Ο ΤΑΡΤΟΥΦΟΣ

                 του Μολιέρου


Θέατρο «ΣΤΑΘΜΟΣ»

Βίκτωρος Ουγκώ 55, Μεταξουργείο

Σκηνοθεσία: Γιάννης Νταλιάνης

Κυριακή, 7/5/2023

7.30 μ.μ.

 

Κριτική ανάλυση

της Μαρίνας Αποστόλου

 

Κλεάνθης: «Άθεους ονομάζεις τους συνετούς… Θες με τον Θεό
να με τρομοκρατήσεις;»

            «Όταν αναρριχηθούν προς την εξουσία,
ανοίγει ο δρόμος προς τη θηριωδία…»

 

Σε μια ποιητική σύνθεση από λαχταριστές ομοιοκαταληξίες που
γαργαλάνε την ακοή και ξεσηκώνουν το μυαλό ενισχύοντας την προσμονή του θεατή
μέχρι την επόμενη ρίμα μέσω της οποίας θα ειπωθούν σκληρές αλήθειες ή θα
προκληθεί πηγαίο γέλιο, μας προσκαλεί ο θίασος της παράστασης Ο Ταρτούφος σε
μετάφραση του Ανδρέα Στάικου και σκηνοθεσία του Γιάννη Νταλιάνη, στο
πολυαγαπημένο θέατρο του Μεταξουργείου «Σταθμός».

Ο Νταλιάνης προσαρμόζει το διαχρονικό έργο του Γάλλου
δραματουργού του 17ου αιώνα σε κάπως πιο μοντέρνα δεδομένα (τα
δραματικά πρόσωπα, για παράδειγμα, δεν φορούν περούκες ούτε φέρουν μακιγιάζ που
να παραπέμπει στην εν λόγω εποχή ενώ η μουσική
rock nroll του Έλβις Πρίσλεϊ αποτελεί μια
απροσδόκητη νότα – παρεμβολή στο έργο) γεγονός το οποίο ενδέχεται να προσκρούει
στην προσδοκία του μέσου θεατή.

Εντούτοις, είτε η αισθητική του Νταλιάνη ανταποκρίνεται στην
προσδοκία των θεατών είτε όχι, το σίγουρο είναι ότι έχει ήδη αφήσει το δικό
του, προσωπικό, καλλιτεχνικό – σκηνοθετικό αποτύπωμα στην πρόσληψη του Ταρτούφου
του Μολιέρου.

Τα σκηνικά μέσα που χρησιμοποιεί δεν είναι πολυάριθμα˙ ένα μακρόστενο τραπέζι δεσπόζει επί
σκηνής και χρησιμοποιείται ποικιλοτρόπως ενώ ένα σκοινί, το οποίο παρατηρεί το
κοινό εισερχόμενο στην πλατεία ενώ ακόμα η αυλαία είναι κλειστή, προβληματίζει
για τον σκοπό ύπαρξής του (κάποια αναρρίχηση ή μια αυτοκτονία ίσως
;). Παρόλα αυτά, ο σκηνικός χώρος
αξιοποιείται στο έπακρον (για παράδειγμα βλέπουμε τη Μαριάννα να απειλεί να
βάλει τέλος στη ζωή της από το παράθυρο) ενώ στα δυνατά ατού της παράστασης είναι
πρωτίστως η απόδοση του κειμένου (για την οποία εργάστηκε ο σκηνοθέτης), η
σκηνοθεσία, η κίνηση των ηθοποιών και φυσικά οι ερμηνείες τους. Την παράσταση
παρακολουθεί κανείς ευχάριστα, χωρίς να κουράζεται λεπτό απολαμβάνοντας τόσο τους στίχους και τα
νοήματα αυτών όσο και τους υποκριτές που διακρίνονται από πραγματική αγάπη για
το έργο που επιτελούν. Ολοζώντανα βλέμματα που «μιλούν», ζωηρές κινήσεις, χορογραφίες,
χιούμορ, έκφραση συναισθημάτων όπως η αγανάκτηση, έντονες αντιδράσεις στην
υποκρισία και την εκμετάλλευση αλλά και κριτική στους ιθύνοντες πολιτικούς
(ακούμε παραμορφωμένα δύο επίθετα σύγχρονων Ελληνίδων πολιτικών που μάλλον δεν
αποδείχθηκαν σύμμαχοι της τέχνης) χρωματίζουν το παραστασιακό προϊόν και
συγκροτούν μια υπέροχη κωμωδία.

 

Ντορίν: «Η έπαρσή του δεν σας βάζει σε σκέψεις;»

              «Η
εκκλησία δεν είναι μέρος για να επιδειχθείς…»

             «Αν ο
υποψήφιος δεν σε συγκινεί, τον κάνεις πέρα…»

 


Ξεχωρίζει ερμηνευτικά η Αγγελική Μαρίνου στον ρόλο της
Ντορίν, της οικονόμου, πιστής εργαζόμενης στην οικογένεια του κ. Οργκόν. Η
Ντορίν καταγγέλλει με παρρησία τα όποια κακώς κείμενα απειλούν με διάλυση τη
φαμίλια ενώ φθάνει στο σημείο να κοντέψει να απωλέσει την εργασία της. Ήδη από
την εναρκτήρια σκηνή, με τους ηθοποιούς να φέρουν έναν γκρίζο μανδύα που
ομοιάζει με ράσο, η ματιά της λαμπυρίζει υπό τους ήχους των εκκλησιαστικών
ακουσμάτων (αρχικά καμπάνες και έπειτα ψαλμωδίες) δίνοντας έτσι το στίγμα της
αμφιβολίας, της ανησυχίας και της ανάγκης για αφύπνιση. Θα μπορούσε κανείς να
την παρομοιάσει με τον χορό σε αρχαία τραγωδία καθώς ξεστομίζει αλήθειες,
σχολιάζει την κατάσταση που επικρατεί και «περνάει από κόσκινο» τη δολιότητα
του Ταρτούφου αλλά και την ευπιστία του αφεντικού της. Η Ντορίν είναι κινητήρια
δύναμη και καταλύτης στη δράση καθώς δεν απουσιάζει σχεδόν ποτέ από τις
εξελίξεις, αντίθετα τις επιδιώκει και τις επηρεάζει. Είναι κατά της ηττοπάθειας
(βλέπε την υποτακτική Μαριάννα) και υπέρ του συνετισμού (βλέπε την προσπάθεια
για νουθέτηση του Οργκόν).

Εξαιρετικός, αναμφισβήτητα, είναι ο Μάνος Καρατζογιάννης που
υποδύεται άριστα τον ακάθαρτο Ταρτούφο, πρόσωπο που συγκεντρώνει ταυτόχρονα όλες
τις απαξίες που διέπουν έναν υπάνθρωπο: ψέμα, υποκρισία, θράσος, αδηφαγία, ωμό σαρκικό
πόθο, χειριστική συμπεριφορά, χρήση της θρησκευτικής πίστης προς ίδιον όφελος, αλαζονεία,
παραπλάνηση, σφετερισμό των υλικών αγαθών των καλοπροαίρετων ανθρώπων, έλλειψη
αρχών, ειρωνεία, και φυσικά αμαρτωλό, βεβαρημένο παρελθόν.

Έτσι, τρώει και πίνει και γλεντάει όταν η Ελμίρα είναι
άρρωστη ενώ απουσιάζει ο σύζυγός της, την ορέγεται διαρκώς και την παρενοχλεί,
δεν επιτρέπει τους επισκέπτες πόσο μάλλον τους θαυμαστές, δεν αρνείται να
νυμφευθεί τη Μαριάννα, την κόρη του Οργκόν από τον πρώτο του γάμο, κι ας μην
την αγαπάει και ας γνωρίζει ότι χαλάει την ευτυχία της με τον Βαλέριο μόνο και
μόνο για να βάλει στο χέρι την περιουσία, διαδίδει ψεύδη περί αυτομαστιγώματος
(αν και αυτομαστιγώνεται πιο μετά για μάτια της ωραίας Ελμίρας) και προσφοράς
στους άπορους με σκοπό να χτίσει μια κίβδηλη εικόνα ενάρετου και φιλάνθρωπου
όντος. 

Ωστόσο, δεν έχει αντιληφθεί πρώτον τον ρόλο του Ακάκιου, του
υποτιθέμενου πιστού ακολούθου του από την εκκλησία, καθώς και δεύτερον την
πλεκτάνη που στήνεται με σκοπό την αποκάλυψη της πραγματικής του ταυτότητας /
ποιότητας με την Ελμίρα να θέλει να του δοθεί αλλά και τον Οργκόν να είναι
κρυμμένος κάτω από το τραπέζι και να παρακολουθεί τη συνταρακτική σκηνή (Αρχικά
βέβαια ο Ταρτούφος είναι επιφυλακτικός απέναντι στην απότομη αλλαγή της όμορφης
συζύγου, όπως θα ήταν άλλωστε κάθε απατεώνας).

Πολύ καλή επιλογή για τον ρόλο της κυρίας Περνέλ είναι η
ηθοποιός Χριστίνα Θεοδωροπούλου που ενσαρκώνει με τη σειρά της την ηλικιωμένη,
συμπλεγματική μητέρα του Οργκόν. Πρόκειται για μια πάλαι ποτέ φιλάρεσκη κοκέτα
που τώρα έχει στραφεί και αυτή στην εκκλησία και τη χριστιανική πίστη, τυφλά
και παθητικά ηθικολογώντας και κατακρίνοντας τη φύση των νέων ανθρώπων που
εμπεριέχει χαρά, όνειρα και δράση και εν προκειμένω και διαύγεια. Μαυροφορεμένη
και κρατώντας μπαστούνι, παραπονιέται ότι «κανείς δεν ενδιαφέρεται γι’ αυτήν…» Είναι
ολοφάνερο ότι φθονεί τη νεαρή σύζυγο του γιου της ακριβώς επειδή η περίοδος της
δόξας της έχει παρέλθει (δεν παραλείπει να τη συγκρίνει με την πρώτη καθωσπρέπει
γυναίκα του) ενώ στηλιτεύει και τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας κατηγορώντας
τα ότι «το σπίτι τους βρίσκεται σε τέλμα» και ότι «ζουν με μυθιστορήματα». Δεν
είναι τυχαίο το ότι αργεί τόσο πολύ να ανοίξει τα μάτια της στην πραγματικότητα.

Η Ελίζα Σκολίδη είναι πολύ ταιριαστή ως Ελμίρα τόσο από την
άποψη του παρουσιαστικού της όσο και από την πλευρά της υπόκρισής της. Ντυμένη
στα κόκκινα και με νύχια βαμμένα επίσης κόκκινα, αξιοπρεπής, θηλυκή αλλά όχι
προκλητική, γίνεται το αντικείμενο του πόθου του ακόλαστου Ταρτούφου αλλά και
υπερασπίζεται και υποστηρίζει επίμονα τη μικρή, άπειρη και φοβισμένη Μαριάννα
σαν να ήταν δικό της παιδί. Έχει υπέροχη φωνή, άρθρωση και εκφορά λόγου,
στοιχεία απαραίτητα για έναν ηθοποιό καθότι αναδεικνύουν την εκάστοτε ερμηνεία
του.

Ιδανικά, θα λέγαμε, ερμηνεύει τον Κλεάνθη, τον αδελφό της
Ελμίρας, ο Γιώργος Κορομπίλης που, όπως ακούμε, είναι σε θέση να διακρίνει το
ψεύτικο από το αληθινό και το «πρόσωπο από το προσωπείο»… Το ίδιο ισχύει για
τον Θανάση Βλαβιανό που παίζει τον ευκολόπιστο αλλά και εγωιστή, αυταρχικό μαζί
πατέρα που δίνει ιδιαίτερη βάση στην εικόνα του (έχει ας πούμε μεγάλη σημασία
για την τιμή και το όνομά του να μην φύγει από το σπίτι ο Ταρτούφος ειδικά από
τη στιγμή που επιμένει στον γάμο του με τη Μαριάννα). Χαρακτηριστική παρουσία
και ο Κωνσταντίνος Ζωγράφος ως ατίθασος Δάμις που υπομένει την αδικία του πατέρα
του, ο οποίος επιθυμεί να τον αποπέμψει από την οικογενειακή εστία για χάρη του
άθλιου Ταρτούφου αλλά και ο Θωμάς Σιέκας ως Ακάκιος – μυστικός πράκτορας. Η
Μέγκι Σούλι, ενδιαφέρουσα και αυτή ως κόρη που είναι έτοιμη ακόμα και έναν
«πίθηκο» να παντρευτεί για μην κακοκαρδίσει τον πατέρα της ενώ εμφανίζεται
υπεράνω περιουσιακών απαιτήσεων αρκεί να επανέλθει η ηρεμία στο σπιτικό τους.


Ταρτούφος: «Κι οι θεοσεβούμενοι, άνθρωποι δεν παύουν να
ναι!»

 

Το δραματικό κείμενο του Μολιέρου Ο Ταρτούφος παραπέμπει σε μεγάλο βαθμό στον Μολιέρο (Εταιρεία Υποκριτών) του Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ ακριβώς επειδή
πραγματεύεται το ζήτημα της υποκρισίας, ίδιον της ανθρώπινης φύσης και εργαλείο
που διευκολύνει την εξαπάτηση και την ιδιοποίηση υλικών αγαθών.

Ο Μάνος Καρατζογιάννης, σε ένα ρεσιτάλ υποκριτικής (σε κάποια
στιγμή κι ενόσω κάνει ερωτική εξομολόγηση στην Ελμίρα ο σταυρός που φορά έχει
γυρίσει πίσω στην πλάτη του και μάλλον όχι τυχαία), δίνει σάρκα και οστά στον
διάβολο τον ίδιο που λαμβάνει μορφή ανθρώπου και δεν διστάζει να ξεσπιτώσει την
οικογένεια του Οργκόν αλλά και να καταδώσει τον τελευταίο βάσει απόρρητων
εγγράφων που έχει στα χέρια του. Όλο και πιο δυνατός, ταχέως εξελισσόμενος, με
πείσμα και θέληση, ο Μ.Κ. μας επιτρέπει δικαίως να τον οραματιζόμαστε στην
εποχή της βιολογικής του ωριμότητας σε ρόλους μεγάλης ερμηνευτικής δυναμικής,
όπως ο Οιδίποδας Τύραννος και ο Οιδίποδας επί Κολωνώ. 

Ακόμη όμως και αυτός ο τύπος ανθρώπου, όπως είναι ο
Ταρτούφος, έχει αδυναμίες, τρωτά σημεία και δύναται να πέσει σε παγίδες που θα
τον ακυρώσουν.

Γιατί όμως η υποκρισία επιβάλλεται; Όσοι τη χρησιμοποιούν ως
μανδύα, ιδίως μέσα από τα μονοπάτια της θρησκευτικής πίστης, εξυπηρετούν τα
συμφέροντά τους έχοντας σταθερά ως προπέτασμα τις αξίες και τις αρετές της (εν
προκειμένω εκείνες του Χριστιανισμού). Και έτσι, κατά συνέπεια, επιτρέπουν σε
όσους ανακαλύψουν την ανίερη αυτή χρήση να γενικεύουν και να χαρακτηρίζουν ως
μιαρό τον κάθε θεοσεβούμενο (στοιχείο που μέσα από το κείμενο του Μολιέρου
υπογραμμίζεται ότι δεν θα πρέπει να συμβαίνει).

Γιατί οι άνθρωποι δέχονται τους υποκριτές; Οφείλεται μόνο σε
απλή αφέλεια; Ή μήπως έχουν την ψυχολογική ανάγκη, ακόμη και αν τελικά
αυτοκαταστραφούν, να το κάνουν για να βρουν ένα στήριγμα μέσα στην κενότητά
τους, ένα νόημα στη μοναξιά τους, στο γήρας τους, μια προβολή στο εγώ τους,
όπως βλέπουμε να γίνεται και μέσα στο παρόν έργο;

Σίγουρα, «η ισχύς εν τη ενώσει» είναι μια ρήση που βλέπουμε
να γίνεται πράξη στο τέλος ακόμα κι αν όλα δείχνουν πως είναι πια πολύ αργά.

 

ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ

 

Μετάφραση: Ανδρέας
Στάικος

 

Κείμενο παράστασης,
σκηνοθεσία: Γιάννης Νταλιάνης

 

Σκηνικά, κοστούμια:
Άρτεμις Φλέσσα

 

Φωτισμοί: Γιώργος
Αγιαννίτης

 

Μουσική: Κώστας
Λώλος

 

Κίνηση, χορογραφία:
Ιωάννα Αποστόλου

 

Βοηθός σκηνοθέτη:
Δήμητρα Σταύρου

 

Φωτογραφίες: Σπύρος
Περδίου

 

ΔΙΑΝΟΜΗ

Ταρτούφος: Μάνος
Καρατζογιάννης

 

Οργκόν: Θανάσης
Βλαβιανός

 

Ελμίρα: Ελίζα
Σκολίδη

 

Ντορίν: Αγγελική
Μαρίνου

 

Κλεάνθης: Γιώργος
Κορομπίλης

 

Μαριάννα: Μέγκι
Σούλι

 

Δάμις: Κωνσταντίνος
Ζωγράφος

 

Κυρία Περνέλ:
Χριστίνα Θεοδωροπούλου

 

Ακάκιος: Θωμάς
Σιέκας

 

 

 

*Ακούγεται η φωνή
του Νίκου Χατζόπουλου στο ρόλο του δικαστικού κλητήρα

 

 

Σχόλια

Δεν υπάρχουν ακόμη σχόλια. Γιατί δεν ξεκινάτε τη συζήτηση;

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *