Η ΜΑΝΑ ΑΥΤΟΥΝΟΥ… ΕΛΛΗ
ΖΑΧΟΥ – ΤΑΧΤΣΗ

της Κικής
Μαυρίδου

Πολυχώρος «Vault»

Μελενίκου 26,
10447, Βοτανικός

Σκηνοθεσία: Βαγγέλης
Λάσκαρης

 

Σάββατο, 14 Οκτωβρίου
2023

6.15 μ.μ.

 

Κριτική
ανάλυση

της Μαρίνας
Αποστόλου

 

Ένα θεατρικό έργο – ντοκουμέντο έχουν
την ευτυχία να παρακολουθήσουν οι θεατές στον πρώτο όροφο του πολυχώρου
Vault κάθε Σάββατο και Κυριακή, στις
6 και 9 η ώρα μ.μ. περίπου αντίστοιχα.

Η Κική Μαυρίδου έγραψε τον σπουδαίο
μονόλογο ”Η μάνα αυτουνού… Έλλη Ζάχου – Ταχτσή” αποτυπώνοντας κοινωνικά και
ιστορικά την Ελλάδα κυρίως από τον μεσοπόλεμο και μετά και φτάνοντας μέχρι τη
σύγχρονη εποχή με τη μητέρα του μεγάλου συγγραφέα να πεθαίνει στο νοσοκομείο
αποπέμποντας για ακόμη φορά τον γιο της λίγο πριν εκπνεύσει. Αυτό που γοητεύει
στο δραματικό κείμενο της Μαυρίδου δεν είναι ότι μας μιλάει για φτώχεια,
κακοποίηση, δυστυχία και αγώνα για επιβίωση. Αυτές οι θεματικές εξάλλου
κυριεύουν πολλούς μονολόγους γυναικών που ενθυμούνται τη δύσκολη ζωή τους. Αυτό
που συγκλονίζει είναι ότι το κεντρικό πρόσωπο αναφοράς υπήρξε πράγματι και δεν
είναι άλλο από τον Κώστα Ταχτσή που έμεινε στην ιστορία τόσο για το λογοτεχνικό
του έργο όσο και για την ομοφυλοφιλία του αλλά και την παρενδυτικότητά του σε
εποχή που για να απολαύσει ένας γκέι τον έρωτα έπρεπε συχνά να τον αναζητήσει
επί πληρωμή στον δρόμο με όποια συνέπεια για τη σωματική του ακεραιότητα.
Πραγματικότητα λοιπόν και ιδιαιτερότητα οι δύο παράμετροι που καθιστούν το έργο
ξεχωριστό.

Για την ερμηνεία της Ράνιας Σχίζα,
τι να πρωτοπώ που άργησα αρκετά να παρακολουθήσω το έργο και ήδη τα έχουν πει
άλλοι πριν από μένα; Έχει μπροστά της ένα κείμενο θεριό, ένα άγριο ζώο που
πετάει φωτιές και ή θα το τιθασεύσει ή θα την φάει εκείνο ζωντανή. Γιατί για
τόσο δυνατό κείμενο μιλάμε. Και προφανώς συμβαίνει το πρώτο με την ηθοποιό να
σείεται σχεδόν μιάμιση ώρα επί σκηνής διατρέχοντας από την Αθήνα στη
Θεσσαλονίκη, μετά στη Βέροια και στον Βόλο και τέλος να σβήνει ως γιαγιά Έλλη
στο Ιπποκράτειο νοσοκομείο από τα πνευμόνια της. Προσφέρει πραγματικά το 100%
της ψυχής της κρατώντας καθηλωμένο το κοινό και συγκινώντας το βαθιά. Δεν θα
ξεχάσω το αδύνατο στέρνο της που παλλόταν χαρακτηριστικά κατά τη διάρκεια της υπόκρισής
της ενώ κατά διαστήματα έπαιζε με το σάλι της.

Συγχαρητήρια όμως οφείλω να πω και
στον σκηνοθέτη Βαγγέλη Λάσκαρη που ανέλαβε με υπευθυνότητα και το κείμενο και
τη Ράνια Σχίζα. Την διατηρεί σχεδόν ακίνητη, την βάζει να σηκώνεται λίγες
σχετικά φορές, κινητοποιεί πιο πολύ τα χέρια της ενώ δουλεύει με το πρόσωπο και
τις εκφράσεις του και ως επί το πλείστο με τη σαγηνευτική, ελαφρώς βραχνή φωνή
της και την πεντακάθαρη άρθρωσή της που δεν χόρταινα να ακούω όπως χτυπούσε
πάνω στα φωνήματα του λόγου. Παίζει και με τους φωτισμούς που χαμηλώνουν
πρόσκαιρα για να μεταβούμε από το ένα θέμα στο άλλο, από τη μια στιγμή της ζωής
της γυναίκας αυτής στην επόμενη.

Το μείζον θέμα της ευθύνης (γονικής
και όχι μόνο) βασανίζει τους θεατές που παρακολουθούν το έργο: Ποιος φταίει;
Κανείς δεν φταίει πολλές φορές και φταίνε ταυτόχρονα οι πάντες. Ο άνθρωπος
είναι έρμαιο των παθών του (αλκοόλ, τζόγος, ουσίες), ο άνθρωπος είναι
εξαρτώμενος από τη βούληση των γονιών του ανάλογα με τις δικές τους ανάγκες και
την ιδιαίτερη συνθήκη της εποχής (μια κοπέλα μικροπαντρεύεται γιατί έχει μητριά,
γιατί έχει μάνα με καρκίνο στη μήτρα και έτσι ένα παιδί γεννάει παιδιά…), ο
άνθρωπος είναι ένα κτήνος που δεν εξανθρωπίζεται ποτέ, πληγώνει ισόβια και δεν
τιμωρείται (μια αγοροπαρέα, που δεν καταγγέλλεται ποτέ, βιάζει ένα αγόρι), ο
άνθρωπος έχει προτιμήσεις, αδυναμίες, απωθημένα, στερεότυπα (μια γιαγιά και
παλιότερα μάνα θέλει μόνο αγόρια για παιδιά και εγγόνια και τα ανατρέφει με
λάθος τρόπο), ο άνθρωπος-θύμα γίνεται σκληρός θύτης (η κακοποιημένη κόρη και
σύζυγος θα γίνει κακοποιητική μάνα).

Πάντα πίστευα ότι η τέχνη και εν
προκειμένω το θέατρο διαθέτουν ισχυρή θεραπευτική δύναμη ως βάλσαμο στις
πληγές. Σήμερα πίστεψα, τουλάχιστον εν μέρει, ότι έχει και το ίδιον της
πρόληψης. Πριν είναι πολύ αργά, ο πιο νοήμων και πιο ώριμος, πιθανόν και πιο
νέος στην ηλικία, οφείλει να καταλάβει αφού εξηγήσει γιατί και να συγχωρέσει
και κυρίως να μην προκαλέσει για λόγους εκδίκησης την άλλη πλευρά με την οποία
τον δένει μια σχέση που αξίζει τη φροντίδα και την προστασία, όπως αυτή μάνας
και γιου. Πριν είναι πολύ αργά…

Υπήρξαν σκηνές που μέσω της αφήγησης της Σχίζα ως Έλλης μού χάραξαν την
ψυχή και δεν νομίζω πως ήμουν η μόνη που ένιωσε έτσι. Αναφέρομαι κυρίως στο
συμβάν του βιασμού του μικρού Κώστα κάπου στον Όλυμπο από άλλα αγόρια, στο
ντύσιμό του ως Σπανιόλα από τη γιαγιά του, γεγονός που οφειλόταν και σε ένδεια αλλά
και σε κακή ανατροφή από εκείνη, στις στιγμές της φτώχειας που βίωσε η Έλλη
όταν τάιζε τα παιδιά της ψωμί και ζάχαρη κάτω από τα σκεπάσματα αλλά και στη
βία που υφίστατο εντελώς αδικαιολόγητα από τον σύζυγό της τον Γρηγόρη μπροστά
στα παιδιά τους με αποκορύφωμα τον θάνατό της στο νοσοκομείο και την οριστική
απόρριψη του παιδιού της που για να την τιμωρήσει, πολύ νωρίτερα, τής είχε
παρουσιαστεί ως μεσόκοπη, μελαχρινή ‘’Γεωργία’’, εντελώς αγνώριστος ακόμα και
από την ίδια που τον είχε γεννήσει.

Υπήρξαν επίσης ατάκες, που έγραψε μαγικά με τη δραματουργική της πένα η
Μαυρίδου και ερμήνευσε άριστα η Σχίζα με τη σκηνοθετική καθοδήγηση του Λάσκαρη
που πλημμύρισαν το μυαλό μου από τη στιγμή που τις συνέλαβε η ακοή μου. Παραθέτω
μερικές που επέλεξα από τις σημειώσεις μου:

Ακόμα και από τη χαραμάδα χωράει ο διάβολος… Σιδέρωνα
και από μέσα μου βλαστήμαγα… Με το παραμικρό σήκωνα φωνή και χέρι. Εμ, δεν
έμαθα και τίποτ’ άλλο από τη μάνα μου… Δικό μου είναι το παιδί… Θα το ψήσω και
θα το φάω σαν αρνί… Έφτυσα! Αλίμονό σου αν αργήσεις στον δρόμο μέχρι να
στεγνώσει, θα χεις γυρίσει!… Θα γίνεις άντρας; Πες!… Τα λουλούδια δεν είναι
αχάριστα. Αν τους δώσεις αγάπη, σ’ ανταμείβουν. ΠΛΟΙΟ! Τι κάθεσαι; ΣΑΛΠΑΡΕ!

Μόνο τυχαίο δεν είναι το ότι το παρόν έργο απέσπασε τόσα βραβεία, μέχρι
και για τη μουσική του που ξυπνά τόσο το συναίσθημα του θεατή (Μάνος
Αντωνιάδης). Κι όσο λιτό είναι το σκηνικό του (ένα ξύλινο μπαούλο, ένα ποτήρι
νερό), τόσο σύνθετο και πλούσιο είναι το κείμενο που τρέχει σαν νερό και ενίοτε
στάζει δηλητήριο, πόνο, παράπονο, πικρία, αγανάκτηση, συμφορά, αγανάκτηση αλλά
και διαλείμματα ανακούφισης και ανάκαμψης.

Γιατί είναι δύσκολο ένα παιδί; Γιατί ταλέντο και διαταραχή συχνά βαδίζουν
χεράκι – χεράκι; Γιατί απορούσε η μάνα του για την κατάληξή του μετά από τόσα
βιώματα που τον σημάδεψαν; Και γιατί κατηγορείται αυστηρά μόνο η μάνα για την
εξέλιξη των παιδιών της και όχι ο πατέρας που ξαναπαντρεύεται και διώχνει την
κόρη του κακήν κακώς και ο πατέρας που πίνει και κάνει χρήση ουσιών και αυτό
αυτόματα του αφαιρεί κάθε υποχρέωση από τη θέση του γονιού; Γιατί κάποτε και
ίσως και ακόμα η κακοποίηση της γυναίκας και των παιδιών ήταν θεμιτή; Τι κάνει σε
μια μάνα τόσο δύσκολη την αποδοχή του παιδιού της; Η κοινωνία και η κριτική της
που φωνάζει ‘’να η μάνα ΑΥΤΟΥΝΟΥ’’; Η φτώχεια; (Ένας πλούσιος είναι απλά ‘’εκκεντρικός’’…
όταν διαφέρει από τον μέσο όρο) Τα δικά της κλειδωμένα πρότυπα;

Η Έλλη Ζάχου – Ταχτσή υπήρξε μια γυναίκα που πάντα περπατούσε με το
κεφάλι ψηλά, που ήξερε από νωρίς τη γυναικεία ταυτότητά της, που είχε καταλάβει
ότι ήθελε να ζει ελεύθερη, που δεν ήταν κατάλληλη για γάμο και υποταγή, για
παραγωγή τέκνων… Γι’ αυτό και δεν χάρηκε όταν έμεινε έγκυος στο δεύτερο παιδί,
γι’ αυτό αρνήθηκε άντρα που ήθελε παιδιά, έναν άντρα που της προξένεψε η μητέρα
της όταν η ίδια βρέθηκε σε διάσταση με τον Γρηγόρη. Υπήρξε μια
γυναίκα σκληρή, βάναυση, μια γυναίκα που παρότι δυναμική δεν εργάστηκε ποτέ για
να συντηρήσει την οικογένειά της παρά στηριζόταν πότε στον πατέρα της και πότε
στη μάνα της, στην πεθερά της και μετέπειτα σε συντρόφους και τέλος στα παιδιά της,
όταν μεγάλωσαν. Ήταν μια γυναίκα που δεν αγαπήθηκε ποτέ, που προδόθηκε, που διακρινόταν
και αυτή από υποκειμενισμό όπως και οι άλλοι, τους οποίους κατηγορούσε ακριβώς
για αυτήν την αιτία. Έτσι, σύμφωνα με εκείνη, ο πατέρας της ήταν πάντα ο
αρχοντάνθρωπος λεβέντης που την τάιζε τα καλύτερα αλλά σε καμιά περίπτωση αυτός
που την πέταξε στα νύχια του κατά είκοσι χρόνια μεγαλύτερου και αποτυχημένου
άντρα της. Δεν ήταν αυτός που διέλυσε την οικογένειά τους και παντρεύτηκε την
εξαδέλφη της μητέρας της παρά έφταιγαν μονίμως οι γυναίκες της φαμίλιας για την
τροπή αυτή που της κόστισε την ευτυχία της.

Ως Κώστας Ταχτσής ακούγεται η φωνή του Νίκου Καραθάνου. Σπαράζει σύσσωμο
το κοινό όταν τον ακούει στο τέλος να λέει: «Έφυγες και τρελάθηκα από τον πόνο…
Ακόμα δεν έμαθα το μάθημά μου… Ακόμα με κλέβουν οι αλήτες στα ρέστα… Ακόμα χαζεύω…
Μα κι εσύ ξεσπούσες πάνω μου για 6-7 δεκάρες ρέστα…»

Κλείνοντας, θα ήταν άδικο να μην κάνω κανένα σχόλιο για τον όμορφο χώρο
του
Vault, που είναι
μικρός, περιποιημένος, με ευγενικούς εργαζόμενους αλλά και έναν ευχάριστο κήπο
όπου μπορεί κανείς να απολαύσει ένα ποτό πριν την παράσταση.

 

Ταυτότητα
παράστασης:

Διάρκεια:
80′ (χωρίς διάλειμμα)

Συγγραφέας:
Κική Μαυρίδου

Σκηνοθέτης:
Βαγγέλης Λάσκαρης

Σκηνογραφία:
Γιώργος Λιντζέρης

Κοστούμια:
Γιώργος Λιντζέρης

Φωτισμοί:
Βαγγέλης Μούντριχας

Μουσική
σύνθεση: Μάνος Αντωνιάδης

Ερμηνεία:
Ράνια Σχίζα

Τη φωνή του
χαρίζει στο ρόλο του Κώστα Ταχτσή ο Νίκος Καραθάνος

 

Βίντεο:

https://www.youtube.com/watch?v=CZ06o-poHD0

Σχόλια

Δεν υπάρχουν ακόμη σχόλια. Γιατί δεν ξεκινάτε τη συζήτηση;

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *