DOGVILLE

του Λαρς Φον
Τρίερ

Θέατρο «Νέος
Ακάδημος»

Ιπποκράτους
17 & Ακαδημίας, Αθήνα

Σκηνοθεσία:
Λίλλυ Μελεμέ

 

Τρίτη, 10
Ιανουαρίου 2023

8 μ.μ.

 

Κριτική
ανάλυση

της Μαρίνας
Αποστόλου

 

Όταν η συγχώρεση γίνεται άκρατος εγωισμός

 

Το αλληγορικό
αριστούργημα
Dogville του
εκκεντρικού συγγραφέα Λαρς Φον Τρίερ μπορεί κανείς να απολαύσει στο θέατρο
«Νέος Ακάδημος» με την Έλλη Τρίγκου στον πρωταγωνιστικό ρόλο της Γκρέις και την
υπερταλαντούχα Λίλλυ Μελεμέ στο σκηνοθετικό τιμόνι.

Στο
κατάμεστο (και όχι άδικα) αν και Τρίτη βράδυ υπόγειο θέατρο του «Νέου Ακάδημου»
απολαύσαμε έναν εξαιρετικό θίασο να δίνει πολύ πειστικά σάρκα και οστά στους
ρόλους των κατοίκων της μικρής πόλης
Dogville κάπου στα Βραχώδη Όρη των Η.Π.Α. .
Πρόκειται για «τίμιους, καλούς ανθρώπους» που ζουν μάλλον σε «παράγκες παρά
σπίτια», όπως περιγράφει, χαράζοντας από την αρχή το κοινωνικό – οικονομικό πλαίσιο
της περιοχής, ο αφηγητής της ιστορίας πολύπειρος ηθοποιός Στέλιος Μάινας.

Σύνοψη: Στη μικρή κωμόπολη των Ηνωμένων
Πολιτειών
Dogville καταφθάνει
κυνηγημένη για άγνωστη αιτία μια νέα και όμορφη γυναίκα, η Γκρέις. Θα έχει στη
διάθεσή της δύο εβδομάδες καιρό με σκοπό να κατορθώσει να κερδίσει τις καρδιές
των κατοίκων της κλειστής κοινωνίας οι οποίοι αντιμετωπίζουν πρόβλημα με την
αποδοχή των ξένων, εμβόλιμων στη ζωή τους στοιχείων. Η κοπέλα θα επιτύχει τον
στόχο της όμως προϊόντος του χρόνου θα γίνει αντικείμενο χυδαίας από όλους
εκμετάλλευσης. Η συστηματική καλοσύνη και κατανόηση θα δώσουν τελικά τη σκυτάλη
στο «δώρο της τιμωρίας».

Το έργο
είναι πολυπρόσωπο αφού έχουμε να κάνουμε με την περίπτωση της μεταφοράς του
κινηματογράφου στο σανίδι. Τους δραματικούς χαρακτήρες της πόλης συστήνει ο
αφηγητής ήδη από την πρώτη σκηνή ενώ οι προσωπικότητές τους σκιαγραφούνται με
μαεστρία από τον συγγραφέα στην πορεία μέσω της πλοκής και της εξέλιξης των
γεγονότων.

Ο Τομ (Αλέξανδρος Μαυρόπουλος): ο φιλόσοφος της κωμόπολης, ο νεαρός
επίδοξος συγγραφέας, η φωνή της ηθικής που βιώνει τον έρωτα μόνο πλατωνικά, ο
μέντορας του τόπου, ο πιο καλλιεργημένος όλων, δίνει διαφωτιστικές διαλέξεις
στη μικρή κοινωνία όμως έχει κουράσει τους ανθρώπους της με τις θεωρίες του.
Είναι άραγε πράγματι πιο ακέραιος, πιο ορθός, πιο συγκροτημένος; Ο πατέρας του
ήταν γιατρός, νυν υψηλό – συνταξιούχος, ίσως γι’ αυτό ο Τομ να κατάφερε να
διακριθεί πνευματικά σε σχέση με το σύνολο των κατοίκων του
Dogville. Ωστόσο, δεν εργάζεται ακόμα, δεν
διαθέτει οικονομική ανεξαρτησία, πιο πολύ την ώρα του σκοτώνει, μένοντας έτσι
μόνο στα λόγια και προσπαθώντας στο τέλος να σώσει άνανδρα τον εαυτό του οπότε αποδεικνύεται μάλλον αδύναμος.

