Μήδεια
του Ευριπίδη
Σκηνοθεσία:
Λέα Μαλένη
Μετάφραση:
Μίνως Βολανάκης
Θέατρο «Φρύνιχος»
Δελφοί
Σάββατο, 5 Αυγούστου 2023
9.30 μ.μ.
Κριτική ανάλυση της Μαρίνας Αποστόλου
Μήδεια: «Κι εσύ ως ξένος πρέπει να σέβεσαι την πόλη που σε φιλοξενεί… |
Τη Μήδεια του Ευριπίδη είχε τη χαρά να παρακολουθήσει το
φιλοθεάμον κοινό που βρέθηκε στο θέατρο «Φρύνιχος» στους Δελφούς της Φωκίδας το
Σάββατο 4 Αυγούστου˙ Σε μια
ολοζώντανη, σπαρταριστή σκηνοθεσία της Λέας Μαλένη και σε μια σπαρακτική ερμηνεία
της μοναδικής περίπτωσης της ηθοποιού Μαρίας Κίτσου που ερμήνευσε τον ομώνυμο
ρόλο.
Είναι πολύ σημαντικό ένας θεατής, προκειμένου να κατανοήσει την παράσταση
και κυρίως τη συμπεριφορά της Μήδειας, να κατέχει ελάχιστα τον μύθο της Μήδειας
και του Ιάσονα. Γι’ αυτό τον παραθέτω εν συντομία:
Σύμφωνα λοιπόν με τη μυθολογία, η Μήδεια ήταν κόρη του βασιλιά της Κολχίδας
Αιήτη και της Ωκεανίδας Ιδυίας ή Εκάτης. Μάλιστα, ήταν και μάγισσα καθώς είχε
διδαχθεί την τέχνη της μαγείας από τη θεία της την Κίρκη. Σαν έφθασε ο Ιάσονας
στην Κολχίδα ως αρχηγός της Αργοναυτικής εκστρατείας, η Μήδεια τον ερωτεύτηκε
και κατεργάστηκε όλη της την τέχνη για να αποκτήσει εκείνος το Χρυσόμαλλο δέρας.
Επέλεξε να τον ακολουθήσει έχοντας γίνει ερωμένη του και για να καθυστερήσει
τον πατέρα της, που τους καταδίωκε, τεμάχισε τον αδελφό της τον Άψυρτο και σκόρπισε
τα κομμάτια του στη θάλασσα. Έτσι, ο Αιήτης ασχολήθηκε με την περισυλλογή των μελών
του παιδιού του εγκαταλείποντας την καταδίωξη του ζευγαριού. Οι αποτρόπαιες όμως
πράξεις της για το χατίρι του Ιάσονα δεν σταμάτησαν εκεί. Στην Ιωλκό, αργότερα,
ο τελευταίος ζήτησε από τη Μήδεια να εκδικηθεί τον Πελία, ο οποίος ήταν φονιάς του
πατέρα και του αδελφού του κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του. Η Μήδεια έπεισε
τις κόρες του Πελία να τον τεμαχίσουν και να τον βράσουν για να τον κάνουν υποτίθεται
πάλι νέο. Ο Άκαστος, ο γιος του Πελία, κυνήγησε τους δύο εραστές οι οποίοι
κατέφυγαν στην Κόρινθο, όπου και έζησαν ευτυχισμένοι αποκτώντας δύο γιους. Όμως,
ο Ιάσονας πήρε την απόφαση να νυμφευθεί τη Γλαύκη, την κόρη του βασιλιά της πόλης
Κρέοντα, με σκοπό να ζήσει σαν άρχοντας. Η Μήδεια, μάγισσα ούσα, εκδικήθηκε τη
Γλαύκη σκοτώνοντάς την ύπουλα με δώρα νυφικά και στη συνέχεια αφαίρεσε και τη
ζωή των δυο της παιδιών… Στο τέλος, έφυγε στην Αθήνα πάνω σ’ ένα άρμα που της
πρόσφερε ο πρόγονός της ο Ήλιος αφού νωρίτερα κι από τα φονικά είχε έρθει σε συνεννόηση
με τον διερχόμενο βασιλιά της Αθήνας, Αιγέα.
προσέγγιση της Μήδειας στο εν λόγω ανέβασμα. Έλεγε, λοιπόν,
χαρακτηριστικά ότι το τραγικό αυτό πρόσωπο είναι ιδωμένο ως μία πρόσφυγας, μια
γυναίκα απόκληρη, ξένη και άπατρις. Αυτή, θα έλεγα προσωπικά, είναι η μία της πλευρά
που σαφώς περιγράφεται στο κείμενο του Ευριπίδη και εννοείται ότι καταφαίνεται
και επί σκηνής. Ωστόσο, για μένα η Μήδεια είναι ένας δραματικός χαρακτήρας που
καταλήγει σε ακραίες πράξεις – προϊόντα πάθους, όπως με έντονο πάθος έχει
βιώσει και τη μέχρι τώρα ζωή της. Έχει κάνει τόσες θυσίες για τον Ιάσονα και
την αγάπη του, όπως προκύπτει και από τον μύθο παραπάνω, που είναι αδύνατο να
δεχθεί την προδοσία και την εγκατάλειψη. Μάλιστα, η οργή και η απόγνωσή της ξεχειλίζουν
όταν εκείνος, ο δήθεν πολιτισμένος που έχει πάρει γυναίκα βάρβαρη, με θράσος που περισσεύει της δηλώνει ότι το έκανε για το «καλό» τους,
τόσο των δύο αγοριών όσο και το δικό της ακόμα… Πώς θα αντιδρούσε ένας άνθρωπος
αν μετά από τόσα πολλά ανόσια έργα, υπερβατικές πράξεις και αυταπάρνηση λάμβανε
ως αντίδωρο μια στάση κυνική, ψυχρή, σκληρά συμφεροντολογική και δη
σερβιρισμένη ως δήθεν όφελος για τον ίδιο; Τα πράγματα μάλιστα χειροτερεύουν
όταν η Μήδεια πρέπει να αντιμετωπίσει τον Κρέοντα που την εξορίζει από την
Κόρινθο! Εκεί, η απελπισμένη γυναίκα έχει μπροστά της τον ισχυρό, αμείλικτο
άνδρα που της φέρεται σαν απόβλητο, σχεδόν σαν μίασμα, σαν κάτι εντελώς περιττό
και αηδιαστικό. Ιδού και η διάσταση του Άλλου, του ξένου και του ανεπιθύμητου πρόσφυγα
που πραγματεύεται ο μεγάλος Ευριπίδης. Η αδικία, η σκληρότητα και η απανθρωπιά
γεννούν την οργή και την παραφροσύνη στη Μήδεια. Φθάνει στο σημείο, όπως παρακολουθούμε
στην παράσταση, να μιλάει με τον εαυτό της και να του απαντάει, ενώ δύο φορές
κάνει εμετό, σημάδι ότι έχει παρανοήσει και αρρωστήσει. Ο Κρέοντας, παρότι
άκαμπτος, ανάλγητος και επιφυλακτικός, όπως τονίζει, με όσους απολαμβάνουν
χάρες, της δίνει μία ημέρα διορία για να αφήσει την Κόρινθο. Είναι αρκετή για
τη Μήδεια τόσο για να καταστρώσει όσο και να εκτελέσει τα σχέδιά της. Έτσι,
παρακούει την πιστή της τροφό καθώς και τις γυναίκες του χορού της οποίες αποκαλεί
«φίλες μου…». Αρχικά, εργαλειοποιεί τα παιδιά της που εισέρχονται παραδόξως
στον γυναικωνίτη για τα στολίδια – νυφικά δώρα που θα επιφέρουν τον θάνατο στην
αθώα βασιλοπούλα Γλαύκη και μετά στον πατέρα της που θα την αγκαλιάσει και θα
έχει την ίδια μοίρα και δεύτερον δολοφονεί και τα ίδια τα αγόρια της. Συνομιλεί με
τον Ιάσονα ο οποίος είναι συντετριμμένος από τα γεγονότα και βρίσκει καταφύγιο
στην πόλη της Αθήνας όπου ο Αιγέας, άκληρος ων, θα της παράσχει τη στήριξη που
δεν μπορούσε να της δώσει στην Κόρινθο καθότι εκεί δεν ήταν η πόλη της εξουσίας
του. Βεβαίως, η Μήδεια του είχε υποσχεθεί στη συνάντησή τους θετικό αποτέλεσμα
στο θέμα της τεκνοποίησης χάρη για μια ακόμα φορά στα μαγικά της βότανα. «Περνάς τη
ζωή σου χωρίς παιδιά…;» την ακούμε να του λέει δείχνοντας ότι η ζωή του
ανθρώπου είναι ανούσια χωρίς τέκνα την ίδια ώρα που εκείνη ετοιμάζει την εξόντωση
των δικών της.
και όχι άδικα… Στη Μήδεια η γυναίκα εξυψώνεται σημαντικά, στοιχείο
καταφανές σε πολλά σημεία. Τόσο εκεί όπου ο ποιητής απορεί αν υπάρχει άλλο
πλάσμα που πληρώνει μέσω της προίκας για να σκλαβωθεί σε έναν γάμο χωρίς ανθρώπινα δικαιώματα και λόγο όσο και εκεί
όπου το να κοιλοπονάς ένα παιδί είναι δυσκολότερο από το να πηγαίνεις στον
πόλεμο… Η μητρότητα μπορεί να καταλήξει σε κατάρα και δυστυχία για μια γυναίκα
που περιφρονείται όπως συμβαίνει με τη Μήδεια γι’ αυτό και ακούμε τον χορό να
τραγουδάει πως είναι καλύτερα να είσαι άτεκνη ή και ακόμη καλύτερα στείρα. Αυτό
βέβαια τίθεται στο γενικότερο πλαίσιο της αγωνίας και της θλίψης που αισθάνεται
ένας γονιός όταν η αγάπη του για το παιδί του καταλήγει πόνος εάν τελικά τύχει
και το χάσει.
Λόγια για την υπόκριση της Κίτσου δεν υπάρχουν – πολύ απλά. Δεν ξέρω αν έχω
συναντήσει ποτέ στη ζωή μου πιο δύσκολο δραματικό κείμενο για γυναίκα υποκρίτρια από
εκείνο του ρόλου της Μήδειας. Τόσο σε ποσότητα όσο και σε ποιότητα. Υποκλίνομαι
σε μια ηθοποιό που όσο την παρακολουθούσα κρατώντας πάντα τις απαραίτητες
σημειώσεις μου στο τετράδιό μου τη μια άφηνα το στυλό για να σκουπίσω τα δάκρυά
μου γρήγορα – γρήγορα και την άλλη επανερχόμουν για να τη θαυμάσω και να
καταγράψω όσο πιο πολλά μπορούσα. Είναι υπέροχη, είναι μαγική, κινούνταν άριστα
χωρίς να κουράζει, χωρίς να εκνευρίζει όπως μου έχει τύχει με άλλες Μήδειες.
«Εύγε» θα ήθελα να πω και στην Ελένη Καστάνη που υποδυόταν την τροφό, ένα
πρόσωπο – κλειδί της εναρκτήριας σκηνής του έργου απ’ όπου πληροφορούμαστε και
τη συνθήκη της υπόθεσης. Πιστή στη Μήδεια, συμπάσχει, συμπαραστέκεται αν και δεν συμφωνεί. Ο
ρόλος τής ταίριαζε γάντι. Εξάλλου, η Καστάνη είναι δυνατή ηθοποιός και το έχει
αποδείξει μέσα από ρόλους που έχει ερμηνεύσει πολύ συγκινητικά (Μαμά, Σίρλεϊ
Βάλενταϊν). Πάντα οι δευτεραγωνιστές με γοήτευαν ιδιαιτέρως (και δη οι
τροφοί και οι παραμάνες) ακριβώς διότι προωθούν την πλοκή και επιτρέπουν στη
δράση να προχωρήσει. Συμπληρώνουν τα βασικά πρόσωπα και με τη στάση που κρατούν
(υποστήριξη ή υπονόμευση) επηρεάζουν ή και μη τις πράξεις των πρωταγωνιστών.
Ο Φάνης Μουρατίδης, που υποδύεται τον Ιάσονα, νομίζω ότι κράτησε το αναμφισβήτητο
ταλέντο του για την τελευταία σκηνή και καλά έκανε. Με μάτια μαύρα και αυτός, όπως
η Μήδεια, συγκλονισμένος, άδειος πια και εκμηδενισμένος δεν έχει πια κανένα
νόημα στη ζωή του. Τα αντισταθμίσματα που είχε προτείνει στη Μήδεια για να φύγει
μια ώρα αρχύτερα χωρίς εκείνη να παραπονεθεί (χρήματα και γνωστοί στην Αθήνα)
φυσικά δεν ήταν αρκετά για όσα του είχε εκείνη δώσει μέχρι τότε. Είναι ο ηθικός
αυτουργός των εγκλημάτων που συντελέστηκαν και πληρώνει ακριβά την επιλογή του με την απόλυτη
απόγνωση και μοναξιά. Αποδείχθηκε αγνώμων, αδηφάγος και συμφεροντολόγος. Θρηνεί
για τα παιδιά του, ξεχνά όμως ότι πρώτος αυτός τα απέρριψε μέσω του χωρισμού
του από τη Μήδεια.
Η σκηνοθεσία του έργου, με την υπογραφή της Λέας Μαλένη, είναι κορυφαία.
Τη Λέα Μαλένη δεν την γνωρίζω, δεν έχω ξαναδεί παράστασή της. Θέλω να πω ότι πραγματικά
με εξέπληξε με τη μαεστρία της. Τα κόκκινα παιχνίδια των παιδιών, τα κόκκινα
χείλη της Μήδειας που θύμιζαν αίμα, το γκρίζο σκηνικό (χώμα, λάσπη, καρέκλες),
το παιχνίδι της ξυπόλυτης Κίτσου με τη λάσπη, το μακιγιάζ όλων των ηθοποιών και
του χορού, οι κούκλες που συμβόλιζαν τα παιδιά, επίσης οι κούκλες – παιδιά πάνω
στις κοπέλες του χορού σε άλλες μπροστά στο στήθος και σε άλλες πίσω στην πλάτη,
η ύπαρξη στον χορό υψιφώνου που έδινε έναν τόνο όπερας, η φυγή της Μήδειας πάνω
στο άρμα του Ήλιου με τις ακτίνες γύρω από το κεφάλι της στο τέλος αλλά και το
παιχνίδι με τη φωνή της να αντιλαλεί και να αναστατώνει το κοινό με τον ανάλογο
φωτισμό είναι μόνο μερικά από τα σκηνοθετικά ευρήματα της Μαλένη που με
άγγιξαν, με ενθουσίασαν, με εντυπωσίασαν.
Θοδωρής Κατσαφάδος (άνδρας – υπηρέτης), Βαγγέλης Αλεξανδρής (Αιγέας),
Λαέρτης Μαλκότσης (Κρέοντας), Αλμπέρτο Φάις (αγγελιαφόρος) όλοι άρτιοι, σωστοί,
συνεπείς στον ρόλο τους με τον Κατσαφάδο να ξεχωρίζει με τη ζεστασιά του.
Ήταν μια βραδιά πολύ γλυκιά, πολύ όμορφη τόσο χάρη στην ίδια την
παράσταση όσο και στον υπέροχο χώρο του «Φρύνιχου» με τη Μαρία Κίτσου να
δέχεται την τούρτα – έκπληξη των συναδέλφων της για τα γενέθλιά της μαζί με το
πιο θερμό χειροκρότημα του κοινού.
Πληροφορίες για την παράσταση:
Σκηνικά: Γιώργος Γαβαλάς
Κοστούμια: Kλαιρ Μπρέισγουελ
Μουσική: Θέμης Καραμουρατίδης
Φωτισμοί: Νίκος Σωτηρόπουλος
Χορογραφία – Κίνηση: Φρόσω Κορρού
Φωτογραφίες: Ελίνα Γιουνανλή
Βοηθός Σκηνοθέτη: Σταυριάνα Καδή
Παίζουν: Μαρία Κίτσου, Φάνης Μουρατίδης, Ελένη Καστάνη, Θοδωρής
Κατσαφάδος, Βαγγέλης Αλεξανδρής, Λαέρτης Μαλκότσης, Αλμπέρτο Φάις | Χορός:
Αλίκη Αβδελοπούλου, Στέλλα Ράπτη, Έλενα Χατζηαυξέντη, Μυρτώ Παπά Αργυροπούλου,
Γωγώ Παπαϊωάννου, Μυρτώ Καστρινάκη Μεϊτάνη