ΘΑΝΑΤΟΣ ΣΤΗ ΒΕΝΕΤΙΑ
του Τόμας Μαν
Θέατρο «ΠΟΡΕΙΑ»
Τρικόρφων 3-5, Πλ. Βικτωρίας
Σκηνοθεσία: Γιώργος Παπαγεωργίου
Διασκευή: Στρατής Πασχάλης
Κυριακή, 14/5/2023
Ώρα 6 μμ
Κριτική ανάλυση
της Μαρίνας Αποστόλου
ΤΟ ΙΔΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΑΥΤΟ
(Ποίημα με αφορμή το ”Θάνατος στη Βενετία”)
Κοίτα με… πώς βάφομαι
για σένα…
πώς φτιασιδώνομαι…
για να μοιάσω λίγο πιο
νέος,
να δείξω λίγο πιο
όμορφος…
για να λάμψω λίγο μέσα
στο σκοτάδι της απόστασης που μας χωρίζει. Είμαστε τόσο κοντά μα και τόσο
μακριά. Είμαστε όμοιοι και διαφορετικοί μαζί.
Μάγουλα ροζ, βαμμένα
μαλλιά, λευκό κοστούμι
κι ένα βλέμμα όλο
λαχτάρα για σένα…
Δεν θα σε φτάσω ποτέ…
μόνο θα σε ποθώ μέσα από τη χειρότερη μορφή έρωτα:
εκείνη του απελπισμένου
έρωτα… του βασανιστικού που περιορίζεται στις ματιές.
Τα αυτιά μου δυο
μεγάλες κεραίες που δουλεύουν νύχτα-μέρα μήπως και ακούσουν κάποια πληροφορία
για τις κινήσεις σου: Έμεινες; Έφυγες;
Τρέχω στη λερή,
μολυσμένη πόλη ιδρωμένος, πανικόβλητος, μόνος, γερασμένος και μετά καταλήγω
καθισμένος σε μια πολυθρόνα να κοιτώ το είδωλό σου στη θάλασσα.
Κάνω να φύγω, να χαθώ,
αυτή η πόλη δεν μου ταιριάζει, με ταράζει. Με βυθίζει στον έρωτα και αυτό μ’
αρρωσταίνει.
Λοιμός, πανούκλα,
αρρώστια, απώλεια. Εγκατάλειψη, μοναξιά, σιωπή, φυγή.
‘Έρωτας και θάνατος: το
ίδιο και το αυτό.
Μαρίνα Αποστόλου,
15/5/2023
Είναι η πρώτη φορά που η παρακολούθηση μιας θεατρικής
παράστασης μού εμπνέει τη σύνθεση ενός ποιήματος με το οποίο και προλογίζω την
κριτική μου ανάλυση. Κι αυτό, πιθανότατα, μου συμβαίνει διότι η ίδια η
παράσταση είναι ένα ποίημα επί σκηνής. Με όχημα την αφήγηση αλλά και την
αισθησιακή κίνηση με ημίγυμνα ενίοτε κορμιά, το έργο ξεχειλίζει από λυρισμό,
πάθος, έρωτα, αγωνία, πόθο και απελπισία. Και όλα αυτά τα χειμαρρώδη συναισθήματα
απεικονίζονται σε ένα ιδιαίτερο χωροχρονικό και συγκυριακό πλαίσιο: Βρισκόμαστε
στις αρχές του 20ου αιώνα, στη γοητευτική Βενετία υπό συνθήκη λοιμού.
Ο ώριμος πια Γκούσταφ Φον Άσενμπαχ, κάτοικος Μονάχου, χήρος
από χρόνια (η γυναίκα του πέθανε νέα κι αυτό του κόστισε πολύ) με μια ενήλικη
και έγγαμη πλέον κόρη, ταξιδεύει στη Βενετία μέσω της Τεργέστης. Είναι
νευρικός, ο κόσμος δεν τον χωρά και περιπλανιέται για να βρει μια ησυχία που όχι
απλά τελικά δεν υπάρχει αλλά χάνεται όλο και πιο πολύ. Συγγραφέας στο επάγγελμα
και μάλιστα ταλαντούχος, μεγαλοαστός, γόνος αξιωματούχων, καταφεύγει στη Βενετία
χωρίς συγκεκριμένο πρόγραμμα. Στο μεταξύ, κατά τη διάρκεια της πορείας του,
έχει ήδη απειληθεί από τα βέλη του ομοφυλοφιλικού έρωτα αλλά τα έχει
αποκρούσει. Δεν θα συμβεί όμως το ίδιο με τον όμορφο, νεαρό Τάτζιο από την
Πολωνία, ο οποίος παραθερίζει με την οικογένειά του στο ίδιο θέρετρο και
μάλιστα καταλύει στο ίδιο με τον Άσενμπαχ ξενοδοχείο.
Ο Άσενμπαχ είναι ένας ιδιαίτερος άνθρωπος, ξεχωρίζει. Όταν
ήταν παιδί, το Υπουργείο Παιδείας της χώρας του είχε συστήσει να μην πάει
σχολείο αλλά να λάβει μαθήματα κατ’ οίκον. Πλέον η γραφή του «με τα χρόνια»
έχει γίνει «μονότονη», «υπηρεσιακή», όπως ακούμε. «Όλα ήταν ακίνητα, όλα ήταν
παραδομένα στην ησυχία…», λέγεται στο έργο. Μα ο Άσενμπαχ δεν είναι άνθρωπος
που αντέχει την ησυχία. Νιώθει «έναν τρελό πόθο για ταξίδι… η φαντασία του
οργιάζει».
«Οι μάζες γοητεύονται από το εύκολο» |
«Η σάρκα είναι θλιβερή… δεν την αντέχω πια…» |
«Δεν με νοιάζει αν τα κατάρτια μου καλούν τις θύελλες» |
Η παράσταση κυριεύει το θυμικό του θεατή από την εκκίνηση.
Έξοχη σκηνοθετική ιδέα (Γιώργος Παπαγεωργίου) η τοποθέτηση του Άσενμπαχ (Νίκος
Χατζόπουλος) επί σκηνής με την πλάτη του στο κοινό, ντυμένος στα γκρίζα, μόνος,
καθισμένος στην καρέκλα, με τη φουσκωμένη θάλασσα και τα θαλασσοπούλια να
ανατριχιάζουν την ακοή των θεατών (σύνθεση ηχοτοπίων Βαγγέλης Τούντας) που
αναζητούν εν τω μεταξύ τις θέσεις τους. Η στάση του (μόνος, καρέκλα, πλησίον
του υγρού στοιχείου) προοικονομεί την κατάληξή του μέσα από μια κυκλική σκηνική
πορεία.
Ο ευγενής κύριος είναι έτοιμος για τη νέα του περιπλάνηση. Τι
πάει άραγε να πει «νέος», «γέρος», «όμορφος», «άσχημος»; Ένας νεαρός άνδρας
μπορεί να ομοιάζει με μεγάλης ηλικίας πρόσωπο, τα δόντια του να είναι σαν
μασέλα και τα χέρια του να είναι σαν ατόμου ηλικιωμένου. Κι αυτό είτε
κυριολεκτικά, λόγω ας πούμε κάποιου προβλήματος υγείας, είτε μεταφορικά καθώς η
ομορφιά εδρεύει στην ψυχή και κυρίως στην όρεξη για ζωή. Κι ο Άσενμπαχ είναι
ένα πλάσμα που θέλει τόσο πολύ να ζήσει αλλά ο πόθος του προσκρούει σε πολλαπλά
εμπόδια.
Στη Βενετία φθάνει μετά από μια πρώτη αποτυχημένη προσπάθεια
να παραθερίσει σε νησί της Αδριατικής. Η πόλη αυτή δείχνει να είναι «η
ιδεωδέστερη» για αυτόν καθότι είναι «ο καλύτερος προορισμός για ανθρώπους
καλλιεργημένους». Είναι μάλλον αυστηρός και στριφνός ταξιδιώτης και πελάτης
(πηγαίνοντας στο Λίντο, λογοφέρνει με τον οδηγό του βαπορέτου, απαιτεί με ύφος
δωμάτιο με θέα όταν εισέρχεται στη ρεσεψιόν του ξενοδοχείου ενώ απορρίπτει το
γεύμα με το βραστό ψάρι και τη μαγιονέζα και αντ’ αυτού ζητάει σαλάτα και ομελέτα),
μάλλον ακοινώνητος διότι «υπάρχει βάθος μέσα στη σιωπή και μέσα της γεννιέται
το ποίημα… το πρωτότυπο γεννιέται μέσα στην ερημιά». Στο σημείο αυτό ο Τόμας
Μαν διαχωρίζει τον μη κοινωνικό άνθρωπο από τον κοινωνικό/εξωστρεφή με βάση με
το αποτέλεσμα στη ζωή τους: Ο μη κοινωνικός υποφέρει διότι διαρκώς σκέφτεται,
παρατηρεί και προβληματίζεται ενώ ο αντίθετος τύπος προσεγγίζει τα πάντα
επιφανειακά και κατά συνέπεια είναι πιο χαρούμενος.
«Καλά με πας… ακόμα κι αν με πας στον Άδη με κουπί…» |
Και τότε γνωρίζει τον έρωτα, ένα αγγελικό χλωμό πρόσωπο αγοριού
με καστανόξανθα μαλλιά που ξεχωρίζει ανάμεσα σε όλες τις φυλές της Ευρώπης που
κατακλύζουν την ιταλική πόλη του βορρά. Κι όσο πλατωνικός κι ανέπαφος είναι ο έρωτας αυτός,
τόσο τον αναστατώνει και τον πονάει. «Ούτε στη φύση μα ούτε και στην τέχνη δεν είχε δει
κάτι παρόμοιο…». Η ομορφιά του νέου άνδρα τού προκαλεί «συστολή» όπως ομολογεί
ο συγγραφέας ενώ είναι τόσο «περήφανη» που δεν καταδέχεται ούτε να τον απορρίψει…
Εκείνος όμως, ερωτευμένος όντας, θα βιώσει ένα «νοσηρό πείσμα» και θα επιμείνει
στο να υποφέρει το ανέφικτο και το ανεκπλήρωτο. Και ο Άσενμπαχ επιθυμεί διακαώς
να βιώσει το πάθος, την ήττα, να περιφερθεί σαν τρελός στους δρόμους της Βενετίας,
να περιδιαβεί τις φτωχογειτονιές της, να περιοριστεί στην πίσω βεράντα του
ξενοδοχείου διαβάζοντας αδιάφορα περιοδικά για να απασχολήσει το μυαλό του, να
αλλάξει εντελώς όψη «για να ερωτευθεί άφοβα», να πάρει βαθιές ανάσες για να
σταθεί όρθιος, να καταλήξει σε διαπιστώσεις, να νιώσει την οδύνη, να
αποχαιρετήσει τον καταδικασμένο του έρωτα και εν τέλει τη ζωή την ίδια. «Αντίο
Τάτζιο… Ήταν πολύ σύντομο… Να είσαι ευλογημένος…».
Οφείλουμε άραγε ένα «ευχαριστώ» στους ανθρώπους που μας έκαναν
να αισθανθούμε «άνθρωποι» ακόμα και αν δεν ικανοποίησαν τον πόθο μας; Που μας αφύπνισαν,
που μας τάραξαν, που μας προ(σ)κάλεσαν σε μια περιπέτεια; Που μας έκαναν να τους
θαυμάσουμε, που έσπασαν την πλήξη μας, που μας έβγαλαν από τη μοναξιά μας έστω
κι αν στο τέλος μείναμε εντελώς μόνοι μας νιώθοντας λίγοι;
«Τι παράξενο υπάρχει στο αλάτι…; Υπάρχει στα δάκρυα και στη «Ζούμε μόνο για να αντικρύσουμε την ομορφιά… Όλα τα άλλα «Εγώ είμαι ένα τίποτα… Αυτός είναι απέραντος σαν ουρανός…» |
Ποτέ ένας άνθρωπος που ερωτεύτηκε με ανιδιοτέλεια πόσο μάλλον
τόσο ρομαντικά, όπως ο άνδρας αυτός που συνέλαβε ο Τόμας Μαν, δεν γίνεται να είναι
«κενός». Ακόμα κι αν παρατηρεί το είδωλό του από απόσταση και περιορίζεται
στοιχειωδώς σε ματιές, είναι ασφαλώς ένας άνθρωπος με συναισθηματικό κόσμο πολύ
πλούσιο. Το γεγονός της μεγάλης διαφοράς ηλικίας ή/και της ομοφυλοφιλίας, όπως στην
περίπτωση του εν λόγω έργου, δεν έχουν καμιά σημασία, αν και τροχοπέδες, εφόσον
αυτό που μετράει είναι ο έρωτας καθαυτός.
Ο Γιώργος Παπαγεωργίου σκηνοθετεί μια παράσταση υψηλής
αισθητικής που βγάζει τον θεατή από τα τετριμμένα, τα στερεοτυπικά, τα
αναμενόμενα. Πρόκειται, αναμφίβολα, για μια δημιουργία – τόλμημα καθώς η μεταφορά
μιας νουβέλας επί σκηνής είναι πάντα ένα μεγάλης δυσκολίας εγχείρημα. Επενδύοντας
στην κίνηση των εξαιρετικών του ηθοποιών, αξιοποιεί το κείμενο – κέντημα που
διασκευάζει ο ποιητής Στρατής Πασχάλης ενώ έμφαση δίνεται και σε στοιχεία που
αναδεικνύουν το έργο, όπως η μουσική και τα ηχοτοπία. Με ιδιαίτερη βαρύτητα και
στην παραμικρή λεπτομέρεια (π.χ. στην εναρκτήρια σκηνή ο Νίκος Χατζόπουλος
διαχειρίζεται με χαμόγελο την υποτιθέμενη πυκνή κόμη του συγγραφέα που ο ίδιος δεν
διαθέτει) παρουσιάζει ένα καλλιτεχνικό προϊόν που εντυπώνεται στο μυαλό και
στην ψυχή. Ξεχωρίζουν οι σκηνές όπου ο Άσενμπαχ μεταμορφώνεται εξωτερικά για να
γίνει πιο θελκτικός καθώς και η σκηνή οπότε ανακοινώνεται ο λοιμός (μοναδικός ο
Δημήτρης Κίτσος εκεί) που σκεπάζει τη Βενετία με τις κοινωνικές και τις οικονομικές
προεκτάσεις του.
Και οι πέντε ηθοποιοί του έργου είναι εξαιρετικοί,
προσεγμένοι, μετρημένοι στην υπόκρισή τους, άριστα εναρμονισμένοι μεταξύ τους.
Ο Νίκος Χατζόπουλος, αυτός ο σπουδαίος δάσκαλος και θεατράνθρωπος, καθηλώνει
μόνο και μόνο με το βλέμμα του. Ιδίως τη στιγμή που «μεταλλάσσεται» για να
αρέσει. Χωρίς να μιλάει είναι σαν να αναρωτιέται αν τώρα που άλλαξε εξωτερικά
έχει ελπίδες να γίνει επιθυμητός ή αν απλά αυτή του η πράξη συντελέστηκε στο πλαίσιο της
απόγνωσής του.
Η παράσταση Θάνατος στη Βενετία είναι ένα αποτέλεσμα πολυάριθμων, εξειδικευμένων συντελεστών
καθότι προσεγγίζεται από κάθε της πλευρά με υπευθυνότητα. Είναι κάτι στο οποίο μας
έχει συνηθίσει εξάλλου το θέατρο «Πορεία» μέσα από τις διάφορες παραγωγές του.
ΑΝΑΛΥΤΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ: