό τους που δεν είναι παρά μια εύθραυστη βιτρίνα! Έτσι
και ο Βίζνιεκ. Ξεμπροστιάζει άφοβα όλη την υποκρισία των χωρών υποδοχής των
προσφύγων που αναγκάστηκαν να υπομείνουν κάθε ταπείνωση αδιαμαρτύρητα. Δεν
είναι τυχαίο ότι η Ίντα δεν μιλάει σχεδόν καθόλου. Κάποια στιγμή όμως έρχεται η
ώρα να πει και αυτή ένα «όχι» το οποίο εκλαμβάνεται ως … «ρατσισμός». Τι
οξύμωρο από τη μεριά αυτών που της το προσάπτουν! Τι φοβερό να το λένε αυτό
υπάνθρωποι εκμεταλλευτές, ιδίως η τραβεστί που μάλιστα θεωρεί ότι ο
κομμουνισμός κατέρρευσε επειδή είχε απαγορεύσει το σεξ και τις απολαύσεις του.


Όλος ο θίασος παίζει εξαιρετικά και ο κάθε ηθοποιός υποδύεται
τουλάχιστον και ένα δεύτερο δραματικό πρόσωπο. Είναι μια ομάδα με πολύ θετική αύρα,
εμφανώς δεμένη, ταιριαστή, μοιάζει πράγματι σαν να βγήκε από τα συντρίμμια μιας
χώρας που έγινε χίλια κομμάτια. Η Ελίζα Σκολίδη ξεχωρίζει για την υπέροχη φωνή της
όταν τραγουδά, για την αξιοζήλευτη κίνησή της πάνω στον σιδερένιο σωλήνα, για
τη γρήγορη μεταμόρφωσή της ως γριά και χαροκαμένη μαζί μάνα που υιοθετεί όμως μια
διαφορετική οπτική σε σύγκριση με εκείνης της μητέρας του Βίτκο (Μάνια Παπαδημητρίου).
Θεωρεί τους σκοτωμούς των νεαρών ανδρών αναπόδραστα συμβάντα (αφού σκότωσε,
σκοτώθηκε…) ενώ κοιτάζει να συνεχίσει τη ζωή της ασπαζόμενη ακόμα και αυτή
κάποια από τα θεμελιώδη στοιχεία της νέας τάξης πραγμάτων που στηρίζει την
επιβίωση στο εύκολο κέρδος. Ο πατέρας (Δημήτρης Πετρόπουλος) είναι βαρύς και
στενοχωρημένος λόγω πένθους ενώ εκτελεί αγόγγυστα την επιθυμία της γυναίκας του
για την εύρεση του σκελετού του γιου τους (ή μέρους αυτού) με βάση προσωπικά
πολεμικά του αντικείμενα κοντά στο σημείο εντοπισμού.

Λέκκας – Σκολίδη – Βάρθης σηκώνουν στους ώμους τους το
μεγαλύτερο βάρος της παράστασης με τον τελευταίο να ξεχωρίζει ορατά το δίχως
άλλο.

Τελικά, ένας καλός ηθοποιός χρειάζεται απλά μια καλή ευκαιρία
για να ξεδιπλώσει το υποκριτικό του ταλέντο. Προσωπικά, έμεινα άφωνη με τον
Αλέξανδρο Βάρθη σε ερμηνεία πολλαπλών ρόλων με αποκορύφωμα εκείνον του άθλιου
οπορτουνιστή γείτονα που τα πουλάει «όλα». Οι «μεταλλάξεις» του επί σκηνής
αποδεικνύουν όχι μόνο την ταχύτητά του και την προσαρμοστικότητά του στις
ανάγκες μιας πολύ απαιτητικής παράστασης αλλά και επικυρώνουν ακριβώς την
ιδιότητα που φέρει ως καλλιτέχνης: είναι όντως ηθοποιός.

Η παράσταση Η λέξη
πρόοδος στο στόμα της μητέρας μου ηχούσε πολύ φάλτσα
είναι μια μοναδική
ευκαιρία για το φιλοθεάμον κοινό να έρθει σε επαφή με ένα δραματικό κείμενο από
Βαλκάνιο συγγραφέα με θέμα την
καταστροφή μιας άλλης βαλκανικής χώρας.

Και ξαναρωτώ εύλογα: Γιατί δεν μελετάμε κείμενα από τις χώρες
αυτές που είναι δίπλα μας; Γιατί αγνοούμε τη δραματουργική τους παραγωγή;

Μετά από έναν πόλεμο και δη εμφύλιο που έχει ξεσπάσει κατόπιν
μακρόχρονου απολυταρχικού καθεστώτος κανείς δεν μπορεί να χαρακτηριστεί
κερδισμένος. Οι γονείς είναι θλιμμένοι γιατί έχασαν παιδιά στον πόλεμο, γιατί
οι κόρες τους εκπορνεύτηκαν, γιατί τα σπίτια τους κάηκαν, γιατί δεν έχουν
χρήματα, γιατί ζουν στα όρια της παραίσθησης ψάχνοντας για τα κόκκαλα του
νεκρού τους γιου με σκοπό τη δημιουργία ενός αξιοπρεπούς τάφου… Μα κι αυτοί
που εκμεταλλεύονται τον πόνο και την ανέχεια τόσο εντός όσο εκτός χώρας, κάπου
κοντά στην προηγμένη δύση, δεν είναι παρά αισχρά ανθρωπάρια με δράση παράνομη,
χυδαία ή στην καλύτερη περίπτωση κυνική.

Ένα πολιτικό θεατρικό έργο τραβάει τους θεατές στον βυθό του
και τους κρατάει εκεί καθόλη τη διάρκεια της παράστασης. Δεν τους αφήνει να
βγουν στην επιφάνεια διότι τα πράγματα δεν είναι επιφανειακά. Το κοινό θα
κληθεί να αναζητήσει ή/και να κατανοήσει ιστορικά γεγονότα, θα παρατηρήσει
ιδιαίτερες ανθρώπινες συμπεριφορές αλλά και ψυχοσυνθέσεις σύμμορφες με την
εποχή και τα κοινωνικά δεδομένα της χώρας που έχει μεν ειρήνη αλλά και μετράει
πληγές έχοντας απότομα εισέλθει στην κουλτούρα του καπιταλισμού. Μια γυναίκα
πωλείται για διακόσιες κούτες τσιγάρα, ένας πατέρας επισκευάζει την διαλυμένη
στέγη του σπιτιού του χάρη στα χρήματα που του στέλνει η πόρνη κόρη του και μια
μάνα ζητά πεισματικά τα οστά του δικού της παιδιού για να μπορεί να το κλαίει
με την ησυχία της…

Τέλος, συγχαρητήρια θα ήθελα να δώσω στην Ειρήνη Γεωργακίλα
που επιμελήθηκε τα κοστούμια (είναι τουλάχιστον αξιοπρόσεκτα όπως π.χ. η γούνα του Ιταλού πελάτη – προαγωγού, οι μπότες της Ίντα και οι κάλτσες με λαστιχένιες σαγιονάρες του γείτονα) και στη Μυρτώ
Σταμπούλου που ασχολήθηκε με τα σκηνικά. Τα παλιά πεταμένα υποδήματα τα έχω ξανασυναντήσει
στη σκηνή και πάντα μου γεννούν το αίσθημα του πόνου γιατί παραπέμπουν σε
θάνατο, σε βίαιη φυγή, σε κακοποίηση.

 

 

Ταυτότητα παράστασης:

Κείμενο: Ματέι Βίζνιεκ

Μετάφραση: Έρση Βασιλικιώτη

Σκηνοθεσία: Αικατερίνη Παπαγεωργίου

Σκηνικά: Μυρτώ Σταμπούλου

Κοστούμια: Ειρήνη Γεωργακίλα

Πρωτότυπη μουσική: Μαρίνα Χρονοπούλου

Χορογραφίες: Χρυσηίς Λιατζιβίρη

Σχεδιασμός Φωτισμού: Κωστής Μουσικός

Βοηθός Σκηνοθέτη: Έφη Λεωνίδα

 

Παίζουν (αλφαβητικά): Αλέξανδρος Βάρθης, Τάσος Λέκκας, Μάνια
Παπαδημητρίου, Δημήτρης Πετρόπουλος, Ελίζα Σκολίδη

 

Φωτογραφίες: Ελίνα Γιουνανλή

Γραφιστική επεξεργασία: Indigo Creative

Επικοινωνία: Μαρίκα Αρβανιτοπούλου | Art Ensemble

Διεύθυνση παραγωγής: Φάνης Μιλλεούνης

 

www.theyoungquill.com

www.theatrompellos.gr

Βίντεο: https://www.facebook.com/reel/365785799189485/

Σχόλια

Δεν υπάρχουν ακόμη σχόλια. Γιατί δεν ξεκινάτε τη συζήτηση;

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *