ΟΤΑΝ ΜΕΓΑΛΩΣΩ, ΘΑ ΓΙΝΩ
ΝΑΝΑ ΜΟΥΣΧΟΥΡΗ!
Με τον Μάνο
Καρατζογιάννη
Ένα έργο του
Νταβίντ Λελαί – Ελό
Μετάφραση – Β.
Σκηνοθέτη: Αγγελική Βουλουμάνου
Θέατρο «ΣΤΑΘΜΟΣ»
Βίκτωρος
Ουγκώ 55, Μεταξουργείο
Σκηνοθεσία |
Κυριακή, 1 Οκτωβρίου
2023
6.15 μ.μ.
Κριτική
ανάλυση της Μαρίνας
Αποστόλου
«Όμως εγώ είμαι ένα αλλιώτικο |
Ξέρετε γιατί
λατρεύω (έχω φύγει πια από το ”μου αρέσει”) τον Μάνο Καρατζογιάννη; Όχι μόνο
γιατί είναι καλός ηθοποιός και καλός σκηνοθέτης, φυσικά. Αυτό είναι πλέον
αποδεδειγμένο μέσα από τα έργα του και νομίζω ότι η ”πιάτσα” του θεάτρου δεν
περίμενε εμένα για να το επαναλάβω. Τον λατρεύω κυρίως γιατί μου δίνει ελπίδα
μέσα από το καλλιτεχνικό του σθένος, μέσα από την επίπονη δουλειά του, τη
δημιουργικότητα και το θετικό του πνεύμα. Την αστείρευτη ενέργειά του, το ζεστό
χαμόγελο στο πρόσωπό του, τη διαρκή του ραγδαία βελτίωση. Μα κυρίως τον θαυμάζω
και μαζί τον ευχαριστώ γιατί έχει το χάρισμα της προσφοράς: κάνει καλύτερους
όσους επιλέξουν να τον παρακολουθήσουν και να τον παρατηρήσουν.
Και
καλύτερος, όταν βγαίνεις από τον χώρο του θεάτρου μετά το πέρας μιας
παράστασης, θα πει πιο ήρεμος και πιο ανήσυχος μαζί, πιο σοφός, πιο
ταυτισμένος, προβληματισμένος και ανακουφισμένος την ίδια στιγμή. Κάπως έτσι
νιώθει κανείς όταν έρθει η στιγμή να εγκαταλείψει το θέατρο «ΣΤΑΘΜΟΣ» μετά τη
θέαση του αυτοβιογραφικού μονολόγου Όταν
μεγαλώσω, θα γίνω Νάνα Μούσχουρη! του Γάλλου δραματουργού Νταβίντ Λελαί –
Ελό. Προτού προχωρήσω, θα ήθελα να σημειώσω ότι το εν λόγω έργο ανεβαίνει
ταυτόχρονα και στο Παρίσι, γνωρίζοντας ήδη σημαντική επιτυχία, απ’ ό,τι
τουλάχιστον βλέπω στο διαδίκτυο. Είναι πραγματικά πολύ συγκινητική αυτή η simultanée συγκυρία, η οποία επιβεβαιώνει για
μια ακόμη φορά τον μαγικό, διαχρονικό δεσμό ανάμεσα στα δύο κράτη: τη Γαλλία
και την Ελλάδα.
Ο Μιλού (όπως
ο σκύλος – καρτούν, κανονικό όνομα Νταβίντ) είναι ένα αγόρι που μεγαλώνει σε
μια επαρχία της Γαλλίας, τη δεκαετία του 1980, μια δεκαετία με άρωμα
σοσιαλισμού (σε Ελλάδα και Γαλλία τουλάχιστον), τηλεόρασης, βινυλίων αλλά και
δυσκινησίας της πληροφορίας που για να την αλιεύσεις έπρεπε να ψάξεις πολύ, να
αφιερώσεις αρκετό χρόνο και να συνδυάσεις μια σειρά στοιχείων και πραγμάτων έως
ότου να λάβεις την επιθυμητή απάντηση που σήμερα αποκτάς απλά με ένα κλικ στο
κινητό σου. Μοιράζεται το ίδιο δωμάτιο με τον μικρότερο αδελφό του και βλέπει
αρκετά τηλεόραση (το βίντεο δεν είχε κάνει ακόμη την εμφάνισή του και έτσι η
μικρή οθόνη ήταν το παν για εκατομμύρια κόσμου την εποχή εκείνη. Η τηλεόραση
βρισκόταν βεβαίως στο σαλόνι της οικίας όπου και ψυχαγωγούνταν και χαλάρωνε κάθε οικογένεια. Ο Μιλού χαρακτηρίζει το σαλόνι του πατρικού του ”Όρος Σινά” και
τον πισινό της μητέρας του ”μαξιλάρι”) μέχρι που συγκινείται από την
ξεχωριστή φωνή μιας τραγουδίστριας που ακούγεται στους τίτλους τέλους
τηλεοπτικής σειράς (”Η τραγουδίστρια καταπίνει την τελευταία συλλαβή των
τίτλων τέλους…”). Το όνομά της είναι ”αστείο, εξωτικό… σαν συσκευασία
απορρυπαντικού”. Κάποια στιγμή ο μικρός Μιλού αντικρύζει το πρόσωπό της σε
φωτογραφία, το αντιστοιχίζει με τη φωνή της και εκεί ξεκινάει το μακρύ, δύσκολο
αλλά και γοητευτικό ταξίδι προς την αυτογνωσία… Ένα ταξίδι που θα διαρκέσει πάνω
από τη μισή ζωή (αν είμαστε, όπως σχολιάζει ο Μιλού, τυχεροί και φθάσουμε ως το
τέλος του ταξιδιού αυτού…). Η Ελληνίδα τραγουδίστρια με τη διεθνή καριέρα, τη
χαρακτηριστική χροιά φωνής, τα μαύρα μαλλιά με τη χωρίστρα στη μέση σαν
κουρτίνες και τα κοκάλινα γυαλιά δεν γίνεται απλά το ίνδαλμά του, το πρότυπό
του αλλά το alter ego του, η
πυξίδα του, η εμμονή του, σχεδόν η ψύχωσή του, το μονοπάτι του μέχρι επιτέλους
να ανακαλύψει τον εαυτό του, να ισορροπήσει και να μην έχει πια την ανάγκη
κανενός ειδώλου/μέντορα.
Στην πορεία αυτή
δεν θα είναι εντελώς μόνος: συνοδοιπόρος του και ηθικό του έρεισμα θα είναι η πολυαγαπημένη του ”γιαγιούκα”.
Ένα πρόσωπο που θα έχει σταθερά δίπλα του μέχρι την ενηλικίωσή του και στο
οποίο θα δώσει όλη του την αγάπη (για παράδειγμα, δεν θα επιτρέψει να την
κλείσουν σε γηροκομείο όταν αρρωστήσει ενώ όπως ακούμε να λέει με μια
σπαρακτική τρυφερότητα: ”Θέλω να καθαρίσω μαζί της πενήντα κιλά φασολάκια…”).
Η γιαγιούκα είναι άνθρωπος στοργικός αλλά και πραγματίστρια. Έτσι θα ήταν
άλλωστε, εφόσον ”έχει περάσει δύο πολέμους και έχει περπατήσει με άδειο
στομάχι”. Πιστεύει ότι η Μούσχουρη δεν θα του δώσει να φάει (”δεν θα σου
γεμίσει αυτή το πιάτο”) ενώ προσγειώνει τον εγγονό της τονίζοντάς του ότι οι
μικροί άνθρωποι δεν ταιριάζουν με τους διάσημους τραγουδιστές, όπως εκείνη.
”Η γιαγιά
δεν είναι ονειροπόλα… εγώ όμως μέσα στο σπιτάκι της ονειρεύομαι και τραγουδάω…”
Τι πάει να
πει ”διαφορετικός”; Πώς ορίζεται; Υπάρχει άραγε ένα στανταρισμένο καλούπι
βάσει του οποίου γίνονται οι ανάλογες συγκρίσεις και καταλήγει κανείς στο
συμπέρασμα ”λίγο πιο διαφορετικός”, ”πολύ πιο διαφορετικός”; Τι σημαίνει ένα έργο για τη ”διαφορετικότητα”;
Λες και είναι δυνατόν να είναι όλοι οι άνθρωποι ακριβώς ίδιοι…
Κανείς δεν
επιλέγει το πού και το πότε γεννιέται (πρωτεύουσα, επαρχία, Γαλλία, Ελλάδα,
δεκαετία 1980 με βινύλια ή 2020 με γρήγορο ίντερνετ) ούτε φυσικά και τη μορφή
του (κοντός / ψηλός, καστανά ή πράσινα μάτια, μικρά ή μεγάλα) ούτε τη φύση του
και τον προσανατολισμό του εν γένει. Και πολύ εύκολα θα καταλήξει στο εσφαλμένο
συμπέρασμα του ”όλα έγιναν αντίστροφα” αν αποκλίνει από το μοντέλο του ”σωστού” και του ”όμορφου” απαξιώνοντας τον εαυτό του αλλά και παίρνοντας δύναμη να
εξελιχθεί και να ανθίσει σαν προσωπικότητα. (”Την ίδια στιγμή το δηλητήριο
αυτό μου δίνει δύναμη”).
Ποτέ μου δεν
κατάλαβα γιατί την ντροπή τη νιώθει αυτός που υβρίζεται και όχι αυτός που
υβρίζει. Δηλαδή το θύμα που πληγώνεται χωρίς να ενοχλεί κανέναν ουσιαστικά και
όχι ο θύτης που ξεσπάει πάνω του επειδή δεν είναι όμοιος με αυτόν. Ο καθένας μας
είναι μοναδικός και αυτό είναι αδιαμφισβήτητο. Διαφορετικούς μας καθιστούν μόνο
οι διακρίσεις που κάνουν όσοι δεν τα έχουν βρει καν με τον ίδιο τους τον εαυτό
ξεσπώντας πάνω στους άλλους τα όποια αθεράπευτα κόμπλεξ τους. Αν, όπως εν
προκειμένω, ένας άνθρωπος έλκεται ερωτικά από το ίδιο φύλο, δεν είναι
διαφορετικός, είναι απλά ο εαυτός του. Διαφορετικός θα γίνει όταν δεχτεί
χυδαίες βωμολοχίες και σωματική βία.
Τον Μιλού δεν τον νοιάζουν τα ”αγορίστικα” παιχνίδια ενώ η
μπάλα είναι ο μεγαλύτερος εφιάλτης του, όπως εξομολογείται. Τον γοητεύει ο
πολύχρωμος και αρωματικός κόσμος των κοριτσιών. Πριν γίνει Νάνα Μούσχουρη ήταν
πριγκίπισσα ηγέτιδα και μετά ξανθιά Στρουμφίτα. Τα Σαββατοκύριακα αποκοβόταν
για λίγο από τον εφιάλτη του σχολικού εκφοβισμού (μιλώντας με σύγχρονους όρους…)
ενώ αποδοχή κέρδισε μόνο όταν πήγε σε καλλιτεχνικό λύκειο όπου το να τραγουδάς
μιμούμενος τη Νάνα Μούσχουρη ήταν θεμιτό και μη παρεξηγήσιμο.
Το Όταν θα μεγαλώσω, θα
γίνω Νάνα Μούσχουρη! είναι ένα πολυεπίπεδο έργο του οποίου οι ατάκες κόβουν
απαλά σαν λεπίδι ήδη από την εναρκτήρια σκηνή. Η σκηνοθεσία του Ελισσαίου
Βλάχου προσωπικά με συνάρπασε. Έχω κρατήσει στη μνήμη μου πολυάριθμα
αξιόλογα σημεία της. Από λεπτομέρειες όπως ο δίσκος που χρησιμοποιείται ως
καθρέφτης ή οι ακτίνες φωτισμού σαν φωτοστέφανο γύρω από το πρώτο βινύλιο της Μούσχουρη
που πήρε στα χέρια του ο Μιλού και τοποθέτησε σαν εικόνισμα στο δωμάτιό του
μέχρι επιτυχημένες ιδέες αναπαράστασης σκηνών σε κρυφά δασάκια όπου ο νεαρός
Γάλλος συναντούσε εραστές ή αφουγκραζόταν τα βάσανα ενός μελλοθάνατου
οροθετικού πρώην αρχιτέκτονα (βλέπε δράση πίσω από τα κρόσσια με τα δύο χέρια
του Καρατζογιάννη να κρατούν από ένα τσιγάρο το καθένα αναπαριστώντας δύο
άτομα). Άνθρωποι στο περιθώριο, χωρίς δικαιώματα, υποχρεωμένοι να αισχύνονται
και κάνοντας τους σημερινούς θεατές να αναρωτιούνται αν κάναμε έστω ένα βήμα
προόδου από τότε.
Ιδιαίτερα θετική εντύπωση μου έκανε η μετάφραση / απόδοση της
Βουλουμάνου που συνεργάστηκε στη σκηνοθεσία καθώς και τα υπέροχα σκηνικά
αντικείμενα και τα κοστούμια της Μοσχοβάκη με έμφαση στο κόκκινο χρώμα που με ταξίδεψαν πίσω στη δεκαετία
που γεννήθηκα αλλά και στις επόμενες που μεγάλωσα.
Οι δύο άκρες της ανθρώπινης ύπαρξης δηλαδή η γέννηση που
ισούται με αίμα και κλάμα και ο θάνατος που ισοδυναμεί με κατάληξη στο χώμα και
εξαφάνιση είναι επώδυνες και σκληρές όμως το μεσοδιάστημα που είναι η ίδια η
ζωή είναι όμορφο, σύμφωνα με τον Μιλού.
Θα κλείσω με έναν συναφή στίχο της Κικής Δημουλά. Φυσικά και ονειρεύομαι. Ζει κανείς μόνο μ’
ένα ξερό μισθό;
Λοιποί
συντελεστές:
Σκηνογραφία
και κοστούμια: Σεμίραμις Μοσχοβάκη
Φωτισμοί:
Γιώργος Αγιαννίτης
Μουσική
σύνθεση: Νίκος Κολλάρος
Χορογραφία:
Ματίνα Κωστιάνη
https://stathmostheatro.gr/programma-parastaseon-stathmos/
Βίντεο: https://www.youtube.com/watch?v=iY4TB5IwGfs