Η ΡΑΒΔΟΣ
του Μαρκ
Ρέινβενχιλ σε μετάφραση του Γιώργου Σκεύα
Αμφιθέατρο
Σπύρου Ευαγγελάτου
Αγγελικής Χατζημιχάλη
15 & Ανδριανού, Πλάκα
Σκηνοθεσία: Γιώργος
Σκεύας
Παρασκευή, 10
Μαρτίου 2023
20.30 μ.μ.
Κριτική
ανάλυση
της Μαρίνας
Αποστόλου
«Έχεις ζήσει πολλές δεκαετίες και έχεις |
Σε
ένα λιτό (αλλά επαρκές) σκηνικό όπου κανείς διακρίνει ένα τραυματισμένο και
πρόχειρα επιδιορθωμένο παράθυρο, ένα ακόμη κλειστό κούφωμα που όπως αποδεικνύεται
στη συνέχεια δεν είναι παράθυρο αλλά πατάρι (ένας χώρος – κλειδί για τη δράση)
και μια σκάλα που οδηγεί σε αυτό, ένα τραπέζι και ένα μικρό χαλί και τέλος μια
ταπετσαρία τοίχου επίσης ταλαιπωρημένη που καταμαρτυρεί παλιές οικογενειακές
αμαρτίες, εκτυλίσσονται τα δραματικά γεγονότα του θεατρικού έργου Η ράβδος.
Η σύλληψη είναι του σκηνοθέτη και σκηνογράφου Γιώργου Σκεύα, ο οποίος σε
συνεργασία με τους τρεις ηθοποιούς της παράστασης μεταφράζει και ανεβάζει άψογα
το έργο του Βρετανού Μαρκ Ρέινβενχιλ, το οποίο κατατάσσεται από τους θεωρητικούς
του θεάτρου στο είδος του “in–yer–face theatre”. Και όχι άδικα.
Έτσι,
απευθείας, από την εναρκτήρια σκηνή, οι θεατές εισάγονται στη δράση και
τοποθετούνται στην καρδιά αυτής με την κόρη της οικογένειας να έχει ήδη επισκεφθεί
χωρίς πρότερη ενημέρωση το πατρικό της σπίτι έχοντας τη μητέρα της απέναντι και
μιλώντας μαζί της σταθερά από απόσταση. Το παράθυρο της οικίας έχει ήδη σπάσει
εξαιτίας ενός τούβλου που έχουν σκόπιμα πετάξει παιδιά και έχει μπαλωθεί όπως –
όπως από το ζευγάρι που κατοικεί το σπίτι. Σε κλίμα ψυχρό, οι δύο γυναίκες
εκκινούν τη συζήτηση με θέμα την εν λόγω υλική ζημιά και τις συνθήκες αυτής. Η
κόρη επιθυμεί να μάθει λεπτομέρειες. Οι ερωτήσεις γύρω από το βίαιο περιστατικό
πολυάριθμες, κοφτές και επίμονες, ενίοτε με υπονοούμενα ωσάν η μητέρα να
απαντάει σε μια ανακρίτρια. Ο ρυθμός της κόρης γρήγορος και άκαμπτος, ο ρυθμός της
μητέρας πιο ήπιος και συναινετικός σαν να οφείλει τις απαντήσεις αυτές στην
κόρη με την οποία έχουν χρόνια να ιδωθούν. Ο πατέρας της οικογένειας,
εκπαιδευτικός στο επάγγελμα, αποσυρμένος με ακουστικά στο δωμάτιό του όπου
συντάσσει μια γραπτή αναφορά (τι είναι αυτή η αναφορά άραγε που ακούγεται τόσο
συχνά; Σε τι αντιστοιχεί;) εν αναμονή της έλευσης του διευθυντή της σχολικής
μονάδας απ’ όπου εκείνος (ο πατέρας δηλαδή) ετοιμάζεται να αποχωρήσει οριστικά μετά
από 45 ολόκληρα χρόνια λόγω συνταξιοδότησης. Έξω από το σπίτι, ένα πλήθος
μαθητών που εδώ και μέρες πολιορκεί τον καθηγητή (κάτι που παραδόξως έχει βολέψει
το ζευγάρι κυρίως λόγω της αναφοράς που πρέπει να τελειώσει) και επιθυμεί
διακαώς να τον λιντσάρει. Είναι Κυριακή.
«Είναι πολύ |
Η
κόρη έχει υπάρξει ένα πολύ θυμωμένο παιδί και παραμένει μία άγρια και σκληρή
ενήλικας. Είναι επίσης εκπαιδευτικός στο επάγγελμα, μητέρα δύο παιδιών και
διαζευγμένη, γεγονός που της έχει προσφέρει ανακούφιση. Για την ανατροφή των
παιδιών της έχει προσλάβει έναν επαγγελματία παιδαγωγό, ο οποίος ασχολείται με
τα τέκνα της όσο εκείνη πραγματοποιεί την επίσκεψη στους γονείς της.
Εκπροσωπεί, το δίχως άλλο, μια γενιά εκπαιδευτικών και γονέων με εντελώς
διαφορετικές αξίες και ιδανικά: Έχει χωρίσει από τον σύζυγό της, έχει επιλέξει
τη βοήθεια παιδαγωγού την οποία πληρώνει αδρά, δεν έχει συμβιβαστεί σε έναν
γάμο όπου μπορεί να υφίσταται εκφοβισμός πόσο μάλλον κακοποίηση, έχει ήδη
βιώσει τη βία την οποία απεχθάνεται και παλεύει μάλλον μάταια να ξορκίσει, έχει
υπάρξει βίαιη άθελά της και εκείνη, υβρίζει χυδαία τη μητέρα της κάτι που έχει
αντιγράψει, όπως διαπιστώνουμε στη συνέχεια, από την ίδια της την οικογένεια
ενώ επαγγελματικά υπηρετεί ένα εκπαιδευτικό σύστημα (τη λεγόμενη «Ακαδημία»)
τεχνοκρατικό, εμπορικό, με έμφαση στον μαθητή και όχι στον καθηγητή, ο οποίος
ενδέχεται να βιώνει αρνητικές καταστάσεις στον εργασιακό του χώρο όπως λ.χ. την
εύκολη απόλυση. Την ακούμε να λέει: «Το σχολείο είναι για τους μαθητές και όχι
για τους καθηγητές». Το εκπαιδευτικό αυτό μοντέλο αντίκειται σε εκείνο που έχει
στο μυαλό του ως ιδανικό δεκαετίες τώρα ο πατέρας της και αποτελεί βασική αιτία
έριδας και αποξένωσης της οικογένειας.
Καθ’
όλη τη διάρκεια του έργου, τα δραματικά γεγονότα πλέκονται με βάση τη δράση του
πατέρα στο παρελθόν όταν ίσχυε ο νόμος του «ραβδισμού» για τους μαθητές
εκείνους που παρουσίαζαν παραβατική συμπεριφορά, εκφραζόμενη κυρίως μέσα από
κλοπές και φθορές. Η κόρη προσπαθεί να ανακαλύψει γιατί ο πατέρας της συντάχθηκε
με εκείνη την απάνθρωπη παιδαγωγική τακτική, πώς αυτή συνδεόταν άμεσα με την έγκριση
των γονέων που σπάνια δεν δινόταν για τον σκοπό αυτό, αν υπάρχει ατομική ευθύνη
και κυρίως, το πιο σημαντικό για εκείνη, αν ο πατέρας της έχει μετανιώσει για
τον ρόλο του τότε και αν προτίθεται να αναγνωρίσει το λάθος του και να ζητήσει
συγγνώμη. Την νοιάζει ακόμη να εντοπίσει τα πειστήρια της δράσης του εκείνη την
εποχή και κυρίως την ίδια τη ράβδο. Το ότι ο πατέρας ακόμα φυλάει το κατάστιχο της
εποχής, το ποινολόγιο όπου σημειωνόταν αναλυτικά ποιο παιδί ραβδιζόταν, για
ποιον λόγο και πόσες φορές με την άδεια πάντα του γονέα και τη συνυπογραφή του
διευθυντή του σχολείου αποδεικνύει για την κόρη ότι εκείνος δεν έφερε προσωπική
ευθύνη αλλά απλά εφάρμοζε τον νόμο, όπως ήταν υποχρεωμένος να κάνει σαν υποδιευθυντής
του σχολείου. Ήταν κάτι που εντασσόταν στις αρμοδιότητές του. Όμως, το γεγονός
ότι ο πατέρας δεν πέταξε ποτέ εκείνη τη ράβδο που ποτέ της περιέργως δεν έσπασε
αλλά επιβίωσε πολλά, πολλά χρόνια και τιμώρησε έναν μεγάλο αριθμό άτακτων
μαθητών την εξοργίζει και τη δηλητηριάζει κάνοντάς την να πιστεύει ότι εκείνος
είναι τόσο διεστραμμένος και σαδιστής που την κράτησε μήπως ο νόμος του
ραβδισμού επανέλθει και η ράβδος του φανεί συνεπώς και πάλι απαραίτητη. Μάλιστα,
η κόρη είναι τόσο πληγωμένη που οδηγεί τον εαυτό της σε ακραίες σκέψεις τις οποίες
δηλώνει φωναχτά και χωρίς φυσικά να φοβάται. Εικάζει ότι ο πατέρας της δεν
είναι παρά ένας σάτυρος που στο πατάρι του σπιτιού τους κρύβει πορνογραφικό
υλικό και δη με πρωταγωνιστές παιδιά…
Η
μητέρα, θεάτρια όλων αυτών των σκηνών, υποστηρίζει σθεναρά τον άντρα της ακόμα
κι αν, όπως ομολογεί, δεν συμφωνεί πάντα μαζί του. Είναι η επί 47 έτη πιστή
σύζυγος που ενδιαφέρεται για εκείνον βάζοντας σε δεύτερη μοίρα το παιδί τους.
Εξάλλου, πατέρας και μάνα θεωρούν την κόρη τους σκέτη συμφορά, ένα πλάσμα που τους
έφερε μάλλον μια κακιά νεράιδα. Ξανά και ξανά, οι οδυνηρές μνήμες που ποτέ δεν
έχουν σβηστεί επιστρέφουν στο μαύρο παρελθόν της οικογένειας οπότε η κόρη είχε
αρπάξει το τσεκούρι για να σκοτώσει τον πατέρα της. Εξ ου και τα σημάδια στον
τοίχο που ποτέ δεν επιδιορθώθηκαν. Αιτία η έλλειψη χρημάτων. Ή ίσως απλή
πρόφαση; Μήπως οι γονείς της ποτέ δεν φρόντισαν τον τοίχο ακριβώς για να
θυμούνται τις κακές εκείνες στιγμές; Ωστόσο, δεν άργησαν να εκδικηθούν τη
συμπεριφορά της κόρης τους. Μόλις εκείνη έφυγε από το σπίτι και αυτονομήθηκε,
έκαψαν όλα της τα προσωπικά αντικείμενα στην αυλή σε μια προσπάθεια να την «εξαϋλώσουν»
και να συνεχίσουν πιο ήρεμα τη ζωή τους. Αρκεί όμως αυτό; Μπορεί μια τέτοια
πράξη να εξασφαλίσει τη χαρά; Η κόρη ζητάει να μάθει για το συμβάν αυτό. Μετράνε
ιδιαίτερα οι συνθήκες της τέλεσης της πράξης αυτής και ειδικότερα το ποιος
άναψε τη φωτιά.
Η
οικογένεια των τριών δραματικών χαρακτήρων έχει διαλυθεί, η οικογένεια της κόρης
επίσης. Η μητέρα, υποτακτική του πατέρα, ενδιαφέρεται μόνο για την υποδοχή του
διευθυντή καθώς και για την εντυπωσιακή αποχαιρετιστήρια γιορτή προς τιμή του
πατέρα την ερχόμενη Παρασκευή. Ετοιμάζει βιολογικό καφέ και πορτογαλέζικες τάρτες,
συμβάλλει ενεργά στη φιέστα και μάλιστα κρατάει μυστικά από τον πατέρα σχετικά
με αυτό. Έχει ήδη δεχθεί μαθητές του πατέρα στο σπίτι, χωρίς εκείνος να το
ξέρει, για να βρεθούν ρούχα από την εποχή που εκείνος ήταν νεότερος. Ο λόγος τα
θεατρικά δρώμενα που θα αναπαραστήσουν την πορεία του στο σχολείο, απ’ όπου αυτός
δεν έφυγε ποτέ.
Εντούτοις,
η μητέρα θα κάνει τη μικρή της επανάσταση ιδίως από τη στιγμή που η κόρη θα
θίξει το θέμα του πασίγνωστου «μπούλινγκ», κάτι το οποίο το θύμα, όπως ακούμε
στην παράσταση, μπορεί να μην αντιλαμβάνεται ότι δέχεται. Θα κοντράρει τον
σύζυγό της, θα αρνηθεί πρόσκαιρα να ταυτιστεί μαζί του ακόμα και να τον βοηθήσει.
Είναι η στιγμή που εκείνος θα αντιδράσει και θα βάλει, τρόπον τινά, τα πράγματα
στη θέση τους τονίζοντας, μεταξύ άλλων, ότι αναγκάστηκε να υπηρετήσει το πόστο
του υποδιευθυντή για τα χρήματα. Ήταν μια εποχή που ήταν μόνος του απέναντι στις
αυξημένες οικογενειακές υποχρεώσεις με τη γυναίκα του να περνάει κατάθλιψη.
Γιατί
η κόρη ζητάει από τον πατέρα της να τη ραβδίσει; Είναι όντως αυτό που της πρέπει
εφόσον προκλητικά κατέστρεψε τον φορητό υπολογιστή που δεν είναι καν ιδιοκτησία
του πατέρα της; Γιατί έχει αυτή την ψυχολογική ανάγκη; Να προκαλείς και να
είσαι χαιρέκακος δεν είναι εκφοβισμός; Να υβρίζεις; Να διαλύεις αντικείμενα που δεν σου ανήκουν
δεν είναι επίσης βία; Να υποσκάπτεις τη δουλειά του άλλου, δεν είναι εξίσου
κακοποιητική συμπεριφορά; Ακόμα και να κόβεις τις γέφυρες επικοινωνίας
λησμονώντας επίτηδες ημερομηνίες όπως λ.χ. τα γενέθλια ή χρησιμοποιώντας τα
εγγόνια ως μέσο άσκησης πίεσης εις βάρος των παππούδων, δεν είναι κάτι ανάλογο;
Όλο
το έργο του Ρέινβενχιλ είναι ένα ωμό, επικριτικό σχόλιο για τη βία με όποιον
τρόπο και αν αυτή εκδηλώνεται υποκινούμενη και τροφοδοτούμενη κάθε φορά από
έτερες αιτίες. Ο εξαγριωμένος όχλος έξω από το σπίτι της οικογένειας ο οποίος
θέλει λυσσασμένα να κατασπαράξει τον καθηγητή, παρότι ποτέ κανείς τους δεν εντόπισε
ούτε το κατάστιχο ούτε την κατά τα άλλα ευλαβικά φυλαγμένη ράβδο γεννάει
ερωτηματικά και παραξενεύει τους θεατές. Το ζευγάρι μάλιστα δεν καλεί καν την αστυνομία – γιατί; Μήπως η βία που άλλοτε ασκούνταν στο σχολείο έχει
απλά «αλλάξει χέρια» και έχει περάσει στους μαθητές;
Πώς
ορίζεται το «θύμα»; Ποια είναι τα όρια του ορισμού αυτού; Μπορεί να σβηστεί το
παρελθόν και γιατί αυτό αμαυρώνει τόσο πολύ το παρόν; Πώς η κουλτούρα της αξιολόγησης
μπορεί να καταργήσει και να μετατρέψει ένα status; Η γραφειοκρατία μήπως τελικά
είναι φαινόμενο που απαντάται και σε άλλες κοινωνίες;
Μπορεί
ένα αντικείμενο, μια αιτία που φαινομενικά δεν πείθει και τόσο να προξενήσει
κακό, όπως στην περίπτωση της ράβδου;
Η
ράβδος είναι ένα εξαιρετικό κείμενο με σύγχρονο ενδιαφέρον καθώς πλέον σήμερα
ο καθένας μπορεί να αντιληφθεί ότι η βία παράγει μόνο βία ενώ πίσω από φιλήσυχα
πρόσωπα και μεγαλεπίβολους στόχους και φιλοδοξίες κρύβονται ζωώδη ένστικτα και
απωθημένα χρόνων.
Η
γενιά που δεν ζήτησε ποτέ συγγνώμη για να μην ακυρώσει όλη της τη διαδρομή
σχεδόν περιμένει πλέον την ανάπαυση, τα ταξίδια, τις ανακαινίσεις και εν γένει
μια νέα, ήσυχη ζωή χωρίς υποχρεωτικά να ενδιαφέρεται για τη ματαιοδοξία που
αφορά αναγνώριση της προσφορά της. Αυτή η γενιά όμως, παρέδωσε τη σκυτάλη στη νεότερη
που με συναισθηματικές αγκυλώσεις και πληγές δεν θα γίνει πραγματικά καλύτερη διατρέχοντας
τον κίνδυνο να διαιωνίσει παθογένειες. Το «χάος» παίρνει σάρκα και οστά μέσα
από την ίδια τη βία, τον παραλογισμό, την έλλειψη ανθρώπινης επαφής, τον αποκλεισμό της συμφιλίωσης, την κακία,
το εξαγριωμένο πλήθος, τον φόβο, τα κρυμμένα μυστικά ακόμα και μέσα από τον
τρόπο με τον οποίο μεταβαίνουν οι μαθητές από τη μια αίθουσα στην άλλη. Από τη «φωνή»
τους που κάποτε δεν εισακουγόταν και πλέον εισακούγεται, ίσως στον υπερθετικό
βαθμό.
Οι
ερμηνείες και των τριών ηθοποιών (Καταλειφός – Ρηγοπούλου – Καλτσίκη) είναι
φανταστικές. Αναδεικνύουν το κείμενο άριστα, δένουν μεταξύ τους μοναδικά και
επιτυγχάνουν ένα άρτιο καλλιτεχνικό αποτέλεσμα. Το ύφος της Καλτσίκη ξεχωρίζει
αγγίζοντας βαθιά την ψυχή του θεατή τόσο όταν υποβάλλει τις αλλεπάλληλες
ερωτήσεις στη μητέρα (σημειωτέο ότι αν και οι δρώντες φέρουν μικρά ονόματα,
σπάνια αυτά ακούγονται), όσο και όταν χαιρέκακα χύνει τον καφέ στο λάπτοπ αλλά
και επιδεικνύει την πληγή της στο πλήθος. Ο Καταλειφός πάλι, που μετράει πολλές
δεκαετίες στην υποκριτική, ταυτίζεται με τον καθηγητή που συνέλαβε η διάνοια
του Βρετανού δραματουργού, ενώ ανταποκρίνεται ιδανικά στις απαιτητικές σκηνές
του έργου όπως λ.χ. όταν εμφανίζεται αμετανόητος για τους ραβδισμούς ή όταν
επαναφέρει στην πραγματικότητα τις δύο γυναίκες την εποχή που έπρεπε να ζήσει
και τους τρεις τους. Η Ρηγοπούλου, τέλος, με την υπέροχη φωνή της, γίνεται η γυναίκα
φερέφωνο, η μικροαστή νοικοκυρά και η αποτυχημένη μάνα.
Ο
τρόπος που τοποθετεί ο Σκεύας τους ηθοποιούς επί σκηνής είναι άξιος προσοχής
τόσο μέσα από τις αποστάσεις τους όσο και μέσα από τη στάση σώματός τους (λ.χ. η κόρη για ώρα είναι με την πλάτη γυρισμένη στην πλατεία, η μητέρα με κατεβασμένο το κεφάλι στη σκάλα όταν πατέρας και κόρη συγκρούονται).
Το ίδιο ισχύει και για τον τρόπο με τον οποίο παρίσταται η επίθεση του όχλου
που όλο και δυναμώνει αριθμητικά.
Ταυτότητα της
παράστασης:
Κείμενο Μαρκ Ρέιβενχιλ
Μετάφραση Γιώργος Σκεύας (με τη συνεργασία των ηθοποιών)
Σκηνοθεσία Γιώργος Σκεύας
Σκηνικός
χώρος / Κοστούμια
Γιώργος Σκεύας
Μουσική / Sound
design Σήμη Τσιλαλή
Φωτισμοί Λευτέρης Παυλόπουλος
Βοηθός
σκηνοθέτη Γιάννης
Σαβουιδάκης
Βοηθός
σκηνογράφου /
ενδυματολόγου Έμιλυ Κουκουτσάκη
Φωτογραφίες Πάνος Γιαννακόπουλος
Διεύθυνση
παραγωγής Κωνσταντίνα
Αγγελέτου
Παραγωγή Γιώργος Λυκιαρδόπουλος / Λυκόφως
Παίζουν
οι ηθοποιοί
Δημήτρης Καταλειφός (Έντουαρντ)
Αλεξία Καλτσίκη (Άννα)
Ζωή Ρηγοπούλου (Μορίν)