ΔΥΣΑΡΜΟΝΙΕΣ

της Τζόις Κάρολ Όουτς

Στη Θεατρική Σκηνή Αντωνίου

Νάξου 84, Κυψέλη

Σκηνοθεσία: Αντώνης Αντωνίου

Σάββατο 8/4/2023

 

Κριτική ανάλυση

της Μαρίνας Αποστόλου

 

Έμιλυ Γκούλικ: «Είναι μια γειτονιά χριστιανών… και Εβραίων…
Ε, και; Λευκοί δεν είναι και αυτοί; Δεν περιμένεις τέτοια…»

 

Σε ένα τηλεοπτικό στούντιο με οθόνες, παλιές τηλεοράσεις που
παραπέμπουν αρκετά χρόνια πίσω, ένα μόνιτορ και δύο κόκκινες καρέκλες με δύο
ποτήρια νερό δίπλα τους να προαναγγέλλουν την είσοδο δύο αντίστοιχα προσώπων
στον χώρο, τοποθετείται η δράση του δραματικού κειμένου της Τζόις Κάρολ Όουτς
με τίτλο Δυσαρμονίες. Είναι το έργο που διάλεξε να ανεβάσει εφέτος ο
Αντώνης Αντωνίου στο θέατρό του έχοντας στο πλευρό του και πάλι τη Νατάσα Ασίκη
σε ένα εκ νέου δυνατό ερμηνευτικό δυαδικό σχήμα (ας θυμηθούμε λ.χ. τα Αβγά
μαύρα
πριν κάποια χρόνια στην ίδια σκηνή).

Το ζεύγος Γκούλικ, κάτοικοι του Lake Point του New Jersey των Η.Π.Α., καλείται σε ένα είδους
τηλεδικαστήριο όπου ο δημοσιογράφος της
μαγνητοσκοπημένης εκπομπής που τους φιλοξενεί (δεν βλέπουμε πρόσωπο και στη
θέση του ακούγεται η φωνή του άλλου σπουδαίου μας ηθοποιού Θανάση Παπαγεωργίου)
τους ανακρίνει κυριολεκτικά γύρω από τον βιασμό και φόνο της άτυχης γειτόνισσάς
τους Έντιθ Καμίντσκι, γεγονός για το οποίο έχει συλληφθεί ο γιος τους Κάρολ ή
Καρλ, όπως ακούμε στην παράσταση.

Ο Αντωνίου, πρωταγωνιστής και σκηνοθέτης ταυτόχρονα, δεν  επιλέγει έναν καναπέ για τους καλεσμένους,
δηλαδή ένα ενιαίο κάθισμα όπου οι δύο σύζυγοι και γονείς θα κάθονται δίπλα –
δίπλα μοιραζόμενοι, σφίγγοντας ενδεχομένως ο ένας το χέρι του άλλου, την
αγωνία, την ντροπή, την αμηχανία, την αγανάκτηση. Ο καθένας έχει τη δική του
θέση, ξεχωριστά, διακριτά όπως ακριβώς ξεχωριστή είναι και η θέση του και
ευθύνη του στην τρομακτική υπόθεση της Έντιθ (έξοχη σκηνοθετική άποψη). Τα καθίσματά τους είναι κόκκινα, όπως και ο τοίχος
στο άνετο σπίτι τους, ένα χρώμα μάλλον αποκρουστικό για την Αμερική καθώς
βρισκόμαστε στα 1990 όταν ο ψυχρός πόλεμος είναι στο αποκορύφωμά του με το
τείχος του Βερολίνου να έχει μόλις πέσει και τα σύνορα του Ανατολικού Μπλοκ να
ανοίγουν σιγά – σιγά. Το κόκκινο όμως δεν είναι μόνο το χρώμα του Σοσιαλισμού
και της Ρωσίας αλλά και του αίματος καθώς και σύμβολο του πάθους. Και το θέμα
που έχει οδηγήσει τον Φρανκ και την Έμιλυ Γκούλικ στο τηλεοπτικό πλατώ
σχετίζεται με τα πάθη του γιου τους Καρλ, που αφορούν όπλα και μισογυνισμό,
όπως και με το αίμα του δολοφονηθέντος νεαρού κοριτσιού.

Οι δύο γονείς είναι άμαθοι, εισέρχονται στο στούντιο
κοιτάζοντάς το με απορία, ο χώρος τούς είναι βέβαια ανοίκειος, ξένος, το εκφράζουν
με τη γλώσσα του σώματος (σημαντική σκηνοθετική λεπτομέρεια και αυτή). Ο Φρανκ
βοηθάει την Έμιλυ να κατέβει τα λίγα σκαλιά που συναντούν μπροστά τους, οι δύο σύζυγοι παίρνουν τις θέσεις τους και η συνέντευξη εκκινεί. Θα είναι ένα ταξίδι στην
αλήθεια, μια αναδρομή στη ζωή τους, στο παρελθόν τους, στην οικογένεια των
τριών παιδιών που έχουν δημιουργήσει με έμφαση φυσικά στον Καρλ που είναι και ο
βασικός δρώντας χωρίς ωστόσο να είναι παρών στη σκηνή και χωρίς να ακούγεται
καν η φωνή του όπως στην περίπτωση του δημοσιογράφου.

Ευθύς αμέσως, τίθενται από τον απρόσωπο δημοσιογράφο η έννοια
της δολοφονίας ως κάτι αφηρημένο (θέλει να πει ίσως απροσδιόριστο καθότι
πολυπαραγοντικό και πολύπλευρο γεγονός;) καθώς και η έννοια της δυσαρμονίας
εφόσον μια δολοφονία είναι ένα τρομερό συμβάν
. Ένας φόνος, πράγματι, αναλογεί στη
βίαιη και άδικη αφαίρεση της ζωής ενός ανθρώπου και κατά συνέπεια διασαλεύει
την καθεστηκυία τάξη κάνοντας τη νέα μέρα που ξημέρωσε εντελώς διαφορετική από
τις πανομοιότυπες προηγούμενες που περνούσε μια νομοταγής και συνολικά θρησκευόμενη
οικογένεια, όπως αυτή του ζεύγους Γκούλικ. («Ο Θεός βλέπει μέσα στις καρδιές
των ανθρώπων… Όλα μας τα παιδιά πιστεύουν»).

Ο δημοσιογράφος υποβάλλει ασυνάρτητα – δήθεν φιλοσοφικά – ερωτήματα
στο ζευγάρι με όρους ακατάληπτους που στερούνται επιστημονικότητας αλλά
θαμπώνουν τη σκέψη ενώ όταν η μαγνητοταινία κολλάει και πρέπει να επαναλάβουν μέρος της συνέντευξης τα ερωτήματα δεν είναι τα ίδια (οξύ το σχόλιο της δραματουργού
για τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης και τον παραπλανητικό τους ρόλο). Οι ερωτήσεις
του, που προφανώς δεν γίνονται πάντα κατανοητές από τους δύο γονείς (ούτε και
από τους θεατές λόγω του εξεζητημένου λεξιλογίου που χρησιμοποιείται με έναν
τρόπο εσκεμμένα ασαφή), άπτονται της θρησκείας ως «συγκολλητικής ουσίας που
συνενώνει (;) κάποιους προς όφελος ποιων (;)», της ελευθερίας που συνδέεται με
την ευθύνη, της ταυτότητας ως προϊόν τύχης και γενετικού ντετερμινισμού, του
αμερικανικού πολιτισμού (που είναι όμως όντως δημοκρατία σύμφωνα με τη μητέρα;),
του θανάτου που οφείλεται στην κοινωνική διασάλευση, της θανατικής δηλαδή της έσχατης
ποινής που αποτελεί μια «απάντηση», όπως λέει η Έμιλυ, της ουράνιας αρμονίας, της
μνήμης που είναι κάτι άυλο, της αστυνομικής βίας, ίδιον της αμερικανικής κουλτούρας
καταστολής και κυρίως των ίδιων των γεγονότων αναφορικά με τον φόνο και το
προφίλ του κατηγορούμενου που διόλου συνηγορεί υπέρ του.

Ο σκηνοθέτης παίζει με τις οθόνες.
Η εικόνα συνιστά βασικό και ισχυρό εργαλείο των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης κι
αυτό διότι μιλάει άμεσα στους θεατές τρέφοντας την όρασή τους και δημιουργώντας
τους εντυπώσεις. Έτσι, μέσα από αυτό το «γυαλί» θα δούμε την όμορφη
μονοκατοικία της οικογένειας, τους αστυνομικούς να χτυπούν (παραβατικούς)
πολίτες, τον Καρλ στην παιδική του ηλικία αλλά και τους ίδιους τους θλιμμένους γονείς
με την ελπίδα ζωγραφισμένη στο πρόσωπό τους ότι το παιδί τους θα δικαιωθεί. Αν
και η μητέρα δηλώνει πως η καρδιά της έχει ραγίσει ιδίως με τον δικαστή που
αρνείται να ορίσει εγγύηση καταχραζόμενος την εξουσία του ενώ ο πατέρας κραυγάζει ότι είναι αποφασισμένος να
το παλέψει.

Μπορεί άραγε ένας γονιός να είναι αντικειμενικός κριτής του
παιδιού του; Σύμφωνα με την Όουτς, καθόλου. Ακούμε λοιπόν τους Γκούλικ να λένε:
«Ο γονιός δεν μπορεί να κρίνει το παιδί… Ήταν ευαίσθητος… Τα μάτια του έλαμπαν
από αλήθεια… Ήταν γυμνασμένος, μάζευε γραμματόσημα, έπαιζε μπέιζμπολ… του άρεσε
ο προσκοπισμός… Είναι ένα παιδί που δεν ξέρει να λέει ψέματα… Ήταν πρωταθλητής…
Είναι το μωρό μας… Όταν η σάρκα και το αίμα σου σε κοιτάζουν στα μάτια, τότε
πιστεύεις…»

Μα και όσοι δεν κάνουν παιδιά, λέει ο Φρανκ, (αιχμηρό εδώ το σχόλιο της δραματουργού για τον σύγχρονο τρόπο ζωής) διοχετεύουν την αγάπη τους στα κατοικίδια (ο άνθρωπος πάντα θέλει να δίνει και να λαμβάνει αγάπη) γύρω από τα οποία έχει στηθεί μια ολόκληρη βιομηχανία (κάτι που βλέπουμε όλο και πιο συχνά να συμβαίνει σήμερα).


Φρανκ: Απλά ζούσαμε μέσα στο σπίτι μας, όπως η τηλεόραση
που παίζει και κανείς δεν τη βλέπει…

Ποια ήταν όμως η ψυχοσύνθεση του Καρλ; Οι γονείς του τον
περιγράφουν συναισθηματικά ασταθή αλλά ταυτόχρονα και όχι. Μιλούν για ένα άτομο που
έμπλεκε σε καβγάδες αλλά ήταν εντούτοις θεοσεβούμενο. Πιο κάτω όμως η μητέρα
του θα πει ότι δεν τσακωνόταν εύκολα. Πολλά τα σημεία που παραμένουν θολά:
Γιατί δεν κατάφερε να ολοκληρώσει το σχολείο; Το εγκατέλειψε μάλιστα στην
τελευταία τάξη. Γιατί οι καθηγητές τον είχαν «βάλει στο μάτι»; Και γιατί τα
κορίτσια γελούσαν μαζί του; Τι μπορεί να συνέβη σε εκείνο το χασάπικο και
αφότου εργάστηκε εκεί και έφυγε από το μέρος αυτό (όπως και από άλλες δουλειές)
όλα άλλαξαν άρδην; Προηγουμένως ήταν πιο ισορροπημένος στη ζωή του;

Η αποκάλυψη από τα χείλη του δημοσιογράφου για το υλικό που
βρέθηκε στο δωμάτιο του Καρλ, υλικό από σουγιάδες, ναζιστικά αντικείμενα και πετσοκομμένες
φωτογραφίες γυναικών καθώς και μια κακοποιημένη κούκλα
Barbie σοκάρουν. Οι γονείς, όπως ομολογούν, είχαν
άγνοια. Δεν έμπαιναν ποτέ στο δωμάτιό του. Ο Καρλ δεν τους το επέτρεπε και είναι λογικό με βάση την ηλικία του αν και αυτή η απαγόρευση άγγιζε την υπερβολή (δεν έβαζαν ούτε σκούπα, ακούμε να λέει η Έμιλυ).

Ο Καρλ είναι 22 ετών. Δηλαδή ενήλικος. Και παρότι μη
οικονομικά ανεξάρτητος εφόσον μέχρι τη σύλληψή του επιβίωνε στην οικογενειακή
εστία, ως άτομο που έχει ενηλικιωθεί φέρει, αναμφισβήτητα ένα σημαντικό μερίδιο
ευθύνης των πράξεών του. Ακούμε τον Φρανκ να λέει με παράπονο ότι κάθε γονιός
κάνει ό,τι καλύτερο μπορεί αλλά υπάρχει και ο παράγοντας «τύχη» που επηρεάζει
το αποτέλεσμα. Τρανή απόδειξη πως τα άλλα του παιδιά διάγουν μια πολύ πιο
φυσιολογική ζωή. Η Τζούντιθ, η κόρη της οικογένειας, είναι έγγαμη και έχει
χαρίσει μάλιστα και εγγόνια στους γονείς της. Ο Ντένις, ο έτερος γιος, έχει
αυξημένη ενσυναίσθηση (κάτι που προφανώς λείπει από τον Καρλ) με αποτέλεσμα
να μην πηγαίνει πια σχολείο απ’ την ντροπή του και να έχει βρει καταφύγιο στη
θεία του.

Το μείζον ζήτημα της ατομικής ευθύνης απασχολεί συχνά τους θεατρικούς
συγγραφείς (ενδεικτικά ας αναφέρουμε το έργο Ο επιθεωρητής έρχεται του
Τζων Πρίσλεϊ όπου η κ. Μπέρλινγκ αντιδράει φωνάζοντας και τρέμοντας: «Εμείς είμαστε
καλοί!» στο πλαίσιο της διερεύνησης της δολοφονίας πάλι μιας νέας κοπέλας).
Στην περίπτωση των Δυσαρμονιών πουθενά δεν επιρρίπτεται ευθύνη στον ίδιο
τον Καρλ ενώ οι γονείς του καλούνται να απολογηθούν ωσάν εκείνος είναι ακόμη μαθητής
στο σχολείο. Ένα παιδί παραμένει λοιπόν πάντα κάτω από τη φτερούγα των γονιών του ακόμα και
χρόνια μετά την ενηλικίωσή του; Παραμένει μήπως παιδί όταν είναι αδύναμο
ψυχολογικά και δεν μπορεί να πατήσει στα πόδια του; Άρα τότε η ατομική ευθύνη δεν μπορεί να αποδοθεί.

Πουθενά στο έργο δεν αναφέρεται κάποια διάγνωση ψυχιατρικού
περιεχομένου που να τον δικαιολογεί. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν πάσχει και
από κάποιο νόσημα ο Καρλ. Έχει υποβληθεί, όπως ακούμε, σε τεστ ανίχνευσης
ψεύδους όχι όμως και σε ψυχιατρική εξέταση παρόλο το φοβερό υλικό που βρέθηκε
στον προσωπικό του χώρο. Παράξενο, όντως, και αυτό. Η μητέρα μάλιστα
υποψιάζεται ότι ο Καρλ απλά κάποιον προστατεύει.

Η Όουτς δεν ανακατεύει τις θεματικές της, όπως βλέπουμε να
συμβαίνει σε άλλα δραματικά κείμενα, γεγονός που οφείλεται στο άγχος των
συγγραφέων να «τα πουν όλα», να μιλήσουν εν ολίγοις για κάθε κοινωνική
παθογένεια μέσα σε ένα μόλις έργο. Η Όουτς κατασκευάζει ένα στέρεο δραματικό γαϊτανάκι,
όπου ο κάθε δρώντας κρατάει τη δική του κορδέλα και γυρίζει γύρω από αυτό (το
γαϊτανάκι) σε κυκλική πάντα κίνηση με τα υπόλοιπα δραματικά πρόσωπα, παρόντα
και απόντα, να ακολουθούν το ένα το άλλο. Και όλες οι κορδέλες είναι σαφώς κολλημένες πάντα στην ίδια κάθετη κοινή βάση. Καθένας μόνος του και όλοι μαζί γύρω –
γύρω. Έτσι, η κεντρική της ιδέα είναι η βία σε σχέση με την οικογένεια, αν αυτή
την τρέφει και πώς κατόπιν την υπερασπίζεται και συνάμα η βία σε σχέση με το
πώς τη μεταδίδουν, περιγράφουν και εκμεταλλεύονται τα Μ.Μ.Ε. .

Οι γονείς κατηγορούν διαρκώς τα μέσα ότι ψεύδονται, ότι
παραποιούν την αλήθεια, ότι οι εφημερίδες γράφουν ό,τι τους αρέσει (π.χ. ακούμε
την Έμιλυ να λέει ότι άλλα είπε η Τζούντιθ και άλλα γράψανε) παρόλα αυτά προσέρχονται
στο τηλεοπτικό πλατώ και στον «τηλεδικαστή» – δημοσιογράφο για να μιλήσουν
εναντίον όλης αυτής της κατάστασης και απαντούν πάντα ακόμα και όταν έχουν
καταλάβει την ερώτησή του από λίγο έως καθόλου. Ένας «τηλεκριτής» που θα τους επιτεθεί,
θα βγάλει σχεδόν ετυμηγορία 
για τον Καρλ σαν να ήταν ένορκος ενώ το όπλο του
εγκλήματος δεν έχει βρεθεί και θα κάνει δύο φορές λάθος το μικρό όνομα της Έμιλυ
για λόγους ίσως απαξίωσης ή αδιαφορίας.

Οι γονείς, Φρανκ και Έμιλυ, είναι «απλοί» άνθρωποι. Εκείνος
εργάζεται στο ταχυδρομείο, εκείνη δεν αναφέρει κανένα επάγγελμα συγκεκριμένα.
Είναι θεοσεβούμενοι, το τονίζουν, πιστεύουν στη συγχώρεση του Θεού, πιστεύουν
στην ελευθερία που διαθέτει ο άνθρωπος και στην ευθύνη που πηγάζει από αυτή
αλλά η προσέγγισή τους γύρω από την πραγματικότητα είναι ενίοτε αρκετά επίπεδη,
κοντόφθαλμη χωρίς συλλογιστικό βάθος αναφορικά με την κοινωνία και την ευρύτερη
λειτουργία της. Έτσι, το να σκοτώσεις έναν εγκληματία επιβάλλοντάς του τη
θανατική ποινή είναι κάτι που σε διασφαλίζει διότι ο κακός αυτός άνθρωπος θα
είναι πια νεκρός και δεν θα ξαναδιαπράξει τα ίδια ενώ δεν το χωράει ο νους της Έμιλυ
ότι πληρώνουν φόρους, ως νομοταγείς πολίτες που είναι, για να πληρωθεί ο
δικηγόρος του κακοποιού που φυσικά δεν έχει χρήματα για την υπεράσπισή του και
τον διορισμό προσωπικού συνηγόρου. Τα μόνα τους σχέδια για το μέλλον (εφιαλτικά
επίμονη ερώτηση του παρουσιαστή) είναι μόνο η προσευχή αλλά και η πώληση του
σπιτιού τους προκειμένου να ανταποκριθούν στα έξοδα που έχουν προκύψει με την
περιπέτεια του Καρλ. Εξάλλου, εκεί δεν μπορούν να παραμείνουν. Η γειτονιά που
άλλοτε τους εκτιμούσε τώρα τους προπηλακίζει άγρια.

Οι ερμηνείες τόσο του Αντωνίου όσο και της Ασίκη είναι εξαιρετικές.
Ξεχωρίζει, πρέπει να πούμε, η στιγμή που η Νατάσα Ασίκη περιγράφει μια σκηνή
στο σπίτι της αδελφής της με το φεγγαρόφωτο να παιχνιδίζει στο παράθυρο στην
απόλυτη ησυχία και την ίδια να κλαίει από ευτυχία. Έχουμε άλλωστε να κάνουμε με
δύο προσωπικότητες του θεάτρου που υπηρετούν εδώ και πολλές δεκαετίες άψογα την
υποκριτική τέχνη. Τα λόγια για τον Αντώνη Αντωνίου, που χωρίς υπερβολή
κουβαλάει στην πλάτη του τη μισή ιστορία της σύγχρονης θεατρικής δράσης στην
Ελλάδα, είναι φτωχά για να εκφράσουν την υπόκρισή του στον ρόλο του Φρανκ αλλά
και την επιτυχημένη σκηνοθετική του προσέγγιση. Πρόκειται για έναν Τιτάνα του
θεάτρου που με το ταλέντο, το ήθος αλλά και την ευγένειά του κατακτά το κοινό
αλλά του δίνει και βήμα να εκφραστεί σε μια επί της ουσίας συζήτηση και
ανταλλαγή απόψεων που ακολουθεί μεταξύ των δύο καλλιτεχνών και των θεατών μετά
το πέρας της παράστασης.

 

Πρωταγωνιστούν: Αντώνης Αντωνίου, Νατάσα Ασίκη. Φωνή
δημοσιογράφου: Θανάσης Παπαγεωργίου

Λοιποί συντελεστές:

Μετάφραση: Νίκος Χατζόπουλος

Σκηνικά – Κοστούμια: Νίκος Κασαπάκης

Φωτισμοί: Μαριέττα Παυλάκη

Στουντιακός εξοπλισμός: Γιάννης Θεοδοσιάδης

Φωτογραφίες: Νίκος Κόκκας

Ηχογράφηση: Athensmusic.gr

Σχόλια

Δεν υπάρχουν ακόμη σχόλια. Γιατί δεν ξεκινάτε τη συζήτηση;

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *