Η ΑΝΑΚΡΙΣΗ ΤΟΥ ΣΚΗΝΟΘΕΤΗ…


Η Μαρίνα Αποστόλου «ανακρίνει» τον Γιάννη Βαρβαρέσο,
μεταφραστή και σκηνοθέτη του μονολόγου
Dark Vanilla Jungle του Φίλιπ Ρίντλεϊ που ανεβαίνει κάθε
Σάββατο και Κυριακή στη σκηνή του θεάτρου «Φούρνος» της οδού Μαυρομιχάλη 168.

 

1)   Η πρώτη μου ερώτηση, κοινότοπη μεν,
ουσιαστική δε: Τι σας ώθησε στην επιλογή του εν λόγω δραματικού κειμένου που
μάλιστα παίζεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα;

Το 2017 διάβασα για πρώτη φορά το Dark Vanilla Jungle, που είχε ανεβεί το 2013 στην
Αγγλία. Χωρίς να το σκεφτώ, ξεκίνησα να το μεταφράζω μόλις τελείωσα την
ανάγνωση. Κάτι μέσα μου δονήθηκε, αναγνωρίζοντας πολλά κοινά στοιχεία με την
ελληνική, και όχι μόνο, σύγχρονη πραγματικότητα που ζούμε και την περιρρέουσα
βία και κακοποίηση που βιώνουμε και βιώνουν ιδιαιτέρως τα παιδιά και οι έφηβοι.
Αφού το μετέφρασα, το άφησα σε έναν φάκελο στον υπολογιστή μου και περίμενα.
Δεν ήξερα τι ήθελα να κάνω. Μέχρι που μέσα στην καραντίνα του
Covid-19, με την επισφάλεια να σκεπάζει
σαν μαύρο σύννεφο την καθημερινότητά μας, σκέφτηκα να πάρω τα δικαιώματα της μετάφρασης.
Θεωρώ ότι το συγκεκριμένο έργο, δυστυχώς ακόμα και τώρα, παραμένει τραγικά
επίκαιρο. Η ρημαγμένη ψυχοσύνθεση της Άντρεα, οι αφηγήσεις της ζωής της, η βία
από το περιβάλλον της και η ανάγκη της να αγαπήσει και να αγαπηθεί, είναι θραύσματα
του κειμένου που συντονίζομαι μαζί τους τόσο προσωπικά όσο και κοινωνικά. Κι
επειδή κι εγώ και η Γιώτα είμαστε σχετικά νέοι, πήραμε την απόφαση να κάνουμε
την παράσταση έχοντας ως μοναδική κινητήριο δύναμη να αφηγηθούμε αυτήν την ιστορία,
όσο πιο άμεσα και ειλικρινά γίνεται.  

 

2)   Πώς εξηγείτε το γεγονός ότι ενώ το
Λονδίνο, αυτή η γιγαντιαία και οικονομικά ανθηρή μητρόπολη της Ευρώπης (για να
μην πούμε όλου του δυτικού κόσμου) περιλαμβάνει και πολίτες – ψυχές όπως η
Άντρεα του έργου: δηλαδή ανήλικα πλάσματα εγκαταλελειμμένα, κακοποιημένα,
έρμαια της ίδιας της οικογένειας και του κάθε επιτήδειου εκμεταλλευτή;

Είναι γεγονός πως στο Λονδίνο και
στην Αγγλία παρατηρούνται τέτοια φαινόμενα, όπως αυτά που περιγράφονται στο
έργο, αρκετά συχνά. Ένα βαρόμετρο αυτού που αναφέρω είναι η σύγχρονη
δραματουργία στα θεατρικά κείμενα και τα κινηματογραφικά σενάρια, ιδιαίτερα της
δεκαετίας του ’90 και ’00.
Trainspotting, Pitchfork Disney,
Shopping and Fucking, The Pillowman
. Ειδικά στις μεγάλες μητροπόλεις (Λονδίνο,
Νέα Υόρκη, Παρίσι, Αθήνα, κτλ.), τα φαινόμενα κακοποίησης και εγκατάλειψης, σε
παιδιά και εφήβους παρατηρούνται σε μεγαλύτερα ποσοστά καθότι, κατά τη δική μου
άποψη, μέσα σε τέτοιες πόλεις η κάθε ατομικότητα «χάνεται» μέσα στο πλήθος, κάτι
που την κάνει πολλές φορές και «αόρατη», όπως λέει η Άντρεα για τη στιγμή που
έρχεται ο πατέρας στο σπίτι και πλέον δεν την βλέπουν καν οι γονείς της.
Ασχέτως, λοιπόν, αν η χώρα ευδοκιμεί ή όχι οικονομικά, η κοινωνική μέριμνα και
η οικογενειακή φροντίδα είναι στοιχεία που συνήθως σε τέτοιες μητροπόλεις,
περισσότερο από αλλού, εκλείπουν, με αποτέλεσμα να παρατηρούνται όλο και
περισσότερες περιπτώσεις
trafficking (σωματεμπορίας), βιασμών, κακοποιήσεων,
εκπορνεύσεων, ενδοοικογενειακής βίας,
bullying, κ.ο.κ.

 

3)   Παρατήρησα ότι στο πλαίσιο της σκηνοθετικής
σας προσέγγισης εργάζεστε πάνω σε δύο δημιουργικούς άξονες: α) της ζωηρής
σχεδόν εξπρεσιονιστικής κίνησης της ερμηνεύτριας Παναγιώτας Μπιμπλή και β) της χρήσης
των πολλαπλών σκηνικών αντικειμένων που ζωντανεύουν την αφήγηση της ζωής της Άντρεα.
Συμφωνείτε με αυτή την άποψη; Θέλετε ίσως να προσθέσετε κι άλλες οδούς πάνω στις
οποίες επικεντρωθήκατε (λ.χ. μουσική / φωτισμοί) και οι οποίες εξυπηρέτησαν το
αισθητικό σας αποτέλεσμα;

Για αρχή, είναι πολύ ενδιαφέρουσα η παρατήρηση και η ερμηνεία
σας σχετικά με τους δημιουργικούς άξονες της παράστασης. Η Άντρεα προσπαθεί να μας
αφηγηθεί την ιστορία της, με τον δικό της τρόπο, από την αρχή. Κάπου στην
πορεία, όμως, η αφήγηση των ίδιων των γεγονότων της ζωής της την οδηγεί στην αποδόμηση
της σκέψης της και στην ανάδειξη της θραυσματικής της προσωπικότητας. Η ιδέα
πίσω από όλα λοιπόν, είναι πως η Άντρεα, μέσα από την αφήγησή της, μας οδηγεί/ξεναγεί
στο «ρημαγμένο σπίτι των μνημών» της. Από το Παρόν του Προσκηνίου, οδηγούμαστε
στην αναβίωση και αναπαράσταση του Παρελθόντος της Σκηνής. Έτσι κάθε
αντικείμενο, κίνηση, ενσώματη δράση, φωτισμός, ακόμα και το πού βρίσκεται στον
χώρο, υποδηλώνει κάποια μνήμη της και τον τρόπο που θυμάται τα πρόσωπα και τα γεγονότα
της ζωής της, δηλαδή το ίδιο της το Παρελθόν  και Παρόν. Η μουσική της παράστασης υποβοηθάει
την δραματουργία. Ακολουθεί τις δραματουργικές οδούς, έχοντας παράλληλα και μια
κεντρική ιδέα από πίσω: το τραγούδι της μητέρας της που είναι εξαιρετικά
σημαντικό γι’ αυτήν, γιατί της θυμίζει μια εποχή στην οποία ήταν πραγματικά
ευτυχισμένη, βρίσκεται με έναν τρόπο βαθιά χωμένο στο υποσυνείδητό της.

 

4)   Η Παναγιώτα Μπιμπλή είναι προφανώς
μια ηθοποιός με πολύπλευρες αρετές. Ποιες από αυτές εσείς διακρίνατε πάνω της και
αξιοποιήσατε ως σκηνοθέτης πιο πολύ;

Η Γιώτα, πρώτα και κύρια, είναι κολλητή μου φίλη, οπότε είναι
δύσκολο να ξεχωρίσω τις αρετές της, που είναι πολλές. Ωστόσο, προσπαθώντας να
είμαι όσο πιο αντικειμενικός γίνεται, θα διακρίνω ένα από τα πιο σημαντικά
στοιχεία πάνω της, πέρα από την εξαιρετική τεχνική που έχει. Είναι μια ηθοποιός
με πάθος και ειλικρίνεια πάνω στην σκηνή, κάτι που με συγκινεί σε λίγους
ηθοποιούς. Είναι, ίσως, πολύ «θολό» έτσι όπως το εκφράζω, αλλά θα προσπαθήσω να
φέρω ως παράδειγμα κάτι από την καθημερινή μας ζωή για να φωτίσω τα λεγόμενά
μου. Θεωρώ πως οι περισσότεροι που διαβάζουν αυτήν την συνέντευξη έχουν ακούσει
μια πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία από κάποιο άτομο, είτε είναι φίλος, φίλη,
γνωστός, άγνωστος, κτλ. Σε κάποιο καφέ, σε ένα μπαρ, σε μια βόλτα στην παραλία.
Ήταν τόσο ενδιαφέρων ο τρόπος που το αφηγούνταν αυτό το άτομο που δημιουργούσε σασπένς
και περιμέναμε να δούμε τι πρόκειται να γίνει στο τέλος της ιστορίας. Αν
ανακαλέσουμε τον τρόπο που μας αφηγούνταν αυτό το πρόσωπο αυτήν την ιστορία θα αναγνωρίσουμε
ότι υπήρχε κάτι στα μάτια, στο σώμα, στις κινήσεις, στις διακυμάνσεις της φωνής,
στις παύσεις, που μας έκανε να κρεμόμαστε από τα χείλη του/της. Η Γιώτα λοιπόν,
έχει αυτήν την απίστευτη δύναμη επί σκηνής να ενσωματώνει την αφήγηση της παράστασης
και να βρίσκει εκείνα τα στοιχεία που χρειάζονται ώστε να την προκαλούν και να
την ενδιαφέρουν και την ίδια σε προσωπικό επίπεδο, που εν τέλει καταλήγουμε να
την ακούμε και να την βλέπουμε επι σκηνής και να κρεμόμαστε από τα χείλη της για
να δούμε τι έχει να μας πει. Είναι μια εξαιρετική ηθοποιός.  

5)   Μολονότι είστε γεννημένος μόλις στα
τέλη της δεκαετίας του ’80, διαθέτετε ένα πλούσιο βιογραφικό. Οι γνώσεις του
τεχνοκράτη, με τη θετική πάντα έννοια, σας έχουν βοηθήσει στο έργο του θεατρικού
σκηνοθέτη;

Ίσως να τις ανέφερα ως «γνώσεις μηχανικού» τις σπουδές μου
στο Τμήμα Ηλεκτρολόγων Μηχανικών και Μηχανικών Η/Υ, μιας και η λέξη «τεχνοκράτης»
έχει αποκτήσει αρνητική χροιά στη σημερινή εποχή, ωστόσο ναι, αποτέλεσαν
ακρογωνιαίο λίθο στον τρόπο πρόσληψης και αποκωδικοποίησης των ζητημάτων, ιδιαιτέρως
σε οτιδήποτε αφορούσε τις καλλιτεχνικές πρακτικές. Ακόμη πιο συγκεκριμένα, ως
σκηνοθέτης θεωρώ ότι το 50% της δουλειάς είναι να μπορέσεις να οργανώσεις μια
πρόβα, να βρίσκεις λύσεις σε οποιοδήποτε πρόβλημα μπορεί να φανερωθεί, να έχεις
συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα σχετικά με αυτά που πρέπει να συμβούν πριν συμβεί η
παράσταση μπροστά στα μάτια των θεατών (τα σκηνικά αντικείμενα να βρίσκονται όσο
πιο νωρίς γίνεται στις πρόβες, η ενδυματολογία, οι τεχνικές πρόβες φώτων,
κ.α.), και φυσικά να αφήνεις πάντα «χώρο» στο «τυχαίο». Παράλληλα πρέπει να εμπνέεις
σιγουριά και ασφάλεια στους συντελεστές, να είσαι οπλισμένος με υπομονή και
επιμονή, να είσαι ευγενικός, αλλά και απαιτητικός εκεί που χρειάζεται, και
γενικά να έχεις αυξημένη την ενσυναίσθηση σου, διότι εμπλέκεσαι με ανθρώπους
και τους χρειάζεσαι για να γίνει η δουλειά, όπως και αυτοί χρειάζονται εσένα. Όλα
αυτά που έχω αναφέρει και άλλα τόσα, είναι αποκωδικοποίηση διαφόρων δεδομένων
που έχω συλλέξει όλα τα χρόνια που ασχολήθηκα ως βοηθός σκηνοθέτη της Ελένης Ευθυμίου
και ως σκηνοθέτης σε διάφορες εργασίες και παραστάσεις. Αυτή η αποκωδικοποίηση
των δεδομένων, είναι η ίδια διαδικασία που χρησιμοποιεί, κατά τη δική μου
άποψη, κι ένας μηχανικός όταν προσπαθεί να συνειδητοποιήσει πώς λειτουργεί μια
μηχανή, γιατί το μαγνητικό πεδίο του στάτη και του δρομέα είναι τέτοιο που
δημιουργεί κίνηση, και για ποιο λόγο μια συγκεκριμένη εντολή σε έναν κώδικα
C++ είναι λανθασμένη και δεν μπορεί να
τρέξει ένα πρόγραμμα στον υπολογιστή.

Το βιογραφικό σημείωμα του Γιάννη
Βαρβαρέσου είναι διαθέσιμο εδώ: https://www.n-t.gr/el/cv/%CE%93%CE%B9%CE%AC%CE%BD%CE%BD%CE%B7%CF%82%20%CE%92%CE%B1%CF%81%CE%B2%CE%B1%CF%81%CE%AD%CF%83%CE%BF%CF%82

 

Σχόλια

Δεν υπάρχουν ακόμη σχόλια. Γιατί δεν ξεκινάτε τη συζήτηση;

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *