ΤΑΟ

του Γιώργου
Καφετζόπουλου

 

Θέατρο «Επί
Κολωνώ»

Ναυπλίου 12,
Κολωνός

 

Σκηνοθεσία: Δανάη
Σπηλιώτη

 

Σάββατο, 4 Μαρτίου
2023

18.15 μ.μ.

 

Κριτική
ανάλυση

της Μαρίνας
Αποστόλου

 

«Δεν υπάρχει Τάο… Εδώ δεν μπορούμε
να συνεννοηθούμε μεταξύ μας»

 

Με τον υπόγειο,
σκοτεινό, άγνωστο και μαζί οικείο κόσμο της νύχτας μάς συστήνει ο Γιώργος
Καφετζόπουλος μέσα από το κωμικό θεατρικό του έργο Τάο, το οποίο ανεβαίνει
στην κεντρική σκηνή του «Επί Κολωνώ» σε σκηνοθεσία της Δανάης Σπηλιώτη.

Πρόκειται
για ένα δραματικό κείμενο ιδιαίτερης πρωτοτυπίας και ενδιαφέροντος τόσο για τη βασική
θεματική που πραγματεύεται όσο και για τον ταχύ ρυθμό του και την αθυρόστομη, απρεπή, ενίοτε κωδικοποιημένη γλώσσα του μέσω της οποίας ξεδιπλώνονται επιμέρους
προβληματικές της ζωής στη σύγχρονη ελληνική κοινωνία (του περιθωρίου αλλά και της
καθημερινής ζωής). Ένα κείμενο που σε συνδυασμό με τις μοναδικές ερμηνείες των
τριών ηθοποιών (Αντώνης Καφετζόπουλος: «Αντρέας Καραμούτσος», Θοδωρής
Σκυφτούλης: «Ιωσήφ Μωυσίδης», Γιώργος Καφετζόπουλος: «Γιάννης Καραμούτσος») δεν
επιτρέπει στους θεατές στιγμή να αφαιρεθούν ούτε να εφησυχάσουν καθώς παρακολουθούν
απνευστί τη συνάντηση τριών τύπων του αθηναϊκού υποκόσμου που διαδρούν και
συμπλέκονται. Η δίψα για άμεσο και άκοπο πλουτισμό, που επιτυγχάνεται μέσω της παρανομίας,
τούς παρακινεί σε δράση αλλά και τους οδηγεί σε σημείο μετωπικής σύγκρουσης, λεκτικής
και σωματικής.

Το σκηνικό:

Η δράση
λαμβάνει χώρα αποκλειστικά στο σαλόνι του σπιτιού του Αντρέα («Αντρίκου» χαϊδευτικά)
Καραμούτσου, πρώην γκάνγκστερ με εννιά χρόνια κάθειρξης στο ενεργητικό του (που
όπως ακούμε στο έργο «μ’ αυτά που είχε κάνει θα έπρεπε να είναι 699…», άποψη
που εκφράζουν οι δύο άλλοι εξίσου παραβατικοί δρώντες του έργου). Ένας καναπές,
ένα ανάλογο τραπέζι μπροστά του με συνήθη για τους τύπους αυτούς αντικείμενα όπως
τσιγάρα, πούρα, εφημερίδες, περιοδικά ποικίλης ύλης αλλά και ένα όπλο, ένα
πιστόλι που προφανώς εντός του ιδιωτικού αυτού χώρου όχι απλά δεν είναι
κρυμμένο αλλά φιγουράρει όπως ακριβώς κάθε συνηθισμένο, απλό και απαραίτητο πράγμα.
Και φυσικά, όπως βλέπουμε στη συνέχεια, δεν είναι το μόνο (πιστόλι). Είναι ένα 
prop (σκηνικό αντικείμενο) που
πρωταγωνιστεί ωσάν ένας ακόμη δραματικός χαρακτήρας και «υποκλίνεται» μάλιστα
στο τέλος διά χειρός Αντώνη Καφετζόπουλου – «Αντρέα Καραμούτσου».

Στο βάθος διακρίνει
κανείς ένα φωτιστικό, ομπρέλες και έναν καθρέπτη αλλά και αριστερά, μία
πέργκολα, προϊόν αγάπης και φροντίδας διότι, όπως βλέπουμε στο έργο, ακόμα και
στον σκληρό αυτόν κόσμο, μπορεί να υπάρξει έστω για λίγο τρυφερότητα αλλά και
αλληλεγγύη.



Τα δραματικά
γεγονότα:

Ο
τριανταπεντάχρονος ράπερ (χαρακτηριστικό στοιχείο στην ένδυσή του η χρυσή
αλυσίδα στο λαιμό – σημείο κατατεθέν των εν λόγω μουσικών) Γιάννης Καραμούτσος εμφανίζεται
εξαιρετικά νευρικός ήδη από την εναρκτήρια σκηνή καθώς, μονολογώντας, δηλώνει
απελπισμένος τόσο που επιχειρεί να αυτοκτονήσει (τον βλέπουμε προς στιγμή να
βάζει το πιστόλι στο πηγούνι του). Την ώρα εκείνη, εισέρχεται ο πατέρας του
Αντρέας κρατώντας τσιγάρο και φορώντας γυαλιά. Ήρεμος ο ίδιος, αφουγκράζεται την
αγωνία του γιου του απαντώντας του πως «ο χειρότερος εχθρός είναι ο εαυτός σου».
Ο νέος άνδρας, όπως εξομολογείται, βρίσκεται «σε απόγνωση, σε πολύ δυσμενή
κατάσταση καθότι τα πράγματα είναι δυσοίωνα». Επιθυμεί διακαώς να διεισδύσει
δυναμικά στον κόσμο της παρανομίας, γεγονός που μπορεί να του εξασφαλίσει πολλά
χρήματα αλλά και μια αξιοσέβαστη θέση στη νύχτα. Οι «ψιλές» δουλειές, όπως ένα
απλό
delivery ναρκωτικών
ουσιών, δεν του αρκούν γιατί πια δεν είναι τόσος μικρός ηλικιακά αλλά και γιατί
θεωρεί τον εαυτό του αρκετά «μάχιμο» ώστε να καταπιαστεί με πιο «σοβαρά»
εγχειρήματα. Τρέμοντας ολόκληρος από τα νεύρα του καθώς θέλει απεγνωσμένα να
καταδυθεί στα άδυτα του υποκόσμου, ο Γιάννης κάνει λόγο για πρωταγωνιστές της νύχτας
που τον αφήνουν στην «απέξω» ή του δίνουν περιορισμένες ευκαιρίες
δραστηριοποίησης: Αρχικά για κάποιον Σωτήρη ή κοινώς Σό(ω)κο και έπειτα για
κάποιον Παναγιωτάκο Κεχαγιά, που «σπρώχνουν πολλή κόκα» αλλά και καταγίνονται
με ληστείες, ξυλοδαρμούς και «μπραβιλίκια». Ειδικότερα, ο Κεχαγιάς είναι άτομο που
στην πιάτσα τον είχε βγάλει κάποτε ο Αντρέας, όταν ήταν στις δόξες του και
μεγαλουργούσε στον χώρο. Έμμεσα δηλαδή ο Γιάννης εννοεί πως ο Κεχαγιάς τού
οφείλει λόγω του πατέρα του. Σύντομα όμως, η αναφορά του έρχεται στον Ιωσήφ
Μωυσίδη, του οποίου το ονοματεπώνυμο μάλιστα σχολιάζει ειρωνικά εφόσον οξύμωρα παραπέμπει
στη θρησκεία. Πρόκειται για ένα πρόσωπο επίσης του υποκόσμου που είχε
αναδειχθεί όταν ο Αντρέας ήταν στη φυλακή και δρούσε από κει μέσα. Σύμφωνα με
τα λεγόμενα του νεαρού άνδρα, ο συγκεκριμένος βαρόνος της νύχτας διαθέτει
εξουσία και ιεραρχικά βρίσκεται αρκετά υψηλά. Εντούτοις, και αυτός έχει τον
Γιάννη στην «κάβα» για τις όποιες δουλειές του εκτιμώντας, όπως βλέπουμε και παρακάτω,
ότι δεν είναι άξιος για μεγάλα πράγματα όπως για παράδειγμα το να «φέρνει βόλτα»
ένα ολόκληρο νυχτερινό
club.

Κι ενόσω ο
γιος παραληρεί, ο πατέρας με ύφος στωικό τον συμβουλεύει να μην πιέζει τις καταστάσεις
κάνοντας νύξη στον Κινέζο Λάο Τσε και τον ταοϊσμό, τη φιλοσοφική θεωρία του περί
το 500 π.Χ. (οπότε έζησε και ο Σωκράτης στην Ελλάδα). Ο Αντρέας, αποσυρμένος
πια και αρκούμενος οικονομικά από μικρές εξυπηρετήσεις μέσω τηλεφώνου που
παρέχει στον Μωυσίδη, αντιμετωπίζει τη ζωή με πραότητα και χωρίς το άγχος του γιου
του. Μάταια ωστόσο προσπαθεί να ερμηνεύσει τι ακριβώς είναι το «Τάο», τι
εννοούμε με αυτό, γιατί το στίγμα του είναι παντού και γιατί δεν μπορεί με τις λέξεις
να εξηγηθεί με σαφήνεια όσο κι αν γιος και συνεργάτης (ήτοι Γιάννης και Μωυσίδης)
τού ζητούν επίμονα, ιδίως ο δεύτερος προς το τέλος του έργου, μια χειροπιαστή,
κατανοητή από το μέσο μυαλό εξήγηση. Την εποχή που έκτιε την ποινή του, ο
Αντρέας είχε «χτυπήσει» τατουάζ στο χέρι του το ιδιαίτερο εκείνο ασπρόμαυρο στρογγυλό
σύμβολο με τις αντίθετες χρωματικά κουκίδες μέσα σε μια διάθεση για πνευματικές
εξερευνήσεις. Για παρεμφερή λόγο, στράφηκε και στη μουσική: Τόσο στη Βιτάλη όσο
και στον Βιβάλντι (εντοπίζουμε όμοια φωνήματα στα δύο επίθετα: β, α, λ, ι) με
αποτέλεσμα να ξεχωρίζει πλέον ποιοτικά από τους πολλούς αστοιχείωτους κακοποιούς.
 

Εντούτοις, όπως
διαπιστώνουμε στην πορεία και δη στη λύση, δεν είναι δυνατόν να έχει αλλάξει ριζικά.
Η ακόρεστη πείνα του Αντρέα για εύκολο χρήμα θα τον ωθήσει σε κατασκευή
ψεύτικης συνθήκης σχετικά με την υγεία του ενώ, πάντα υποψιασμένος και
ετοιμοπόλεμος, θα είναι οπλισμένος κατάλληλα, κάτι το οποίο έχει διδάξει άριστα
και στον γιο του.

Η έλευση (κατόπιν
ραντεβού) του Μωυσίδη στην οικία των Καραμούτσων, θα αναστατώσει ακόμη
περισσότερο την οικογένεια καθώς ο Ιωσήφ, έχοντας σαφώς το πάνω χέρι, θα έλθει
με αξιώσεις που ξεκινούν από τον καπουτσίνο με καστανή ζάχαρη και κρέμα που
παραγγέλνει και φθάνουν μέχρι τον καθορισμό της αμοιβής του Αντρέα αλλά και της
θέσης μέσα στη νύχτα του μικρού. Βωμολόχος, όπως όλοι εξάλλου, θα προστατεύσει
τη δεκαεννιάχρονη κόρη του από τα ερωτικά νύχια του Γιάννη και θα δηλώσει
φανατικός αριστερός και θρήσκος μαζί, πράγματα για τα οποία δεν δέχεται όχι
απλά αμφισβήτηση ούτε καν το παραμικρό περίπαιγμα. Σκέφτεται μάλιστα να
ασχοληθεί και με την πολιτική με την οποία τρόπον τινά, κυρίως μέσω δημοσιογράφων,
εμπλέκεται και ο Αντρέας ενώ αισθηματίας καθώς είναι (όπως όλοι οι «σκληροί»
τύποι κατά βάθος…) πείθεται από το παραμύθι του παλιού του φίλου και συνεργάτη.
Απαιτεί από τον Γιάννη να ζητήσει συγγνώμη από τα τσιράκια του που τον φυλάνε
σταθερά, τον Σεργκέι και τον Μπαμπίνο, τους οποίους ο νεαρός έχει πρόσφατα
ενοχλήσει και προκαλέσει μέσα σε ένα πλαίσιο θράσους και ανυπομονησίας 
για επίδειξη
και ανέλιξη στον κόσμο που όλοι αυτοί ανήκουν.

Η κατάληξη
και των τριών είναι τραγική καθότι μάλλον άφευκτη.

 

Η ιδιότυπη
σχέση γιου και πατέρα και οι «φιλίες» της νύχτας:

Στο Τάο βλέπουμε
να σκιαγραφείται μια πολύ ιδιαίτερη σχέση πατέρα και γιου με τη μητέρα να είναι
απούσα (πιθανώς να έχει αποβιώσει). Ο Γιάννης, ακριβώς στα χνάρια του πατέρα
του, κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση, επίσης εγκληματίας αλλά κάπως πιο
αποτυχημένος, πιο λίγος, κατώτερος σε σύγκριση με τον πατέρα του όταν ήταν
εκείνος στην ηλικία του. Ο ένας μιλάει υβριστικά στον άλλο, όπως επιβάλλει η γλωσσική
τους κουλτούρα, ενώ ο πατέρας προσπαθεί να συνετίσει τον πνευματικά ελλειμματικό
του γιο, ο οποίος θα αντιδράσει στον ταοϊσμό που προβάλλει θετικά ο Αντρέας
ρωτώντας απλοϊκά: «Οι Κινέζοι δεν νευριάζουν;». Ο Αντρέας πασχίζει επίσης να
πείσει τον Γιάννη να μειώσει τους τόνους στη συμπεριφορά του τελευταίου μέσω
συμβουλών ενώ παίζει τον ρόλο του κυματοθραύστη όταν ο Ιωσήφ δηλώνει ευθέως πως
ο μικρός είναι ζωντανός χάρη στον πατέρα του. Ο Αντρέας υπερασπίζεται τον γιο
του όταν εκείνος θίγει τις απόψεις και την ιδεολογία του Ιωσήφ ενώ μέχρι
τελευταία στιγμή κρατά κλειστά τα χαρτιά του, ακόμα και από τον γιο του, όσον
αφορά την υγεία του και τη μετοίκισή του στη Νίσυρο.

Όπως άλλωστε
συμβαίνει και στην «κανονική» ζωή, έτσι και στον κόσμο της νύχτας, η φιλία
είναι μια υπόθεση δύσκολη. Όπλο θα τραβήξει ένας περιθωριακός τύπος ακόμα και σ’
αυτόν που κάποτε τον βοήθησε αν απειληθεί αλλά και θα του προσφέρει σχετικά
εύκολα πολλά χρήματα αν μάθει ότι τίθεται ζήτημα επιβίωσης. Και όταν αποφασίσει
να πονέσει τον άλλο (ακόμα και τον «φίλο») θα τον προσβάλλει και θα του πασάρει
μια ιστορία για το παρελθόν του που είναι μάλλον ανυπόστατη.

Το κοινωνικο-πολιτικό
σχόλιο του δραματουργού:

Το σχόλιο
του συγγραφέα περί αριστεράς και δεξιάς στην πολιτική είναι κάτι που εκφράζεται
ευθαρσώς με τις δύο πλευρές να είναι σχεδόν όμοιες ουσιαστικά. Το μόνο στο
οποίο διαφέρουν είναι τα εξωτερικά τους χαρακτηριστικά. Μάλιστα, ο Γιώργος
Καφετζόπουλος συχνά αυτό το επιτυγχάνει με όχημα το χιούμορ όπως π.χ. τη στιγμή
που ο Γιάννης χλευάζει τα εκκεντρικά/ασυνήθη μικρά ονόματα που επιλέγουν τόσο
οι αριστεροί όσο και οι δεξιοί για τα παιδιά τους: Τσε λ.χ. οι μεν, Άδωνις και
Δαρείος οι δε γελοιοποιώντας έτσι το σκεπτικό τους. Το ασυμβίβαστο πίστης στη θρησκεία
και αριστερής (λαϊκής) συνάμα ιδεολογίας ενσαρκώνεται από τον δραματικό
χαρακτήρα του Ιωσήφ μέσα από μια οπτική υποκρισίας αλλά και προσωπικής βολής
που συμφέρει ειδικά όταν κάποιος σχεδιάζει να «κατέβει» στην πολιτική.

Οι
επιμέρους ιδέες:

Ευάριθμες είναι
οι επιμέρους ιδέες που έργου
˙ έχοντας ως βασικό του περίγραμμα τον υπόκοσμο, ο Γ.Κ. θίγει
ζητήματα όπως είναι η αδηφαγία, η εναντίωση στους κανόνες και τα όρια (ο
Γιάννης θέλει να εργαστεί ως ‘’
free lancer”…), η εκμετάλλευση ανθρώπου από
άνθρωπο (πορνεία, παράνομοι μετανάστες που δεν έχουν άλλη επιλογή και πνίγονται
στη θάλασσα με τα μικρά τους παιδιά), η χαμηλή ποιότητα των εκπομπών στην
τηλεόραση (π.χ. η Ταμάρα, η Ρωσίδα πρώην σύντροφος του Γιάννη που βρέθηκε από
τη νύχτα στην τηλεόραση να παίζει σε καθημερινή σαπουνόπερα «για γριές», όπως ακούμε),
ο παρακμιακός τρόπος διασκέδασης στα νυχτερινά κέντρα με τους πελάτες αλλά και τους
διασκεδαστές να κάνουν χρήση κοκαΐνης που προκαλεί πολύωρη διέγερση (οι σκηνές
που αφηγείται και περιγράφει σε κέντρα διασκέδασης ο Γιάννης είναι από τις πιο
ζωντανές, τις πιο ζωηρές και τις πιο καλογραμμένες του κειμένου), ο ρόλος της αστυνομίας,
ο επαρχιωτισμός, ο εκφοβισμός που επιβάλλεται ακόμη και ο ρατσισμός εις βάρος
των ανθρώπων με άλλο χρώμα δέρματος.

Εξίσου σημαντική είναι η επισήμανση της αδυναμίας του λόγου να εξηγήσει τα πάντα, πράγμα που έχει τονιστεί από πολλούς συγγραφείς του θεάτρου και όχι μόνο. Έτσι, ο Γιάννης κατανοεί τι του λέει η Ταμάρα (με την οποία είναι ακόμα ερωτευμένος) στα ρώσικα και ας μην ξέρει ο ίδιος τη γλώσσα της.

 

Η κοφτερή
γλώσσα:

Δεν μπορεί
φυσικά κανείς να μη σταθεί ξέχωρα στην ιδιαίτερη γλώσσα των ανθρώπων αυτών, η
οποία διακρίνεται όχι μόνο εξαιτίας του πυκνού υβρεολόγιού της αλλά λόγω
διάφορων παραλλαγμένων λέξεων. Έτσι, π.χ. ακούμε η «κοκό» αντί για κοκαΐνη ή
κόκα και τα «γκάνια» αντί για
guns=όπλα (γκανς). Μολονότι οι θεατές ακούνε συχνές επαναλήψεις
εκφράσεων και δραματικού λόγου γενικότερα με ύβρεις ή και χωρίς, το κείμενο
κάθε άλλο παρά κουράζει. Αντίθετα, τους βοηθά να εμπεδώσουν το νόημα και τον
σκοπό του έργου καθώς και τις συμπεριφορές τόσο των τριών δραματικών προσώπων
επί σκηνής όσο και αυτών που δρουν μέσα από τις αφηγήσεις τους.

Η
παράσταση συνολικά:

Έχουμε να
κάνουμε, με λίγα λόγια, για ένα θεατρικό διαμάντι που δικαίως φιλοξενείται σε ένα θέατρο που θέτει πάντα ψηλά τον καλλιτεχνικό πήχη, όπως είναι
το θέατρο «Επί Κολωνώ». Οι ερμηνείες είναι κάτι παραπάνω από φυσικές. Το κοινό
ταξιδεύει πράγματι στον κόσμο των οίκων ανοχής, των
clubs και των ναρκωτικών και των ανθρώπων
που τους υπηρετούν ενώ γελάει με την ψυχή του, αβίαστα, ερχόμενο αντιμέτωπο με
τη σκληρή πραγματικότητα της σύγχρονης εποχής στην Ελλάδα. Ο Γιώργος
Καφετζόπουλος συνιστά ένα ταλαντούχο πλάσμα τόσο ως δραματουργός όσο και ως
ηθοποιός. Ο Αντώνης Καφετζόπουλος, πολύπειρος και ώριμος, υποδύεται άριστα τον
ξεπεσμένο γκάνγκστερ που εξακολουθεί ωστόσο να δρα υπογείως ενώ ο Θοδωρής
Σκυφτούλης και μόνο με την εμφάνισή του (π.χ. κόμη και δερμάτινο παλτό) πείθει
απόλυτα για τον ακμάζοντα βαρόνο της αθηναϊκής νύχτας που «λύνει και δένει».

Η σκηνοθεσία
της Δανάης Σπηλιώτη είναι άξια συγχαρητηρίων ακριβώς διότι οι τρεις ηθοποιοί
ταιριάζουν άψογα μεταξύ τους παράγοντας αυτή την αξιοθαύμαστη φυσικότητα και
αυτόν τον αυθορμητισμό που απολαμβάνει το κοινό στην πλατεία.

Τι είναι το
«Τάο»; Τι θα πει δρόμος, μέθοδος, ατραπός και μονοπάτι;

Έχουν άραγε
νόημα τα μακρινά και τα απόκοσμα, όταν οι άνθρωποι δεν έχουν ρυθμίσει τα απλά
και καθημερινά τους θέματα;

 

Συντελεστές:

Σκηνικό:
Γιώργος Χατζηνικολάου, Δανάη Σπηλιώτη

Κοστούμια:
Μαρία Αναματερού

Φωτισμοί:
Αντώνης Παναγιωτόπουλος

Μουσική:
Φώτης Σιώτας

Με τους:

Αντώνη
Καφετζόπουλο, Θοδωρή Σκυφτούλη, Γιώργο Καφετζόπουλο.

Videos: https://www.youtube.com/watch?v=J0zEbR8ZZTA

             https://www.youtube.com/watch?v=MrvLi4GsBTo

Σχόλια

Δεν υπάρχουν ακόμη σχόλια. Γιατί δεν ξεκινάτε τη συζήτηση;

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *