Οιδίπους
Επί Κολωνώ
του ΣΟΦΟΚΛΗ
Σκηνοθεσία:
Γιώργος Σκεύας
Θέατρο «Φρύνιχος»
Δελφοί
Πέμπτη, 27 Ιουλίου 2023
9.30 μ.μ.
Κριτική ανάλυση της Μαρίνας Αποστόλου
Οιδίπους: «Μονάχα η γνώση σ’ οδηγεί πώς να φερθείς με σύνεση…» (…) «Άθλιο |
Πρεμιέρα έκανε την Πέμπτη 27 Ιουλίου 2023 η παράσταση Οιδίπους επί Κολωνώ
του Σοφοκλή στο θέατρο «Φρύνιχος» των Δελφών Φωκίδας. Τη σκηνοθεσία του
έργου, που βρίσκεται σε περιοδεία σε διάφορες πόλεις της χώρας, υπογράφει ο Γιώργος
Σκεύας ενώ τον ρόλο του Οιδίποδα υποδύεται ο Δημήτρης Καταλειφός.
Σε ένα λιτό σκηνικό που παριστάνει το άλσος του Κολωνού, εκεί όπου
καταφθάνει κατόπιν μακράς περιπλάνησης ο Οιδίπους τυφλός, γερασμένος και υποβασταζόμενος
από την Αντιγόνη, τοποθετείται η κύρια δράση του έργου. Η απλότητα στη σκηνή
είναι στοιχείο που μάλλον χαρακτηρίζει την αισθητική του Σκεύα (ας θυμηθούμε τη
φετινή Ράβδο στο ιστορικό θέατρο του Σπύρου Ευαγγελάτου στην Πλάκα) δίνοντας
έτσι περισσότερο χώρο στο ίδιο το δραματικό κείμενο και την εκτύλιξη των
δραματικών γεγονότων.
Προσωπικά, μου άρεσε πολύ που πριν την εναρκτήρια σκηνή, εκεί όπου
ακριβώς εισέρχονται στο άλσος των Ευμενίδων πατέρας και κόρη, ο Σκεύας
παρατάσσει μπροστά στα μάτια του κοινού όλους τους ηθοποιούς – δραματικούς χαρακτήρες
που θα δράσουν κατά τη διάρκεια του έργου. Χωρίς οι θεατές να γνωρίζουν με
ακρίβεια ποιος ηθοποιός ενσαρκώνει ποιον ρόλο και ποιος είναι ο ρόλος αυτός στην
υπόθεση (πλην του Οιδίποδα προφανώς που είναι το κεντρικό πρόσωπο και πόλος
έλξης για τη επιλογή και τη θέαση της παράστασης), ο σκηνοθέτης εντούτοις συστήνει
με τον απλό αλλά εύστοχο αυτό τρόπο τους χαρακτήρες στο κοινό. Μπορεί αυτό που
σχολιάζω τώρα να είναι μια λεπτομέρεια, εγώ όμως τη θεωρώ πολύ σημαντική διότι
εικονοποιείται το σύνολο των δρώντων από την αρχή (ας μην λησμονούμε πως μια
παράσταση είναι λόγος αλλά και σε μεγάλο βαθμό εικόνα).
Ένα επιπλέον στοιχείο, που θεωρώ έξοχη ιδέα, είναι η ένταξη στο δελτίο
τύπου αποσπάσματος του ποιήματος Κίχλη του Σεφέρη και συγκεκριμένα του
τρίτου μέρους που φέρει τον τίτλο Το ναυάγιο της Κίχλης και τον ενδότιτλο
Το φως. Πρόκειται για ένα ποίημα που γράφτηκε το 1946, δηλαδή μέσα στον
εμφύλιο πόλεμο που ακολούθησε μετά την απελευθέρωση από τους Γερμανούς, και
εμπνέεται τόσο από την Οδύσσεια του Ομήρου όσο και από τον Οιδίποδα
επί Κολωνώ του Σοφοκλή. Λέξη – κλειδί είναι το «φως», πράγμα που σχετίζεται
τόσο με την όραση όσο και με την αλήθεια. Ο Οιδίπους στον Κολωνό είναι πλέον αόμματος
εδώ και καιρό όμως πια βλέπει πολύ καθαρά και κανείς δεν μπορεί να τον γελάσει
ή τον παραπλανήσει, μάλιστα έχει εξαιρετική πνευματική συγκρότηση (αλλά και ψυχική
υγεία, όπως διαπιστώνουμε) σε αντίθεση με την εποχή που όντας βασιλιάς ακόμη της
Θήβας, είχε μεν άρτια τη φυσική όρασή του αλλά στην ουσία δεν «έβλεπε» τίποτα
διότι είχε πλήρη άγνοια της πραγματικότητας, κάτι το οποίο επαναλαμβάνει και τονίζει
στην παρούσα τραγωδία. Δεδομένου ότι ο Σεφέρης συνθέτει την Κίχλη κατά
τη διάρκεια του εμφυλίου μάς φέρνει αβίαστα στον νου την ταινία Οι Γερμανοί
ξανάρχονται (που παίχτηκε το 1948, μεσούντος δηλαδή του εμφυλίου) και τον ανυπέρβλητο
ηθοποιό μας Βασίλη Λογοθετίδη να κάνει λόγο για το φως και το σκοτάδι και τη
σχετικότητά τους νωρίτερα κατά την κατοχή και πλέον κατά τον εμφύλιο σπαραγμό.
Το ζήτημα όμως της πραγματικής όρασης και καθαρότητας του μυαλού και της αντίληψης
μάς παραπέμπει, το δίχως άλλο, και στον Μικρό Πρίγκιπα του Εξυπερύ (έργο
γραμμένο μέσα στον Β’ Π.Π.) και το πασίγνωστο απόφθεγμα: «Δεν βλέπουμε καλά
παρά με την καρδιά μας. Το ουσιώδες τα μάτια δεν το βλέπουν».
Θα ήθελα, για να είμαι ειλικρινής, να άκουγα την απαγγελία του αποσπάσματος
αυτού από την Κίχλη, ίσως στο τέλος της παράστασης. Θα ήταν μια προσθήκη πιθανόν
ενδιαφέρουσα και πρωτότυπη.
Ας επανέλθουμε όμως στην παράσταση καθαυτή. Στην απέριττη προσέγγιση που
επιλέγει ο Σκεύας εντάσσονται και τα κοστούμια των ηθοποιών καθώς και η
γενικότερη εμφάνισή τους. Για παράδειγμα ο Καταλειφός κλείνει ή και σφίγγει
ελαφρώς τα μάτια του για να υποκριθεί τον τυφλό χωρίς κάποιο επιτηδευμένο μακιγιάζ,
η Αντιγόνη (Αγγελική Παπαθεμελή) λύνει τα ξανθά της μαλλιά προς το τέλος της παράστασης
συμβολίζοντας έτσι την ίδια τη λύση στο έργο (μια κίνηση εξίσου απλή και
επιτυχής εν προκειμένω) ενώ ο Κρέων (Χρήστος Σαπουντζής), η προσωποποίηση της βίας
και της δολοπλοκίας, παρουσιάζεται με απλό αλλά σκουρόχρωμα ένδυμα που μάλλον
θυμίζει σώμα καταστολής. Αυτό που έχει επιτευχθεί αναμφίβολα είναι η εικόνα
καταπόνησης του πατέρα και των θυγατέρων που τον συνοδεύουν και τον
υποστηρίζουν με αυτοθυσία όλο αυτόν καιρό, από τότε που εξορίστηκε από τη Θήβα.
Ο τρόπος που τα δύο κορίτσια τού φορούν το γκρίζο παλτό, το πώς η γλυκιά Ισμήνη
(Αλεξάνδρα Αϊδίνη) τού προσφέρει το δεκανίκι θωρώντας τον τρυφερά, η μουσική
υπόκρουση που ενδύει αυτή την προ-εναρκτήρια σκηνή, η βαριά ανάσα του γέροντα
Οιδίποδα που έχει φθάσει στο πέρας της διαδρομής του, όλα αυτά τα στοιχεία εισάγουν
περίτεχνα τους θεατές στην πλοκή του σοφόκλειου δράματος που έπεται.
O Οιδίπους
επί Κολωνώ είναι ένας ύμνος στην αποδοχή του Άλλου, του
διαφορετικού, στην ανοχή, την εμπιστοσύνη, την ενσυναίσθηση, την υποστήριξη,
την αγάπη που δένει γονείς και παιδιά, τον σεβασμό απέναντι στον ανήμπορο και
τον ηλικιωμένο άνθρωπο που δεν έχει ακόμα γλιτώσει πλήρως από τα δεινά του.
Συνάμα όμως, πέφτει και σαν πέλεκυς πάνω στο ψέμα, τη δολιότητα, την άσκηση
βίας και την άκρατη δίψα για εξουσία που τυφλώνει και οδηγεί σε μοιραία
κατάληξη το άτομο. Έτσι, η Αντιγόνη διευκρινίζει στον πατέρα της ότι οφείλουν
να προσαρμοστούν στα δεδομένα του νέου τόπου όπου έχουν φθάσει ενώ η όψη του
του γέροντα τρομάζει και απωθεί τον χορό. Ωστόσο, ο Θησέας, ο βασιλιάς της πόλης
(Χρήστος Χατζηπαναγιώτης) θα διακόψει τη θυσία που προσφέρει στον Ποσειδώνα και
θα προσέλθει πολλές φορές σιμά στον Οιδίποδα. Στην αρχή για να τον γνωρίσει και
να επικοινωνήσει μαζί του, στη συνέχεια για να απωθήσει τον Κρέοντα καθώς και
έπειτα όταν με θράσος θα επισκεφθεί ο Πολυνείκης (Μάξιμος Μουμούρης) τον Οιδίποδα
όπως και στο τέλος για να συμπαρασταθεί, μόνος αυτός σύμφωνα με τη βούληση του
Οιδίποδα, στον θάνατο του τελευταίου. Ο Θησέας, αν και βασιλιάς της Αθήνας,
παρουσιάζεται όλως καταδεκτικός και δηλώνει ότι δύναται να κατανοήσει τον
άμοιρο Οιδίποδα διότι και αυτός είναι βασανισμένος στη ζωή του. Παρόλα αυτά,
όταν ο Οιδίπους ανακτά τις λατρεμένες του κόρες, χάρη πάντα στην άμεση συνδρομή
του Θησέα, και αισθάνεται αυθόρμητα την ανάγκη να αγκαλιάσει τον βασιλιά,
εκείνος στέκεται μάλλον απόμακρος κάνοντας τον γέροντα να καταλάβει ότι
υπάρχουν σταθερά όρια ανάμεσά τους. Ο Οιδίπους, ο οποίος παρόλα τα μαρτύριά
του, την ηλικία και την αναπηρία του, δεν έχει απωλέσει ούτε τη διαύγεια ούτε
την αξιοπρέπειά του, θα αποδεχθεί τη στάση αυτή και θα κρατηθεί στο ύψος της περίστασης.
Εξάλλου, το τέλος που θα βιώσει είναι έτσι όπως ακριβώς το επιθυμεί: ήρεμος,
ψύχραιμος, μακριά από τη Θήβα και τους γιους του που τον εξευτέλισαν και κοντά στις
δύο θυγατέρες του που δεν τον εγκατέλειψαν ποτέ. Ο τρόπος απομάκρυνσής του από
τα εγκόσμια είναι εντελώς μυστηριακός μα και αθέατος (τον αφηγείται ωστόσο πολύ
παραστατικά ο αγγελιαφόρος – Γιώργος Νούσης).
Όπως βλέπουμε και στο κείμενο του Σοφοκλή, δεν υπάρχει πιο δυνατός
άνθρωπος από εκείνον που έχει βασανιστεί και ταπεινωθεί τόσο πολύ στη ζωή του, όπως
ο Οιδίπους. Καθοριστική παράμετρος είναι και το γεγονός ότι ο άνθρωπος αυτός έχει
φθάσει στο τέρμα του βίου του, συνεπώς δεν έχει τίποτα να φοβηθεί. Δεν
πρόκειται να καμφθεί μπροστά στα λόγια του Κρέοντα ούτε βέβαια να ακολουθήσει
στο Άργος τον γιο του Πολυνείκη, ο οποίος ενδιαφέρεται μόνο για την αρχηγία της
Θήβας. Ο Οιδίπους δεν έχει κανένα κίνητρο να επιστρέψει στην πόλη του χωρίς καν
να ξαναείναι βασιλιάς. Εξουσία, θρόνος, δόξα, πατρίδα, παρελθόν δεν τον αφορούν
πια. Του αρκούν η ζεστασιά, η θαλπωρή και η ανθρωπιά που εισπράττει στον Κολωνό
από τις θυγατέρες του, τον Θησέα και ως εκ τούτου και από τον λαό της Αθήνας.
Πατρίδα και οικογένεια είναι εκεί που σ’ αγαπούν, σε φροντίζουν, σε εκτιμούν
και νιώθεις ήρεμος και ασφαλής.
Ο Οιδίπους επί Κολωνώ είναι και μια ωδή στη φιλόξενη και όμορφη
Αθήνα και τους κατοίκους της (ας μην ξεχνάμε ο Κολωνός είναι ο τόπος του
Σοφοκλή). Ταυτόχρονα, το έργο αυτό στηλιτεύει τις φήμες (τα λεγόμενα
κουτσομπολιά) που γίνονται «περικοκλάδες» και καταπνίγουν και αμαυρώνουν ένα πρόσωπο
ακόμη άγνωστο (οι ξένοι – γέροντες του χορού έχουν ακούσει τα χειρότερα για τον
Οιδίποδα και τον περιφρονούν χωρίς καν να τον έχουν συναντήσει) ενώ κατακεραυνώνει
τον κάθε «νταή» που παριστάνει τον ισχυρό εις βάρος του κάθε αδύναμου – εύκολου
θύματος. Ο Κρέων αρπάζει την Αντιγόνη από το πλευρό του τυφλού Οιδίποδα αφαιρώντας
του το «μοναδικό του μάτι».
Ο Οιδίπους στον Κολωνώ, κάθε άλλο παρά άθυρμα είναι στα
χέρια τυράννων και θεών. Ασφαλώς και χρειάζεται ολοένα τη βοήθεια των κοριτσιών
του και φυσικά του Θησέα εφόσον είναι γέροντας, πένητας, αόμματος, ανέστιος…
αλλά και βάλλεται από τους ανεπιθύμητους επισκέπτες του. Όμως, αυτός αποφασίζει
για τις κινήσεις του και ούτε για μια στιγμή δεν υποκύπτει, δεν έχει διλήμματα,
δεν παρεκκλίνει. Τον ακολουθούν διάφοροι χρησμοί, παλιοί και νέοι που ορίζουν τα
βήματά του, εντούτοις η συμπεριφορά του είναι συνέχεια σταθερή και ακέραιη από
την αρχή μέχρι το τέλος. Εξάλλου, όπως ακούμε και την Ισμήνη να λέει όταν αφικνείται
στη σκηνή σχετικά με την κατάσταση στη Θήβα και την αντιπαλότητα των δύο αδελφών
της: «κάποιος θεός και το άρρωστο μυαλό…» δείχνοντας έτσι ότι το υπερφυσικό με
το ανθρώπινο συγκεράζονται και δεν υπάρχει μόνο το πρώτο να ρυθμίζει απόλυτα τα
πάντα.
Πρόκειται για ένα κλασικό ανέβασμα της γνωστής αρχαίας τραγωδίας του
Σοφοκλή. Σεμνή οπτική, χωρίς εντυπωσιασμούς και φιοριτούρες. Ο Δημήτρης
Καταλειφός είναι πέρα για πέρα ώριμος και έτοιμος, στην πιο ωραία θεατρική του
ώρα. Μπορώ να μπω ότι δεν υποκρίνεται απλά τον Οιδίποδα στον Κολωνό˙ Είναι ο Οιδίπους στον Κολωνό. Ο Γιώργος Σκεύας
δεν πήρε τα μάτια του από πάνω του σχεδόν καθόλη τη διάρκεια της παράστασης και
όχι άδικα. Πολύ καλός ήταν και ο Χρήστος Χατζηπαναγιώτης, ένας ηθοποιός με
ιδιαίτερη προσωπικότητα, ο οποίος με την ερμηνεία του απέδειξε πως είναι ικανός
να ανταποκριθεί σε μεγάλη γκάμα ρόλων. Εξαιρετικές και οι δύο γυναίκες
ηθοποιοί, Παπαθεμελή και Αϊδίνη, πολύ αισθαντικές, με άγγιξαν εξίσου. Κατείχαν
άριστα τους ρόλους τους. Πιστές, πάντα δίπλα στον πατέρα τους, τρυφερές, η ενσάρκωση
της αυταπάρνησης. Πολύ σωστός ήταν και ο Νούσης ως αγγελιαφόρος – ολοζώντανη η
περιγραφή του θανάτου του Οιδίποδα που έκανε. Σαπουντζής και Μουμούρης
υποκρίθηκαν τους αμείλικτους εξουσιαστές χωρίς υπερβολές και περιττές φωνές.
Η συνέχεια στην Επίδαυρο, το πρώτο σαββατοκύριακο του Αυγούστου, όπου
σίγουρα θα ακουστούν και θα γραφτούν τα καλύτερα!
Πληροφορίες για την παράσταση:
Θίασος: Δημήτρης Καταλειφός, Χρήστος Χατζηπαναγιώτης, Αγγελική Παπαθεμελή,
Αλεξάνδρα Αϊδίνη, Μάξιμος Μουμούρης, Χρήστος Σαπουντζής, Γιώργος Νούσης, Νίκος
Νίκας, Γιώργος Φριντζήλας, Νίκος Δερτιλής, Γιώργος Μπούτσικας, Πάνος
Αποστολόπουλος, Αντώνης Αντωνιάδης, Πάρις Παρασκευάδης
Μετάφραση: Χρύσα Προκοπάκη, Θάνος Τσακνάκης
Δραματουργική επεξεργασία: Γιώργος Σκεύας, Χρύσα Προκοπάκη
Σκηνικά – Κοστούμια: Λίλη Πεζανού
Μουσική: Σήμη Τσιλαλή
Φωτισμοί: Λευτέρης Παυλόπουλος
Κίνηση: Damiano Ottavio Bigi
Φωτογραφίες: Πάτροκλος Σκαφίδας
Social Media: Renegade
Νομικός Σύμβουλος: Φιλιώ Καστραντά
Βοηθός σκηνοθέτη: Γιάννης Σαβουιδάκης
Βοηθός ενδυματολόγου: Χάρης Σουλιώτης
Βοηθοί Παραγωγής: Βαγγέλης Βογιατζής, Ξένια Καλαντζή
Διεύθυνση Παραγωγής: Κατερίνα Μπερδέκα
Παραγωγός: Γιώργος Λυκιαρδόπουλος
Τρέιλερ: Μιχαήλ Μαυρομούστακος https://www.youtube.com/watch?v=UBU5DB7K–Ps