ΑΡΚΟΥΔΟΡΑΧΗ

του Τόμας
Εντ
σε μετάφραση του Αργύρη Ξάφη

 

Δημοτικό
Θέατρο Πειραιά

Σκηνή Ωμέγα

Ηρώων
Πολυτεχνείου 32, Πειραιάς

 

Σκηνοθεσία: Ιώ
Βουλγαράκη

 

Σάββατο, 25 Μαρτίου
2023

8 μ.μ.

 

Κριτική
ανάλυση

της Μαρίνας
Αποστόλου

 

Τζοχν Ντάνιελ: «ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ ΕΔΩ ΡΕ
ΜΠΑΣΤΑΡΔΟΙ!»

 

Το εμβληματικό έργο του Τόμας Εντ Αρκουδοράχη
επέλεξε να ανεβάσει η θεατρική ομάδα «ΠΥΡ» στη σκηνή «Ωμέγα» του Δημοτικού
Θεάτρου Πειραιά. Πρόκειται για μια αντισυμβατική σύλληψη έξω από τα αναγνωρίσιμα
χαρακτηριστικά του ρεαλισμού και τα τελευταία χρόνια του σκληρού ή/και μαγικού
ρεαλισμού που παρακολουθεί τις περισσότερες φορές το φιλοθεάμον κοινό στο
σανίδι. Τα υλικά της Αρκουδοράχης διαφέρουν αισθητά από εκείνα της θεατρικής
ψευδαίσθησης που προσφέρει ο ρεαλισμός ή της έντασης και ωμότητας – ανατροπής που
«λούζεται» ο σκληρός (ρεαλισμός). Όπως και στον μαγικό ρεαλισμό, υπάρχουν εσκεμμένες
ασάφειες, θολά σημεία και ερωτηματικά χωρίς όμως να είναι αυτή η στόχευση του συγγραφέα.
Ο Τ.Ε. δεν ενεργοποιεί τους θεατές ζητώντας τους να γεμίσουν κενά ή να κάνουν
υποθέσεις μέσω των ελλιπών πληροφοριών. Στο παρόν έργο, ο Τ.Ε. εξαίρει ανθρώπινα
ιδανικά, αξίες και ιδέες που δεν προδίδονται, δεν πωλούνται, δεν ευτελίζονται
ούτε μικραίνουν όσο κι αν ο άνθρωπος έχει χάσει όσα απτά και ορατά είχε στην
πρότερη ζωή του.

Σε ένα μετά-αποκαλυπτικό τοπίο κάπου σε ένα
φανταστικό όρος με το όνομα «Αρκουδοράχη» του οποίου τα δύο συστατικά (αρκούδα
+ ράχη) παραπέμπουν προφανώς σε βουνό και δη σε σημείο απομακρυσμένο και μάλλον
έρημο, ο Τ.Ε. τοποθετεί τη δράση των τεσσάρων δραματικών προσώπων της ιστορίας
του. Μολονότι δεν έχουμε να κάνουμε με μια υπόθεση με αυστηρή σειρά αρχής,
μέσης, κορύφωσης και λύσης, εντούτοις τα δραματικά γεγονότα λαμβάνουν μια
λογική σειρά όσο και αν αγγίζουν το μεταφυσικό στοιχείο ή ενίοτε περνούν στη
σφαίρα του παραλόγου ή του ανεξήγητου.

Κεντρική ιδέα του Ουαλού δραματουργού είναι η διατήρηση
της μνήμης ως μέσο ύπαρξης και ταυτότητας. Στη διατήρηση της μνήμης συντελεί σε
καθοριστικό βαθμό η συνέχιση της ομιλίας της «γλώσσας» ακόμη και αν αυτή είναι
παλιά ή ξεπερασμένη. Η γλώσσα βέβαια αυτή, για την οποία ακούμε διαρκώς κατά τη
διάρκεια της παράστασης, δεν είναι κάποια συγκεκριμένη διάλεκτος αλλά οτιδήποτε
έχει να κάνει με το παρελθόν μας και την προίκα την πολιτιστική και κυρίως την
αξιακή που φέρουμε ως προσωπικότητες, ως πολίτες, ως ανθρώπινα όντα εν γένει.
Το να κρατάμε το παρελθόν μας ζωντανό μπορεί μάλιστα να αποτελέσει αιτία παρεξηγήσεων
και κυρώσεων από όσους δεν συμμερίζονται τη στάση μας. Έτσι, ο Κάπτεν (Ιωσήφ
Ιωσηφίδης) στο έργο του Τόμας έχει δεχθεί χυδαίους προπηλακισμούς από όσους δεν
κατανόησαν κάποια στιγμή τη γλώσσα του και μπερδεύοντάς την με άλλες. Η χώρα
του (μια μη συγκεκριμένη χώρα) βρίσκεται μόνιμα εδώ και καιρό σε εμπόλεμη
κατάσταση με αποτέλεσμα ο Κάπτεν να περιφέρεται συνεχώς σαν αγρίμι με το όπλο
και το ποτό του. Η ολοκληρωτική καταστροφή που λαμβάνει χώρα «ξυρίζοντας» τα
πάντα έχει επιδράσει φυσικά και στους δύο πρωταγωνιστές Τζοχν Ντάνιελ (Αργύρης Ξάφης) και Νόνι (Δέσποινα
Κούρτη) οι οποίοι έχουν ήδη χάσει το μονάκριβο παιδί τους τον Τομ και ζουν
απομονωμένοι στην Αρκουδοράχη μόνο πια με τις αναμνήσεις τους. Η απώλεια του
μοναχογιού είναι κάτι που πληροφορούμαστε από την εναρκτήρια κιόλας σκηνή με
τον πατέρα να κοιμάται στην καρέκλα και να ονειρεύεται τον γιο του. Η μνήμη,
έννοια – κλειδί του έργου, γίνεται όραμα, σχεδόν παραίσθηση ή και εμμονή. Είναι
τόσο σημαντική για το ζευγάρι που επηρεάζει όλη του τη συμπεριφορά. Ο
συγγραφέας μέσα από την υπερβολή (λ.χ. ο Τζοχν δεν φοράει το παντελόνι του
διότι αυτό θα φθαρεί, θα γίνει προοδευτικά, όπως λέει, ξεσκονόπανο και τότε θα
σβηστεί ως οντότητα) τονίζει ότι στην περίπτωση που δεν μας έχει μείνει τίποτα
πια χειροπιαστό είτε αυτό είναι το παιδί μας, δηλαδή ένας άνθρωπος υπαρκτός και
ζωντανός, είτε είναι το κρέας που μαγειρεύεται και τρώγεται και χορταίνει την
πείνα στο κρύο, είτε είναι οι παροχές από τις εταιρείες όπως το πετρέλαιο και
το νερό (σημειωτέο ότι εμπορικό ενδιαφέρον νοείται μόνο όταν υπάρχει μαζική κατανάλωση), έχουμε μόνο τις αναμνήσεις μας, τα συναισθήματά μας και τις σχέσεις μας
με τους άλλους ανθρώπους.

 

Νόνι: «Είμαστε ανθεκτικοί στην αναστάτωση.
Χαίρομαι που σου θύμισα τη μητέρα σου.»

 

Η Νόνι και ο Τζοχν είναι δύο γονείς που δεν
πενθούν με τον κλασικό τρόπο για τον αδικοχαμένο τους γιο. Έναν γιο για τον
οποίο ήταν περήφανοι διότι είχε πάει στο πανεπιστήμιο και σπούδαζε φιλοσοφία
και όταν έπρεπε να σώσει τον εαυτό του από τον κίνδυνο των εχθροπραξιών
προτίμησε να μην εγκαταλείψει τις σπουδές του. Αντίθετα, φροντίζουν να τον
θυμούνται πάντα ενώ όταν εκείνος σκοτώθηκε, μερίμνησαν για την ταφή του σε
σημείο που αξίζει σε έναν άνθρωπο και όχι κάτω από τσιμέντα πάνω από τα οποία, όπως
αιχμηρά σημειώνει ο συγγραφέας, θα περνούν αυτοκίνητα με αχόρταγους καταναλωτές
που θα βιάζονται «μη χάσουν καμιά προσφορά».

Οι δύο γονείς έχουν αξίες που υπηρετούν
αμετανόητα και χωρίς δεύτερη σκέψη. Δεν τους απασχολεί που πια η Αρκουδοράχη
είναι σχεδόν εγκαταλελειμμένη ούτε σκοπεύουν να την αφήσουν ακόμα και όταν
έρθουν να αφανίσουν και τους ίδιους. Την κρατούν οι ίδιοι ζωντανή τρόπον τινά
μέσω της θύμησης, τότε που το κρεοπωλείο τους πουλούσε μέχρι και φασιανό και
δεχόταν ως πελάτες ακόμα και υπουργούς. Έτσι ακριβώς διατηρούν ζωντανό και τον
Τομ: μέσω της μνήμης. Σ’ αυτό βέβαια βοηθάει και ο Ίβαν Γουίλχιαμ (Δημήτρης Γεωργιάδης), ο νεαρός
σφαγέας τους και φίλος του παιδιού τους. Πράγματι, ακόμα και όταν ένα πρόσωπο
φεύγει από τον κόσμο, συνεχίζει να υπάρχει χάρη στις αναμνήσεις που έχουμε από
αυτό. Η αξία της μνήμης στο κείμενο είναι αλληλένδετη με την πίστη και την
εμπιστοσύνη (το ζευγάρι πιστεύει τον Κάπτεν που παραπέμπει για τα ελληνικά
δεδομένα στον Εμφύλιο Πόλεμο και του προσφέρει καταφύγιο. Αυτό το πράττει
παρότι το ίδιο φυτοζωεί με λίγες πατάτες και κρεμμύδια, όταν αυτός το ζητάει
αφού τον έχει συγχωρήσει που σήκωσε το πιστόλι του άμα τη εμφανίσει του στην
οικία του) καθώς και με την αγάπη. Υπάρχουμε επειδή θυμόμαστε όμως υπάρχουμε
και επειδή μας αγαπάνε και αγαπάμε και εμείς τους άλλους.

Η μνήμη μας είναι στολισμένη με «μπιμπελό» και «μπιχλιμπίδια»
όπως αναφέρεται δύο – τρεις φορές στο έργο εννοώντας πιθανόν τις καλές στιγμές
όσων ζήσαμε ενώ το γεγονός ότι πολλά πράγματα άλλαξαν αναμφισβήτητα όπως για
παράδειγμα το τρακτέρ που αντικατέστησε το άλογο στο χωράφι, δεν σημαίνει ότι ξεχνάμε
και ότι το αποτύπωμα της εμπειρίας μας έχει σβηστεί. Επίσης, το ότι δρούμε υπό
έναν συγκεκριμένο τρόπο υπό συνθήκες που δεν ορίσαμε εμείς, όπως ο Κάπτεν που
γυρνάει με τη στρατιωτική στολή από δω κι από κει σαν λύκος δεδομένου του
πολέμου και της βίας που αυτός παράγει, δεν σημαίνει ότι δεν έχουμε δική μας άποψη
και ότι ενστερνιζόμαστε τα όσα συμβαίνουν.

Έτσι, ενώ σε άλλα δραματικά κείμενα η μνήμη
βασανίζει (λ.χ. Βρικόλακες) κι αυτό διότι ο άνθρωπος προσδοκά ένα
καλύτερο μέλλον εδώ η μνήμη είναι το μοναδικό πλέον κανάλι επιβίωσης εφόσον δεν
υφίσταται μέλλον, καλά – καλά ούτε και παρόν.

Ίβαν Γουίλχιαμ: «Το μυστικό ενός σφαξίματος
είναι να σφάξεις τα νεκρά και όχι τα ζωντανά. Εδώ στην Αρκουδοράχη σφάζω με τους
δικούς μου ρυθμούς.»

 

Μία ακόμη πολύ ενδιαφέρουσα ιδέα που θίγει ο Ε.Τ. είναι εκείνη του φόβου που ομοιάζει με «αλεπού που κάνει τους ανθρώπους
να χορεύουν και αρπάζει ό,τι καλύτερο έχεις αν τον αφήσεις να μπει μέσα σου…»
εννοώντας σαφώς ότι ο φόβος ταπεινώνει τον άνθρωπο οδηγώντας τον σε λαθεμένες
αποφάσεις.

Επιπλέον, όπως και στις αρχαίες τραγωδίες, προβάλλεται το αγαθό της ευτυχίας στη ζωή των ανθρώπων. Κανένας από τους δραματικούς χαρακτήρες δεν είναι ευτυχισμένος, κάτι που παραδέχονται μεταξύ τους ευθαρσώς. Παρόλη όμως την έλλειψη της ευτυχίας (που είναι και ο σκοπός του ανθρώπου στη ζωή) είναι ωστόσο δυνατόν κάποιος να νιώθει ήρεμος, ισορροπημένος και σταθερός όπως το ζευγάρι του έργου χωρίς τελικά να αλλοτριώνεται, να παίρνει τα όπλα ή και να αυτοκαταστρέφεται, όπως ο Κάπτεν.

Έχουμε να κάνουμε με ένα δραματικό κείμενο σαν
ποίημα γεμάτο συμβολισμούς. Οι συντελεστές της παράστασης είναι πολυάριθμοι,
γεγονός που αποδεικνύει ότι η παράσταση αυτή είναι ένα καλλιτεχνικό προϊόν που
έχει προσεγγιστεί πολύπλευρα και συνετά. Ιδίως οι ηθοποιοί του έργου διαθέτουν
πολύ δυνατά βιογραφικά με συμμετοχή σε τραγωδίες, παραστάσεις στο θέατρο της Επιδαύρου
και όχι μόνο. Αξιοπρόσεκτη είναι η κίνηση των Ξάφη και Κούρτη που ομοιάζει με κίνηση
μαριονέτας. Ο Τζοχν – Ξάφης μάλιστα κρατάει την περισσότερη ώρα τους δύο
μπαλτάδες, σήμα – κατατεθέν του κρεοπωλείου που δεν έχει πια εμπόρευμα αλλά και
σύμβολο του παλιού, του παρελθόντος (λειτουργούν και ως εν δυνάμει πρωτόγονα όπλα
έναντι του πιστολιού του Κάπτεν). Πρόκειται για μια παράσταση ιδιαίτερης, μη
αναμενόμενης αισθητικής και θεματολογίας που ένας θεατής θα επιλέξει για την
πρωτοτυπία της αλλά και τους καλλιτέχνες που την ανεβάζουν.

Ταυτότητα παράστασης:

Μετάφραση: Αργύρης Ξάφης

Σκηνοθεσία: Ιώ Βουλγαράκη

Σύμβουλος δραματουργίας: Άρτεμις Γρύμπλα

Σκηνικό- Κοστούμια: Anna Fedorova

 

Κινησιολογία: Κατερίνα Φώτη

Μουσική: Θοδωρής Αμπαζής

Φωτισμοί: Αλέκος Αναστασίου

Βοηθός σκηνοθέτριας: Νιόβη Δανέζη

Βοηθός συνθέτη: Γιώργος Καρούμπαλος

 

Οι φωτογραφίες είναι της Κικής Παπαδοπούλου

 

Παίζουν οι ηθοποιοί (με αλφαβητική σειρά):
Δημήτρης Γεωργιάδης, Ιωσήφ Ιωσηφίδης, Δέσποινα Κούρτη, Αργύρης Ξάφης

Σχόλια

Δεν υπάρχουν ακόμη σχόλια. Γιατί δεν ξεκινάτε τη συζήτηση;

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *