ΣΤΟ ΠΕΜΠΤΟ ΣΚΑΛΟΠΑΤΙ
του Φρέντερικ
Νοτ
(Από την
κινηματογραφική μεταφορά του Άλφρεντ Χίτσκοκ “Dial M for Murder”)
Θέατρο «Αθηνά»
Δεριγνύ 10,
Αθήνα – Πεδίον του Άρεως
Μετάφραση – Σκηνοθεσία:
Αλέξανδρος Κοέν
Τρίτη, 21 Φεβρουαρίου
2023
21.00 μ.μ.
Κριτική
ανάλυση
της Μαρίνας
Αποστόλου
«Τα πάντα έχουν την τιμή τους» |
Την (από
κάθε άποψη) καλαίσθητη παράσταση Στο πέμπτο σκαλοπάτι του Φρέντερικ Νοτ
μπορεί κανείς να παρακολουθήσει και να απολαύσει στο θέατρο «Αθηνά» στο στενάκι
της οδού Δεριγνύ, κοντά στο Πεδίον του Άρεως. Πρόκειται για ένα αστυνομικό δράμα
με άρωμα Χίτσκοκ που μας οδηγεί πίσω στο Λονδίνο της δεκαετίας του 1960, στο
σπίτι του ζεύγους Γουέντις, εκεί όπου η απληστία και η ματαιοδοξία βασιλεύουν αλλά
και το αστυνομικό δαιμόνιο επικρατεί βρίσκοντας την απάντηση στο έγκλημα που
διαπράττεται.
Προσεγμένη
σκηνοθετικά και στην παραμικρή της λεπτομέρεια, η εν λόγω παράσταση μέσα από το
μυστηριώδες και εύληπτο κείμενό της καταδεικνύει τη διαχρονική φιλοχρηματία του
ανθρώπου, την ανάγκη του για κοινωνική ανάδειξη και (ει δυνατόν) άκοπη επιβίωση, το ψέμα και την υποκρισία που συχνά αποτελούν δηλητήριο για τα έγγαμα
ζευγάρια μα και συνάμα το καλύτερο συντηρητικό τους, τις ισορροπίες που
διατηρούνται με βάση το συμφέρον, τον κυνισμό και τη δολοπλοκία, τη ρουτίνα, την
ανθρώπινη παρακμή και περιθωριοποίηση αλλά και την άδολη αγάπη και την απόδοση της
δικαιοσύνης που πάντα αναζητά επίμονα το κοινό αίσθημα.
Έτσι, οι
θεατές που ρέπουν περισσότερο προς τα λεγόμενα «Δευτερότριτα» (σημειωτέο ότι το
συγκεκριμένο έργο παίζεται και Τετάρτη), αγαπούν το μυστήριο που σκεπάζει έναν
φόνο αλλά και εκτιμούν την υψηλή αισθητική επί σκηνής τόσο από την άποψη των κοστουμιών
και των σκηνικών όσο και από την άποψη των υπέροχων φωτισμών που συμβάλλουν τα
πλείστα στη δημιουργία της αγωνίας και της κορύφωσης αυτής, μπορούν να
κατευθυνθούν στο καλοδιατηρημένο και άνετο θέατρο «Αθηνά» για να περάσουν μιάμιση
ώρα με δράση, σασπένς και ξεχωριστές ερμηνείες από έμπειρους και ταλαντούχους
ηθοποιούς.
Μέσα από τη
συγκεκριμένη παράσταση που κατατάσσεται σε ένα είδος συγκριτικά πιο εύπεπτο και
πιθανώς και πιο ευχάριστο για μια μερίδα των θεατών, ο Κοέν αποδεικνύει
περίτρανα ότι ως καλλιτέχνης είναι άξιος να σκηνοθετήσει άψογα ό,τι υλικό και
αν πιάσει στα χέρια του χωρίς να συμβιβαστεί να κάνει την παραμικρή έκπτωση. Πρόκειται
για έναν σκηνοθέτη που πάντοτε τοποθετεί πολύ υψηλά τον πήχη όντας, όπως αντιλαμβανόμαστε,
αυστηρός πρωτίστως με τον εαυτό του γι’ αυτό και δύσκολα θα απογοητεύσει το
κοινό που επιλέγει να δει τα έργα που ανεβάζει και μάλιστα πάντα μεταφράζει ο ίδιος.
Εξαιρετικός
ερμηνευτικά είναι ο Αλέκος Συσσοβίτης που ενσαρκώνει τον πρωταγωνιστικό ρόλο
του Τόνυ, του συζύγου της Μάργκοτ (Φαίη Ξυλά). Ζει πραγματικά τον ρόλο του πάνω
στη σκηνή, προσφέρεται απόλυτα στο κοινό, βουρκώνει ενίοτε και πείθει με το
παραπάνω για τον ευφυή, κακομαθημένο, σπάταλο και αδίστακτο μηχανορράφο, πρώην
αστέρα του τένις που αναμφίβολα του αξίζει να έχει νυμφευθεί μια πλούσια,
καλοβαλμένη κυρία˙ εκείνη από τη μεριά της του εξασφαλίζει μια άνετη διαβίωση ενόσω εκείνος
τη συντροφεύει (πλέον εικονικά) και της επιστρέφει ως αντάλλαγμα την καταξίωση
και τη δόξα που είχε κερδίσει κάποτε μέσω των αθλητικών του επιδόσεων.
Η Μάργκοτ,
μία πανέμορφη γυναίκα, γοητευτική, κομψά ντυμένη καθότι, όπως ήδη ειπώθηκε, λίαν
ευκατάστατη, διατηρεί κρυφά σχέση με τον Μαξ (Αποστόλης Τότσικας), έναν
Αμερικάνο συγγραφέα τηλεοπτικών (και όχι μόνο) ιστοριών μυστηρίου. Υπήρξε
θαυμάστρια του άνδρα της στο παρελθόν όμως πλέον σχετίζεται ερωτικά με τον Μαξ
χωρίς εντούτοις να έχει την παραμικρή διάθεση να διαλύσει τον γάμο της. Για τον
λόγο αυτό, ποτέ δεν αποφασίζει να αποκαλύψει την αλήθεια για τη διπλή ζωή της στον
σύζυγό της κρατώντας στην αναμονή τον γλυκό και αφοσιωμένο αλλά και νεότερο Μαξ. Ο τελευταίος εντούτοις είναι το μόνο πρόσωπο που την αγαπάει πραγματικά και την βοηθάει
ουσιαστικά όταν εκείνη έρχεται αντιμέτωπη με τη θανατική ποινή… Η Φαίη Ξυλά
είναι πολύ ταιριαστή στον ρόλο αυτό τόσο εμφανισιακά (ψηλή, ξανθή με μπλε μάτια)
παραπέμποντας εξωτερικά σε ευγενή, αρχοντική Αγγλίδα όσο και ερμηνευτικά καθώς
έχει συλλάβει άριστα την ψυχοσύνθεση της συζύγου που λειτουργεί κατά αυτόν τον
τρόπο στον γάμο της και (προφανώς) όχι με κίνητρο την αγάπη, πόσο μάλλον τη δημιουργία
οικογένειας. Δεν αγαπάει κανέναν: ούτε τον Τόνυ ούτε τον Μαξ. Ο καθένας τους καλύπτει
και μια διαφορετική της ανάγκη / επιθυμία. Η στάση της αυτή ευνοεί την
κατασκευή της παγίδας που της στήνει ανελέητα ο Τόνυ με εξιλαστήριο θύμα τον
Σουάν (Γιάννης Στεφόπουλος), έναν τύπο με πολλαπλά ονόματα, παράνομη δράση και
ροπή στο έγκλημα˙ έναν άνδρα από το φοιτητικό παρελθόν του Τόνυ που δεν μπορεί να έχει περιθώριο
επιλογής, που πρακτικά εκβιάζεται (από τον Τόνυ) ενώ μέχρι την τελευταία στιγμή
βαυκαλίζεται νομίζοντας ότι θα βγει κερδισμένος από την πλεκτάνη στην οποία
μοιραία εμπλέκεται. Ο Σουάν είναι το πρόσωπο εκείνο που πληρώνει για τα
αμαρτήματα όλων τιμωρούμενος για όσα έχει φταίξει ο ίδιος κατά καιρούς˙ και αυτά που τον βαραίνουν δεν είναι
λίγα ούτε ασήμαντα (χρέη, εξαπάτηση ατόμων, ακόμα και ναρκωτικά εις βάρος
παλιάς ερωμένης). Όσο καλός είναι ο Στεφόπουλος ως Σουάν άλλο τόσο εύστοχος
είναι ο Αλέξανδρος Βάρθης ως αστυνόμος με «άσσο στο μανίκι» που θα συνεργαστεί με τον Μαξ και θα ξεσκεπάσει την απάτη του Τόνυ οδηγώντας τα γεγονότα στην ευτυχή λύση και ικανοποιώντας έτσι
την προσδοκία του μέσου θεατή. Ο Τότσικας αντιστοιχεί ιδανικά στο δραματικό
πρόσωπο που φαντάζεται ο Νοτ υποδυόμενος τον ερωτευμένο, έντιμο άνδρα που
δεν θα χάσει την πίστη του ως το τελευταίο λεπτό αξιοποιώντας αποτελεσματικά
την εμπειρία και τις γνώσεις του από τις αστυνομικές υποθέσεις που πλάθει στη
δουλειά του.
Επαναλαμβανόμενα
(σχεδόν στερεοτυπικά) μοτίβα όπως ο έλξη του πλούτου, η απιστία, η απληστία, η
προσωπική παρακμή (λ.χ. ο Τόνυ βρέθηκε από πρωταθλητής πωλητής αθλητικών ειδών…
δίχως όμως να θέλει να αποχωριστεί τα ακριβά γούστα της νιότης του), η σαγήνη που προκύπτει από το κάλλος και τη σχεδόν διαστροφική ευφυΐα αλλά και η λεπτομέρεια εκείνη
που διαφεύγει του ηθικού αυτουργού και καταστρέφει στο τέλος το φαινομενικά «τέλειο
έγκλημα» συνιστούν τα κύρια συστατικά του έργου αυτού.
Θα σταθούμε
ξανά στη σκηνοθεσία, το πιο αξιόλογο προς σχολιασμό σημείο. Ο τρόπος που συστήνει
τα δραματικά πρόσωπα ο Κοέν, το παράθυρο μέσα από το οποίο τα προβάλλει να
δρουν μόνο με το βλέμμα τους ενώ μένουν ακίνητα (!), το ζωηρό παιχνίδι με τα
φώτα (λ.χ. ενώ οι δύο αντίζηλοι συνομιλούν καθισμένοι στο τραπέζι του σαλονιού
πολύ πριν συντελεστεί ο φόνος), ο τρόπος με τον οποίο περιγράφει το προσχεδιασμένο
έγκλημα ο Τόνυ ενώ οι θεατές το παρακολουθούν ταυτόχρονα να λαμβάνει χώρα, το
σκοτάδι που τόσο μαγνητίζει τον συγκεκριμένο σκηνοθέτη αλλά και άλλες πολλές λεπτομέρειες
όπως λ.χ. η ηχογραφημένη ατάκα στην εναρκτήρια σκηνή του έργου όπου ακούμε πως
πρέπει ο Τόνυ να μάθει επιτέλους την αλήθεια (αντί ας πούμε να δούμε απλά το
παράνομο ζευγάρι να κάνει διάλογο) είναι μόνο μερικά από τα στοιχεία που
αποδεικνύουν το ταλέντο του και τις υψηλές σκηνοθετικές του ικανότητες.
Με «άριστα
δέκα» οφείλει να βαθμολογήσει κανείς τα κοστούμια (ιδίως της Φαίης Ξυλά) που μας
ταξιδεύουν στο ρετρό Λονδίνο του ’60, το ίδιο και τα σκηνικά αλλά και τη
μουσική που πάντα ενισχύει το αίσθημα της αγωνίας σε τέτοιου είδους έργα.
Συντελεστές:
Σκηνικά:
Γιάννης Αρβανίτης
Κοστούμια:
Κέλλυ Σταματοπούλου
Μουσική –
ηχητικό περιβάλλον: Ecati
Φωτισμοί:
Αλέκος Αναστασίου
Βοηθός
σκηνοθέτη: Χριστιάννα Μαριόλη
Φωτογραφίες:
Ρούλα Ρέβη
Παραγωγή:
Θοδωρής Μαροσούλης
Πρωταγωνιστούν:
Αλέκος Συσσοβίτης,
Φαίη Ξυλά, Αποστόλης Τότσικας, Αλέξανδρος Βάρθης, Γιάννης Στεφόπουλος