ΤΣΙΟΥ
του Μάκη
Παπαδημητράτου
ΒΟΤΑΝΙΚΟΣ
Ιερά Οδός 72 & Σπύρου Πάτση
Βοτανικός
Σάββατο, 24 Ιουνίου 2023
9 μ.μ.
Σκηνοθεσία:
Μάκης Παπαδημητράτος
Κριτική ανάλυση της Μαρίνας Αποστόλου
Οι ομόκεντροι κύκλοι των ναρκωτικών
και η αστείρευτη δύναμη του ανθρώπου για μεταστροφή και επανεκκίνηση
Τσίου: Η Μελίνα είναι ο μεγάλος έρωτας της ζωής μου… |
Γιάννης: Έχεις κι απ’ αυτό;;; |
18 χρόνια μετά την προβολή της ταινίας Τσίου (2005), μιας ταινίας
που αποτέλεσε κινηματογραφικό σταθμό ακριβώς επειδή μίλησε στην ψυχή του κοινού
με τρόπο εύθυμο και εύστοχο καθότι πρόκειται για μια κωμωδία που πραγματεύεται
τον μηδενιστικό κόσμο των ουσιών αλλά και ταυτόχρονα την αγάπη για ζωή που μπορεί
να υπερνικήσει εξαρτήσεις, περιθωριοποίηση και μοναξιά, το κοινό έχει τη
μοναδική ευκαιρία να ξαναδεί το έργο αυτό επί σκηνής.
Ο Τσίου αποτελεί μια εξαιρετικά ευχάριστη έκπληξη διότι, όπως είναι
γνωστό, είναι δύσκολο πρακτικά να μεταφερθεί μια ταινία στο θεατρικό σανίδι. Τα
πρόσωπα είναι πολυάριθμα, το σενάριο έχει γραφτεί και για εξωτερικούς χώρους, η
κίνηση είναι διαφορετική, τα δραματικά (πλέον) γεγονότα δεν περιορίζονται μόνο
σε δωμάτια, γραφεία και σαλόνια…
Εντούτοις, το εγχείρημα είναι απόλυτα επιτυχημένο. Σε έναν μεγάλο χώρο όπως
είναι ο «Βοτανικός», όπου επιτρέπεται να στηθούν «παράλληλα σύμπαντα» και να
δράσουν άνετα οι ηθοποιοί (π.χ. βλέπουμε τον Στάθη Σταμουλακάτο να εισέρχεται ζωντανά
με το μηχανάκι του στον υποτιθέμενο χώρο του κέντρου της Αθήνας ως ντίλερ της Αγνής,
της μέλλουσας γυναίκας του Τσίου), παρακολουθούμε την ίδια ώρα πολλαπλές εστίες
δράσης. Το γραφείο του «Στυλιάρη» με τη σύντροφό του Στέλλα δίπλα του να βάφει
τα νύχια των ποδιών της (όπως ακριβώς και στην ταινία), το ψιλικατζίδικο του
Λάκη που μένει ανοιχτό τον 15Αύγουστο, τον χώρο της Ομόνοιας όπου εκεί κοντά
βρίσκεται και ο ΟΚΑΝΑ (παρατηρούμε την ταμπέλα του να ανάβει χαρακτηριστικά
κάποια στιγμή), τον χώρο όπου παίζει σκάκι και ρεμβάζει μαζί ο «θεοσεβούμενος»
έμπορος ναρκωτικών Κούκι, το σαλόνι όπου σκοτώνει την ώρα της Η Τζένη το κοκάκι,
η κακομαθημένη και άεργη, σνιφάροντας και μιλώντας στο τηλέφωνο, τους δρόμους
στα Κάτω Πατήσια που οργώνουν με αυτοκίνητο (ένα πραγματικά εντυπωσιακό prop!) Τάκος, Νικήτας και Μπιλ προκειμένου να βρουν
ηρωίνη κατ’ εντολή του Στυλιάρη για χάρη του Τσίου που είναι αδελφός της Στέλλας,
καρτοτηλέφωνα του ΟΤΕ που εκείνη την εποχή χρησιμοποιούνταν αρκετά λόγω του
ακόμη υψηλού κόστους της κινητής τηλεφωνίας (ακούμε τον Τσίου να λέει στον πρεζάκια Νώντα να τον καλέσει πίσω γιατί του
τελείωσε η κάρτα…), το δωμάτιο όπου ο Δημήτρης κάνει παθητικά τσατ με greeklish σε ηλεκτρονικό
υπολογιστή της εποχής (βλέπε μεγάλες οθόνες)…
«Έχεις κόκα; Έχεις Τζένη!» (…) «Η πρέζα είναι το μεγαλύτερο κόλλημα που υπάρχει» |
Είναι πραγματικά τολμηρό για μια εταιρεία παραγωγής (και γι’ αυτό της οφείλω συγχαρητήρια) να ανεβάσει μια τέτοια παράσταση, εμφανώς σύνθετη και πολυέξοδη,
και δη μέσα στο καλοκαίρι, εν μέσω εκλογών, σε έναν κλειστό αλλά ωστόσο
ευχάριστο και άνετο χώρο. Άξιζε όμως τον κόπο δεδομένου ότι έτσι αναβιώνει μια
σπουδαία ταινία που έθρεψε και δίδαξε το κοινό στις αρχές του 2000 με νοήματα
διαχρονικά που ποτέ δεν σβήνουν και πάντα θα φωτίζουν τη σκέψη και θα ενεργοποιούν το
συναίσθημα του ανθρώπου.
Είναι επίσης πραγματικά συγκινητικό να βλέπει κανείς να λαμβάνει σάρκα
και οστά μπροστά στα μάτια του σε ζωντανό χρόνο ένα εμβληματικό έργο, όπως είναι
ο Τσίου. Ο Αλέξανδρος Παρίσης, ο «αθάνατος», αναλλοίωτος Τσίου μοιάζει
σαν να μην πέρασε μια μέρα έκτοτε… Με την ίδια φωνή, με ηχόχρωμα προσαρμοσμένο
στον χαρακτήρα που υποδύεται, ένα ευαίσθητο παιδί που έχει εξαρτηθεί από την
ηρωίνη, που έχει χάσει τη μητέρα του και στηρίζεται στην αδελφή του, που
περιφέρεται απεγνωσμένα στο κέντρο της Αθήνας τον Δεκαπενταύγουστο για να βρει
τη δόση του και που ωστόσο πιστεύει στον έρωτα άρα και στην ίδια τη ζωή. Είναι
υπέροχος στην ερμηνεία του τόσο όταν μάς συστήνει τους δρώντες όσο και όταν
διαδρά με τον Γιάννη για την εύρεση των αναγκαίων ουσιών (πρόκειται για μια
πυρηνική σκηνή) όπως και με την Αγνή (συμβολικό θα έλεγε κανείς το μικρό αυτό
όνομα καθότι παραπέμπει στον εξαγνισμό) με την οποία καταλήγει σε ένα πλέον υγιές
και φυσιολογικό πλαίσιο.
Ξεχωριστός, τον απόλαυσα σε κάθε ατάκα του, ήταν ο Δημήτρης Καπετανάκος
στον ρόλο του Τάκου, του «αρχι – τσιρακίου» του Στυλιάρη που επωμίζεται τη
δυσκολοκατόρθωτη επιχείρηση εξασφάλισης ηρωίνης, μια ημέρα όπου η πιάτσα των ναρκωτικών
δεν είναι τόσο ενεργή (ή μήπως τελικά είναι πάντα διαθέσιμη, 365 ημέρες/χρόνο;).
Το γέλιο που παράγεται χάρη στην ερμηνεία του είναι αβίαστο, σπαρταριστό και
καθόλου επιτηδευμένο. Ατάκες που απευθύνει στον Νώντα όταν διαπιστώνει ότι του
λέει ψέματα πως είναι στην Πάρο ή άλλες (ατάκες) σχετικές με την πίτσα και τις νεοεισαχθείσες
τότε γεύσεις (ανανάς, καλαμπόκι) κάνουν τους θεατές να γελούν ηχηρά με την
καρδιά τους.
Φανταστικός φυσικά είναι και ο ίδιος Μάκης Παπαδημητράτος, ο δημιουργός
του Τσίου, ως Νώντας που εκβιάζει τον Τσίου παίζοντας με το θυμικό του και λέγοντας ψέματα ότι θα συναντήσουν στο πάρτι τη Μελίνα, την παλιά του αγάπη
(ενώ αυτή ζει στη Λάρισα πια παντρεμένη με έναν τυρέμπορα) με σκοπό να τον
πείσει να του βρει ναρκωτικά για να γλιτώσει από τα νύχια του ανυποχώρητου Τάκου.
Ο Παπαδημητράτος είναι ο ορισμός του καλλιτέχνη που συνιστά πομπό και δέκτη
μαζί: Δίνει και παίρνει. Και αυτό αποδεικνύεται στο ζεστό, γλυκό του χαμόγελο
στην υπόκλιση την ώρα που το κοινό χειροκροτεί τόσο θερμά τον θίασο.
Τα καλύτερα λόγια έχω να πω και για τους πολυαγαπημένους μου ηθοποιούς
Τσιοτσιόπουλο, Σταμουλακάτο, Αλεξίου, Δημόπουλο που βασίζονται σημαντικά στις ρίζες
του λατρεμένου θεάτρου – σχολείου «Επί Κολωνώ», στενοί συνεργάτες των σπουδαίων
μας σκηνοθετών Ελένης Σκότη και Γιώργου Παλούμπη που χρόνια τώρα γράφουν
ιστορία στο θέατρο με αξιοσημείωτη προσφορά στην τέχνη. Λυπήθηκα μόνο που ο
Στέλιος Δημόπουλος είχε μικρή παρουσία στην παράσταση (εντούτοις τον θαύμασα
όταν παρίστανε τον τοξικομανή) κι αυτό διότι είναι ένας υπερταλαντούχος ηθοποιός,
παθιασμένος και ταχέως εξελισσόμενος καλλιτεχνικά.
Ειδική μνεία σαφώς οφείλω και στον ηθοποιό Αναστάση Κολοβό που
υποκρίνεται άριστα τον Γιάννη όπως και στον Πέτρο Γιωρκάτζη ως Κούκι που με τον
μανδύα της υποκρισίας (εν προκειμένω θρησκευτική πίστη) πουλάει ακριβά τον
θάνατο.
Όλοι όμως οι ηθοποιοί (και οι εικοσιένας!) προσδίδουν το δικό τους χρώμα
στην παράσταση και την καθιστούν πλήρη από συναισθήματα και ιδέες. Εξάλλου, ο ίδιος
ο Τσίου και η ιστορία του είναι ΙΔΕΑ.
Παρεξηγήσεις, συμπτώσεις, φαιδρότητα, σχεδόν τραγική ειρωνεία οδηγούν τα δραματικά πρόσωπα γύρω από ένα κυνήγημα της ίδιας ουράς.
Η έναρξη της παράστασης γίνεται με ενθουσιασμό με την προβολή στο πανί της
σκηνής του κινηματογραφικού Τσίου στο λεωφορείο ενώ η είσοδος των ηθοποιών που
ονοματίζονται ένας – ένας και μία – μία ξεσηκώνει το κοινό που υιοθετεί εκ νέου
(και καλά κάνει) την παρωχημένη πρακτική του χειροκροτήματος.
Σημασία έχει ότι ο άνθρωπος είναι ευαίσθητος και αδύναμος αλλά από την
άλλη πλευρά δυνατός και ικανός να τα αλλάξει όλα. Εξάλλου, όπως λέει κι ο Τσίου
στο τέλος κανείς δεν είναι τέλειος ούτε ιδανικός. Έτσι είναι η φύση μας και
απλά την αποδεχόμαστε. Σημασία έχει ότι μπορεί κανείς, αν το θελήσει και αν
καταλάβει ότι η ζωή είναι για να τη ζήσεις κι όχι για να την ξοδεύεις και να την
αφανίζεις, να ξαναρχίσει από την αρχή!
Όλα αυτά μέχρι τις 16/7. Απλά σπεύσατε!
Αναλυτικές πληροφορίες για την
παράσταση: https://www.facebook.com/tsioulive/