ΜΕ ΣΙΧΑΘΗΚΑ… ΑΛΛΑ ΚΑΙ
ΠΑΛΙ ΟΧΙ ΕΝΤΕΛΩΣ
της Λένας
Κιτσοπούλου
ΘΕΑΤΡΟ ΛΑΜΠΕΤΗ
Λ. Αλεξάνδρας 106
Αθήνα
Σάββατο, 1 Ιουλίου 2023
8.30 μ.μ.
Σκηνοθεσία:
Κρίστελ Καπερώνη
«Ο Σωτήρης είναι ένας κανονικός άνθρωπος που χαίρεται με τη λύπη
μου και μισεί τη χαρά μου»
Στο νυχτερινό κέντρο διασκέδασης με το όνομα «ΚΟΛΑΣΗ»
καταφθάνουν τρεις νέες γυναίκες, άγνωστες μεταξύ τους, που φέρουν ωστόσο κοινά
χαρακτηριστικά, τόσο ως προς την εξωτερική τους εμφάνιση (νεαρή ηλικία, ένδυση
με βραδυνά λαμέ ρούχα και πέδιλα) όσο και ως προς την ψυχολογική τους κατάσταση
(μοναξιά, απόγνωση, παραφροσύνη). Αρχικά μόνο, η μία από αυτές, η θεία του
μικρομέγαλου Σωτήρη όπως ακούμε, εμφανίζεται στη σκηνή φορώντας μια μπούρ(γ)κα
που ψώνισε από το Μοναστηράκι με την πεποίθηση ότι αν όλοι ήταν έτσι
ενδεδυμένοι (δηλαδή πλήρως καλυμμένοι με μαύρο ύφασμα), ο κόσμος που ζούμε θα
ήταν καλύτερος… Σύντομα όμως την απεκδύεται και αποκαλύπτεται το σώμα της με το
μίνι φόρεμα, τα τιγρέ πέδιλα και το ξεραμένο αίμα (τι της έχει συμβεί άραγε;)
σε διάφορα σημεία του σώματός της…
Η παράσταση έχει ήδη ξεκινήσει περίπου μισή
ώρα πριν στο νατουραλιστικό σκηνικό του μπουζουξίδικου που μοιάζει να έχει ξεχαστεί
στις δεκαετίες του ’80 και του ’90 (παρατηρούμε παντού γαρύφαλλα και κούτες με
πιάτα προς…σπάσιμο). Με ζωντανή μουσική επί σκηνής (μπουζούκι και κιθάρα) και
μια τραγουδίστρια που ερμηνεύει γνωστές λαϊκές επιτυχίες μέσα στο μακρύ με σκίσιμο
βέβαια πράσινό της φόρεμα (που όπως και η ίδια σχολιάζει θυμίζει το ΠΑΣΟΚ… το
κόμμα που σημάδεψε την Ελλάδα τη δεκαετία του ’80) οι θεατές γίνονται κοινωνοί
του παραστασιακού γεγονότος καλούμενοι να διασκεδάσουν, να σιγοτραγουδήσουν, να
χαλαρώσουν και να αισθανθούν σαν ήταν πραγματικά σε ένα τέτοιο νυχτερινό κέντρο…
με τον τρόπο αυτό, οι ίδιοι εντάσσονται αβίαστα και φυσικά στο συγκεκριμένο
περιβάλλον, το οποίο θα αποτελέσει το σημείο συνάντησης των τριών γυναικών.
Γιατί είναι εκεί αυτές οι κοπέλες; Είναι
πελάτισσες; Είναι εργαζόμενες; Όχι, από πουθενά δεν προκύπτει ούτε η μία ούτε η
άλλη εκδοχή. Η μία γυναίκα έχει ραντεβού με τον Σταύρο για να τη «γαμήσει», όπως επαναλαμβάνει
κατά τη διάρκεια της παράστασης. Ψάχνει ένα τηλέφωνο για να επικοινωνήσει καθώς
έχει ξεχάσει το δικό της όμως κανείς δεν της απαντάει δίνοντάς της την εντύπωση
πως όλοι εκεί μέσα είναι τρελοί… Καμιά απόκριση, καμιά επαφή, αποτέλεσμα ο εκνευρισμός
της. Η άλλη, η Λίτσα, που παίρνει κανονικά, όπως λέει, τα φάρμακά της για την
κατάθλιψη είναι μάνα ενός οκτάχρονου αγοριού, του Ιάσωνα. Καταθλιμμένη,
αδύναμη, παραπαίει και παραμιλάει… Τι γυρεύει άραγε στην «ΚΟΛΑΣΗ»; Τέλος, η
κοπέλα με τα αίματα γιατί μπήκε μέσα στο μαγαζί αυτό; Μήπως βρήκε καταφύγιο
μετά το επεισόδιο με τη μεγάλης ηλικίας γυναίκα τα ξημερώματα; Εκείνη που όταν
μετά θα έφθανε στη δουλειά της θα αφηγούνταν το τρομακτικό συμβάν στους συναδέλφους
της με την «Αλβανίδα» που μάλλον θα την είχαν πλακώσει στο ξύλο τίποτα
Πακιστανοί…
Οι τρεις σαλές γυναίκες της σύλληψης της Λένας
Κιτσοπούλου δεν δρουν στα ‘80’s ούτε στα ‘90’s… Δρουν απολύτως στο τώρα, στο σύγχρονο γίγνεσθαι, όπου «η
ψυχολογία είναι η θρησκεία του σήμερα». Από τα στόματά τους θα ξεπηδήσουν
σκληρές αλήθειες για τη ζωή, πικρά συμπεράσματα αλλά και εύλογες απορίες. Η
Λ.Κ. κατακεραυνώνει μέσω των τριών αυτών χαρακτήρων το κατεστημένο, τα στερεότυπα,
το παράλογο των σύγχρονων δυτικών κοινωνιών, τους ψυχαναγκασμούς, τους συμβιβασμούς,
την εγωιστική συμπεριφορά του ανθρώπου, τα κλισέ που τον πνίγουν, την πραγματικότητα
που είναι συχνά συντριπτική και δεν τολμάει κανείς να την ονοματίσει και να την
περιγράψει έτσι όπως είναι στ’ αλήθεια. Μέσα από τις τρεις αυτές αθυρόστομες
και παρανοϊκές γυναίκες, οι οποίες μάλιστα δεν φοβούνται να ασκήσουν
αυτοκριτική, οι θεατές θα ακούσουν τα πιο λογικά και συχνά τεκμηριωμένα
επιχειρήματα για την καθημερινότητα, τις ανθρώπινες σχέσεις, τις αξίες και την
ίδια την επιβίωση. Και είναι αναμφίβολο, όσο κι αν αυτό ακούγεται τετριμμένο, ότι
στα πρόσωπά τους, έστω και εν μέρει, το κοινό θα εντοπίσει κοινά με τον εαυτό του
στοιχεία: παράπονα, πληγές, απογοητεύσεις.
Θα ακούσει, φερειπείν, τη μία να συμφιλιώνεται
με την ιδέα του εραστή Σταύρου που υπάγεται στην κατηγορία «από το ολότελα καλή
κι η Παναγιώταινα…» και «κάνε τον σταυρό σου που σου έτυχε κι αυτός ο Σταύρος»,
την άλλη να λέει ότι ο εαυτός της δεν της πολυαρέσει και θα ήθελε να πέθαινε
στον ύπνο της και προτιμάει αυτό που είναι τώρα παρά το να ήταν κανένα «βλήμα»
που θα τα έβλεπε όλα ωραία… Θα ακούσει να αμφισβητείται έντονα το «στοκατζίδικο
απαντήσεων» του τύπου «υγεία να υπάρχει και όλα τα άλλα γίνονται» καθώς και να
διατυπώνεται η ρητορική ερώτηση γιατί όλα τα ποιήματα και τα τραγούδια του
ανθρώπου είναι «μέσα στο κλάμα» και γιατί όταν ο άνθρωπος είναι ανήμπορος καλεί
τον «Θεό» να τον βοηθήσει…
Οι γυναίκες αυτές μοιάζουν εντελώς αντισυμβατικές, μακριά από
τον μέσο άνθρωπο, φιλοσοφούν πάνω στις παθογένειες που δεν έχουν συμπεριληφθεί στις επίσημες ασθένειες, ερωτούν και αναρωτιούνται διαρκώς και οδηγούνται επιτέλους στον άλλο κόσμο
μέσω της αυτοκαταστροφικής τους διάθεσης. Ακόμα και εκεί όμως, θα βρουν την απομάγευση
των πάντων. Ο Άγιος Πέτρος δεν είναι ο καλός γεράκος που νόμιζαν, ενώ οι νεκροί
που συναντούν είναι ακριβώς οι ζώντες που είχαν συναναστραφεί στη Γη εν ζωή. Η
αυτοκτονία, σύμφωνα εξάλλου και με τον χριστιανισμό, οδηγεί στην κόλαση διότι αυτός
δεν την επιτρέπει ιδίως όταν άλλοι συνάνθρωποι παλεύουν με αρρώστιες για να
επιζήσουν…
Γιατί χαιρόμαστε όταν γινόμαστε γονείς;
Χαιρόμαστε επειδή γεννιέται το ίδιο το παιδί ή επειδή η γέννησή του είναι κάτι
δικό μας; Ένα δικό μας δημιούργημα/επίτευγμα;
Τι κάνει ένα παιδί όταν δεν μπορεί «να το
ρίξει στον χαβαλέ»; Στρέφεται στο διάβασμα και στη σοβαρότητα στερούμενο τη
χαρά και την αθωότητα της παιδικής ηλικίας; Πού συγκλίνουν τα δύο παιδιά του
έργου, Ιάσωνας και Σωτήρης; Είναι δύο αγόρια της σημερινής ζωής και κοινωνίας
που ασφαλώς δεν απολαμβάνουν τα νιάτα τους ενώ εκκολάπτονται με τον τρόπο που
πρέπει για να αναδειχθούν στο μέλλον ως οι συμπλεγματικοί ενήλικες που
επιβάλλεται να είναι…
Γιατί έχουμε κατάθλιψη; Μήπως επειδή δεν
ανταποκρινόμαστε στα πρότυπα που οφείλουμε οπωσδήποτε να ακολουθήσουμε; Και
ποιο το αποτέλεσμα της απόκλισης αυτής; Τα χάπια και η αυτοχειρία στο έσχατο
στάδιο; Γιατί μέσα από τα παιδικά παιχνίδια δεν διδάσκεται η ίδια η ζωή που περιλαμβάνει
την ακαθαρσία του σώματος αλλά και τη φυσική του φθορά (βλ. θάνατος); Γιατί όταν
κοιτάζουμε μια φωτογραφία όπου έχει αποτυπωθεί οπτικά μια ευτυχισμένη στιγμή
εμείς λυπόμαστε;
«Οι μαύρες μου σκέψεις έχουν χώρο να απλωθούν και να
ξεμουδιάσουν»
Αν η ζωή μας δεν είναι παρά μόνο δίπολα όπως γέννηση
– θάνατος, χαρά – λύπη, ποιο το νόημα να παιδευόμαστε; Γιατί η κληρονομικότητα
να καθορίζει την εικόνα και τη δράση όπως και την εξέλιξη ενός ανθρώπου; Γιατί
η τυχαιότητα να επηρεάζει έναν άνθρωπο τόσο πολύ; Αν είναι κοντός, ας πούμε,
γεγονός για το οποίο διόλου ευθύνεται, δεν θα παίξει ποτέ μπάσκετ κι αν είναι
νάνος μπορεί και να καταλήξει γελωτοποιός σε κανένα τσίρκο εφόσον η γονεϊκή
αγάπη ποτέ δεν είναι αρκετή για κάποιον που κάποια στιγμή μοιραία «θα βγει στην
κοινωνία». Και τι μπορεί δηλαδή να γίνει σε αυτή την περίπτωση; Να ψάξουμε να βρούμε
τους προγόνους μας και να τους μεμφθούμε; Και ποιους προγόνους; Πόσο πίσω θα
πάμε; Στους πίθηκους; Αυτό όμως δεν επιτάσσει η «καινούργια μόδα»; Να «ξεριζώσουμε
αυτό που είμαστε; Και να δημιουργήσουμε ψεύτικα συναισθήματα επειδή δεν έχουμε
αληθινά»;
«ΑΛΙΜΟΝΟ ΣΟΥ ΑΝ ΔΕΝ ΤΑΙΡΙΑΖΕΙΣ ΜΕ ΤΟΥΣ ΥΠΟΛΟΙΠΟΥΣ,
ΑΝ ΔΕΝ ΕΧΕΙΣ ΟΝΕΙΡΑ ΚΑΙ ΘΕΛΩ»
Στο έργο της Λ.Κ. ο θεατής αφουγκράζεται πολλά
τέτοια ερωτήματα και πολλούς τέτοιου είδους συλλογισμούς. Και μαζί με αυτούς,
θα έρθει και σε επαφή και με θύμισες του παρελθόντος. Με ποιες λέξεις θα
περιέγραφε κανείς τις δύο περασμένες δεκαετίες του ’80 και του ’90;
Μινέρβα σώβρακα, Μινέρβα
μαργαρίνη, κόκκαλα για τα σκυλιά, κλειδαράς 7777777, φίλοι, μοναξιά, πρώτο
φιλί, μπάσκετ, κομμωτές, ζεστός αέρας, φραπέδες, το πλοίο που φεύγει από τον
Πειραιά και ψάχνεις καναπέ για την πέσεις, παγωτό πύραυλος με τη σοκολάτα που
μένει στο τέλος, ο Αλβανός που μου βαψε το σπίτι…
Ο κουφός άνθρωπος είναι κουφός, δεν ακούει
και δεν θα ακούσει τα χτυπήματα, τις ομιλίες. Ο γέρος άνθρωπος που έχει καμπουριάσει
και είναι σε ορθή γωνία το σώμα του δεν μπορεί να δεχτεί το «υγεία να υπάρχει»,
η σημερινή εποχή έχει τσίτα, άρρωστο στομάχι, εμετό, ιδρώτα και σουτιέν μετά
από μαστεκτομή, παιδιά που τρέχουν γύρω από το ΙΚΕΑ σπίτι τους και ο πόνος δεν πρέπει να τα αγγίξει ούτε καν σαν λέξη… Ισορροπημένος θεωρείται ο καθωσπρέπει άνθρωπος
που ζει με ψέματα, επαναληψιμότητα, ιδεοληψίες και απαγορεύεται να θυμώνει
αλλιώς χαρακτηρίζεται προβληματικός…
Οι τρεις άγνωστες μέχρι πρότινος γυναίκες
συνενώνονται και χορεύουν μαζί πιασμένες χέρι – χέρι στο κλείσιμο της παράστασης
στο ζοφερό, κατακόκκινο σκηνικό της κόλασης, όπου κατέληξαν (κάτι από Ζάλογγο
ίσως;). Σίγουρα πρόκειται για μια παράσταση που όχι απλά προβληματίζει αλλά και
ζορίζει, αιφνιδιάζει, ψυχαγωγεί, ποτέ δεν προσφέρει στο πιάτο όλες τις πληροφορίες
και ορθώς πράττει, γρονθοκοπεί τα πρέπει, αφυπνίζει, ταράζει αλλά και
ανακουφίζει. Δεν είναι κακό ή λάθος να διαφοροποιείσαι, να αποκλίνεις, να λες
τα πράγματα με το όνομά τους. Και τέλος δεν είναι ψυχική υγεία το να ακολουθείς
την πεπατημένη οδό και μόνο.
Όλα αυτά σε μια σκηνική σύνθεση στην ταράτσα του
θεάτρου ΛΑΜΠΕΤΗ, εκεί όπου το αεράκι φυσάει γλυκά τα πρόσωπα των θεατών ενώ το
φεγγαράκι ετοιμάζεται να κάνει την εμφάνισή του πίσω από τις τσιμεντένιες
πολυκατοικίες του κέντρου της Αθήνας…
Συντελεστές:
Καλλιτεχνική
επιμέλεια: Δημήτρης
Λάλος
Δραματουργική
επεξεργασία: Αγνή Χιώτη, Σταμάτης Μπάκνης
Σκηνικά: Στέφανος Λώλος
Φωτισμοί: Γιάννης Κατσιμίχας
Κοστούμια: Κρίστελ Καπερώνη
Παίζουν (Με αλφαβητική σειρά) :
Νάστια Βραχάτη, Κρίστελ Καπερώνη , Τζωρτζίνα
Λιώση
Στο τραγούδι, η Πέννυ Παπαδοπούλου.
Μουσικοί επί σκηνής: Παύλος Κάτρης, (κιθάρα),
Κώστας Μπούτσης (μπουζούκι)