Ο Μωυσής: Ο σκύλος – φύλακας του Dogville. Γαβγίζει όταν μια «αναπόδραστη
δύναμη» πλησιάζει στην πόλη σημαίνοντας «κίνδυνο προ των πυλών». Κι ακριβώς
επειδή οφείλει να διαφυλάττει αποτελεσματικά την περιοχή, πρέπει να μένει
νηστικός ώστε να ναι σε εγρήγορση. Εξάλλου, το
Dogville το ρημάζει η φτώχεια…

Ο Μπεν (Ανδρέας Νάτσιος): Μεταφορέας στο επάγγελμα, και αυτός
άνθρωπος του μεροκάματου – σχεδόν ταυτισμένος με τη δουλειά του καθώς σπίτι του
είναι οι δρόμοι και κυρίως το μεταφορικό μέσο που οδηγεί. Δεν είναι έγγαμος.
Ζει μόνος και εκτονώνει τις ορμές του σε οίκο ανοχής, στης κυρα – Χάιντι, της
«άγριας Μαινάδας του», γεγονός για το οποίο κατόπιν αισχύνεται. Δείχνει
καλοκάγαθος, καλοπροαίρετος και φιλόξενος μέχρι υπό τις κατάλληλες συνθήκες να
φανερώσει το αληθινό του πρόσωπο.

Η Λιζ (Νίνα Έππα): Μια όμορφη, νεαρή γυναίκα που
ασχολείται με κρύσταλλα. Συγκεκριμένα, χαράζει ποτήρια και πουλάει τα «φθηνά
για ακριβά». Φανατικός θαυμαστής της ο Τομ. Το ενδιαφέρον του την κολακεύει, οι
απόψεις του όμως περί ηθικής την αφήνουν μάλλον αδιάφορη ενώ η ίδια ελπίζει σε
ένα καλύτερο μέλλον χάρη στον αρραβωνιαστικό της που απουσιάζει προς το παρόν
από την πόλη με σκοπό (απ’ ότι καταλαβαίνουν οι θεατές) να δημιουργηθεί
οικονομικά. Εντούτοις, ο μνηστήρας αυτός δεν αναφέρεται εκ νέου μέσα στο έργο κι
ούτε ποτέ επομένως σώζει την κοπέλα από τη μιζέρια του
Dogville.

Η μαμά Τζίντζερ (Νικολέτα Βλαβιανού): Ιδιοκτήτρια
παντοπωλείου. Καπνίζει πούρο, πάσχει από άσθμα, παρουσιάζεται αρνητική απέναντι
στην άφιξη της Γκρέις ενώ αναρωτιέται ευθέως: «Γιατί να σώσουμε τη γυναίκα;»

Βέρα (Φωτεινή Παπαχριστοπούλου) και
Τσακ (Βαγγέλης Αλεξανδρής):
Ζευγάρι με επτά παιδιά. Επίσης φτωχοί άνθρωποι που
επικοινωνούν την ανέχεια μέσα από την πρόταση: «Στο
Dogville δεν περισσεύει τίποτα». Ο Τσακ είναι
αγρότης, ασχολείται με τη συγκομιδή των μήλων, είναι απρόσιτος, δεν συμπαθεί,
όπως βλέπουμε στη συνέχεια, την Γκρέις και στέκεται «κάστρο απόρθητο» για την
όμορφη φυγάδα μέχρι μέσα από την κτηνώδη συμπεριφορά του να εξηγήσει τον λόγο
της αντιπάθειας αυτής.

Ο κύριος ΜακΚέυ (Θοδωρής Κατσαφάδος): Ο τυφλός μοναχικός άνδρας που δεν
παραδέχεται την αναπηρία του καθότι αυτή αποτελεί ταμπού. Συστήνεται ως
ευγενικός κύριος, άνθρωπος μονήρης που έχει στερηθεί την ανθρώπινη συντροφιά.
Οι κλειστές κουρτίνες στην οικία του καταμαρτυρούν τόσο το πρόβλημά του όσο και
τη μοναξιά του. Πώς όμως ενώ φέρει αυτό το σωματικό έλλειμμα καταφέρνει και
γίνεται θύτης, όπως κι άλλοι;

Ο Ιάσωνας (Πάρης Λεόντιος): Ένα από τα επτά παιδιά των Βέρα και
Τσακ. Η Γκρέις θα γίνει η παραμάνα και δασκάλα του. Σύντομα όμως και αυτός,
όπως και όλοι, άνδρες – γυναίκες, θα ξεδιπλώσει τον ταπεινό του εαυτό εις βάρος
της φυγάδας. Θα ζητήσει βία ως εκδήλωση μαζοχισμού αλλά και θα ασελγήσει μόλις
του δοθεί η ευκαιρία.

 

Ακούγονται
πυροβολισμοί. Ο Μωυσής αλυχτά σημαίνοντας την έλευση ενός άγνωστου διωκόμενου
προσώπου. Είναι η Γκρέις που με ένα σάλτο προσεδαφίζεται μετά από άγριο
κυνηγητό στα βουνά. Είναι ξανθή, με κόκκινο κραγιόν και καλοντυμένη (αρχικά
ξυπόλυτη, ευφυής ιδέα να φορέσει τα παπούτσια της λίγο πιο μετά, πιθανόν για
λόγους ασφάλειας της ηθοποιού). Ήρθε «από τον ουρανό» αλλά σίγουρα δεν είναι
για καλό. «Οι ουρανοί δεν ρίχνουν δώρα» ακούμε να λέγεται στο έργο, ατάκα που
χρωματίζει μελανά την ψυχολογία των ανθρώπων του
Dogville. Η ασυνήθιστη κοπέλα καταζητείται
και μάλιστα για την παράδοσή της δίδεται αμοιβή.

Η Γκρέις,
ήδη από την εκκίνηση, φαίνεται ενοχική. Πεινούσε πολύ και γι’ αυτό έκλεψε το
κόκκαλο του σκύλου: γι’ αυτό και πρέπει να τιμωρηθεί. Πέφτει στα μαλακά, για
καλή της τύχη. Γνωρίζει τον Τομ που την υποστηρίζει και πασχίζει να την εντάξει
στο κοινωνικό σύνολο. Ωσάν πάστορας, απευθύνεται στο ποίμνιο που δεν σταματά να
τονίζει τη φιλανθρωπία του αλλά και τη συλλογικότητά του. «Είμαστε φιλάνθρωποι,
αγαπάμε τους ανθρώπους… ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ φτυαρίζουμε το χιόνι». Η Γκρέις δεν γνωρίζει
από φτώχεια. Έζησε μέσα στην απληστία, όπως ομολογεί. Τα χέρια της είναι λευκά,
απαλά και αλαβάστρινα. Δεν έχει εργαστεί ούτε κοπιάσει ποτέ. Το
Dogville, μικρό και δυσπρόσιτο, συνιστά, όπως
ακούμε, το ιδανικό γι’ αυτήν κρησφύγετο.

 

Το Dogville σου έδωσε δύο εβδομάδες. Τώρα
πρέπει να δώσεις κι εσύ κάτι.

 

Σε
αντάλλαγμα της φιλοξενίας των κατοίκων, η Γκρέις προσφέρεται να τους βοηθήσει
με τις δουλειές. Είτε με φύλαξη των παιδιών, είτε με συντροφιά, είτε με δουλειά
στα χωράφια. Οι άνθρωποι όμως της απαντούν ψυχρά και επαναλαμβανόμενα: «μια
άλλη φορά». Ωστόσο, γρήγορα αποφασίζουν να την ενσωματώσουν αναθέτοντάς της
δουλειές που δεν ήταν ανάγκη να γίνουν. Η Γκρέις δεν έχει καμιά εμπειρία.
Διψάει όμως να μάθει. Αγαπάει το μέρος, το βρίσκει όμορφο και κάνει τους άλλους
να παραξενεύονται, όπως για παράδειγμα εκπλήσσεται μαζί της ο Τσακ («μέρος
σάπιο για τα σάπια»). Προσφέρει στη Λιζ κρέμα αλόης για τα ταλαιπωρημένα της
χέρια συμβάλλοντας έτσι στο να συνέλθουν. Κάνει παρέα στον κύριο ΜακΚέυ ενώ ο
Μπεν αρχίζει να εμφανίζεται μπροστά της όλο και πιο συχνά παρά τις απρόβλεπτες
εργασίες των μεταφορών.   

Έχουν
στηθεί όλοι και καραδοκούν. Παρατηρούν το κάθε σου βήμα. Στην επαρχία οι
άνθρωποι θέλουν χρόνο για να ανοίξουν την καρδιά τους. Όμως όταν την
ανοίξουν…

 

Η Γκρέις
είναι ειλικρινής, αυθεντική. Κρατάει συντροφιά στον τυφλό κύριο ΜακΚέυ που
προφασίζεται δερματικό πρόβλημα για τον εγκλεισμό του στο σπίτι αλλά και τις
βαριές κουρτίνες παρότι αγαπάει, όπως λέει, το φως. Η Γκρέις του προτείνει να
αφήσουν τις αναμνήσεις και να ασχοληθούν με το παρόν, με τη θέα, ας πούμε, που
είναι εκθαμβωτική από το σπίτι του. Με τον τρόπο της τον ξεκλειδώνει, τον
οδηγεί σε κατάσταση ευφορίας… τον κάνει να τραγουδά ‘’
what a wonderful world…’’

Η διορία των
δύο εβδομάδων έχει παρέλθει. Η αγωνία για την ετυμηγορία κορυφώνεται. Θα μείνει
ή θα φύγει; Θα γίνει μέλος της μικρής κοινωνίας ή θα αποπεμφθεί; Αυτό θα φανεί
από τα χτυπήματα της καμπάνας που θα κρούσει χαρακτηριστικά η Βέρα. Η Γκρέις
είναι έτοιμη για το χειρότερο: να την διώξουν και αν αυτό γίνει να επιστρέψει
και ό,τι δανεικό είχε λάβει. Και δεν θέλει να την αποχαιρετήσουν. Δείχνει
λοιπόν δυνατή, περήφανη, έτοιμη να παλέψει ξανά, από την αρχή.

Η απόφαση
ωστόσο είναι θετική: το κορίτσι θα μείνει! Ο ενθουσιασμός περισσεύει και η
Γκρέις αρχίζει αμέσως να δουλεύει ακόμα πιο σκληρά από πριν. Είναι η δασκάλα
του Ιάσωνα, είναι τα μάτια του ΜακΚέυ. Έχει σχεδόν αφομοιωθεί. Τα χέρια της δεν
είναι πια μαλακά. Δεν αμείβεται κανονικά, όπως της αξίζει. Βρίσκεται πιο πολύ
σε μια κατάσταση ελεημοσύνης. Για παράδειγμα, η Τζίντζερ της παίρνει όλες τις
οικονομίες για μια πορσελάνινη μινιατούρα την οποία θα σπάσει προκλητικά η Βέρα
όταν εξοργιστεί μαζί της για τις ακούσιες από τη μεριά της Γκρέις ερωτικές
περιπτύξεις με τον σύζυγό της Τσακ.

Ανακαινίζουν
για το χατίρι της έναν παλιό μύλο και τον μετατρέπουν σε σπίτι. Είναι πια
καλοκαίρι: 4 Ιουλίου. Οι Αμερικάνοι πανηγυρίζουν για την εθνική τους
εορτή. Ο Τσακ ζητάει παράλογα από την Γκρέις να εργαστεί ακόμα και τότε εκείνη
όμως του θυμίζει πως είναι αργία και πως ακόμα και ο Μπεν έχει ρεπό. Κι ενώ η
γιορτή εξελίσσεται πολύ χαρούμενα με τη συμμετοχή όλων, ένας αστυνομικός
(Στέλιος Μάινας) τοιχοκολλεί μια αφίσα με τη φωτογραφία της Γκρέις. Η τελευταία
καταζητείται όμως περιέργως ο χρόνος τέλεσης του υποτιθέμενου παραπτώματός της
δεν συνάδει με τον χρόνο παραμονής της στο
Dogville. Οι κάτοικοι προβληματίζονται και
επιλέγουν να σκληρύνουν τη στάση τους. Ζητούν ακόμα πιο πολλά, εξαντλούν την
Γκρέις, την πιέζουν υπερβολικά με τις απαιτήσεις τους. Η κοπέλα εξασθενεί μα
θεωρεί απολύτως λογικό ό,τι της συμβαίνει. Πάντα επιεικής, πάντα δικαιολογώντας
τους κατοίκους, πάντα κατανοώντας τα ακατανόητα και τα απαράδεκτα. Προσβολές
και παρατηρήσεις προστίθενται στις κακές συμπεριφορές ενώ η Βέρα αναλαμβάνει να
κτυπά σαδιστικά ανά μισάωρο την καμπάνα «για να μην χάνεται η αίσθηση του
χρόνου» σε σχέση με τις αμέτρητες αγγαρείες που οφείλει να προλαβαίνει η Γκρέις.

Η τελευταία
δεν είναι πια παρά ένα άθυρμα στα χέρια αυτού του περίγυρου. Θα εξαθλιωθεί κι
άλλο, θα κουρελιαστεί, δεν θα μπορεί να αντισταθεί. Ο Τομ θα πάρει κρυφά δέκα
δολάρια από τον πατέρα του, θα τη βοηθήσει να αποδράσει από το κακοποιητικό
περιβάλλον, ο Μπεν όμως θα της φερθεί με τον αισχρότερο τρόπο εκμεταλλευόμενος
τη θέση της – που δεν είναι άλλη από τη θέση του αδυνάτου. Όταν άφευκτα η
Γκρέις έρθει σε διά ζώσης επαφή με τον γκάνγκστερ πατέρα της (Στέλιος Μάινας)
θα αφυπνιστεί κι από αρνί θα γίνει λύκος. Μέχρι τώρα επιβίωνε από όλα αυτά μέσα
σε μια κατάσταση «ύπνωσης σαν ζώο που δεν ενδίδει σε σκέψεις βαριές και
επώδυνες». Τώρα όμως έχει έρθει πια η ώρα των συνεπειών. Η Γκρέις θα είναι
αμείλικτη. Η προσπάθειά της να χρησιμοποιήσει το όπλο της αλήθειας για να
κατονομάσει τα όσα αισχρά των κατοίκων γυρίζει πίσω της ως μπούμερανγκ. Ακόμη
και ο Τομ δεν είναι αυτός που εκείνη νόμιζε. Μοιάζει με «αράχνη που παγιδεύεται
μέσα στο ίδιο της το δίχτυ όταν φυσάει άνεμος», ακούμε να λέει ανατριχιαστικά ο
Μάινας ως αφηγητής. Κι έτσι ποτέ οι δυο τους δεν ενώθηκαν ποιοτικά στο φως και
στην «ελευθερία», όπως ήταν η επιθυμία της Γκρέις.

Πόσο βαθιά
χωμένη στο χώμα είναι η συνείδηση των ανθρώπων;

Πού είναι
χειρότερα; Στο
Dogville ή πλάι στον πατέρα – μαφιόζο;

Ποιος
ευθύνεται για την άσχημη συμπεριφορά ενός ανθρώπινου όντος; Οι συνθήκες
διαβίωσης που τον σκληραίνουν και τον αποκτηνώνουν; Ο άνθρωπος δεν φέρει
καθόλου ατομική ευθύνη ώστε να συνειδητοποιήσει, να βελτιωθεί, να σεβαστεί τον
πλησίον και πόσο μάλλον αυτόν που έχει την ανάγκη του;

Τέλος, θα μπορούσε κανείς να αναλύσει και τον τίτλο που συμπίπτει με το όνομα της πόλης “Dogville” ως μια λέξη σύνθετη από το “dog” (αγγλ.) = σκυλί και “ville” (γαλλ.) = πόλη δεδομένου ότι στην είσοδο φυλάει ο Μωυσής ωσάν ένας άλλος Κέρβερος ενώ προς το τέλος της παράστασης ακούμε τον πατέρα – γκάνγκστερ να νουθετεί την κόρη του μέσα από έναν παραλληλισμό με το σκυλί που θέλει εκπαίδευση για να λειτουργεί σωστά και να μην είναι αγρίμι (όταν αναφέρεται στην τιμωρία όλων αυτών που την κακομεταχειρίστηκαν).

Πρόκειται
πραγματικά για μια υπέροχη παράσταση. Δεν υπάρχουν λόγια για τη σκηνοθεσία της
Μελεμέ. Ξεχωρίζουν το δίχως άλλο οι σκηνές όπου η Γκρέις αποφασίζει να μιλήσει
την αλήθεια καθώς και οι σκηνές των βιασμών από τα αρσενικά μέλη του
Dogville. Το ίδιο και η σκηνή όπου υπονοείται
το κάψιμο των ανθρώπων και νωρίτερα η σύντομη αλλά πολύ όμορφη διάδραση της
Τρίγκου με το κοινό όταν κατεβαίνει σιμά του και περιμένει να ακούσει ως
καλόψυχη Γκρέις πως οι συνθήκες ευθύνονται για την κακότητα. Πολύ καλή ιδέα
επίσης και η λάμπα μπροστά από τον Τομ που τον σηματοδοτεί και φωτίζει το
σκοτεινό του τελικά πνεύμα.

Οι ηθοποιοί,
χωρίς καμιά εξαίρεση, είναι μοναδικοί ερμηνευτές των ρόλων τους. Δεν υπάρχει
ούτε ένας που να προσφέρει κάτι λιγότερο. Και όλοι μαζί συνθέτουν ένα
συγκλονιστικό υποκριτικό σύνολο που χωρίς διάλειμμα επί δύο ώρες μάς ταξιδεύουν
σε έναν κόσμο σκληρό, εσωστρεφή και απάνθρωπο.

Συγχαρητήρια
αξίζουν αναμφίβολα και στους λοιπούς συντελεστές. Κοστούμια, σκηνικά, φώτα,
μουσική όλα με ακρίβεια προσεγμένα και ταιριασμένα μεταξύ τους αρμονικά.

Μια
παράσταση μοναδικής αισθητικής, καλοδουλεμένη, απόλυτα άρτια και ακέραιη χωρίς
κανένα ψεγάδι.

 

        Λοιποί συντελεστές:

Διασκευή
για την σκηνή: Christian Lollike

Μετάφραση:
Αντώνης Γαλέος

Πρωτότυπη
Μουσική Σύνθεση: Σταύρος Γασπαράτος

Σκηνικά:
Θάλεια Μέλισσα

Κοστούμια:
Βασιλική Σύρμα

Φωτισμοί:
Μελίνα Μάσχα

Επιμέλεια
Κίνησης: Κική Μπάκα

Φωτογραφία
/ Trailer: Πάτροκλος Σκαφίδας

Γραφιστική
Επιμέλεια: Μάριος Γαμπιεράκης (Μαύρα Γίδια)

Βοηθός
Σκηνοθέτη: Πάρης Λεόντιος

Β’
βοηθός Σκηνοθέτη: Λίνα Οικονόμου

Hairstyle
& make up: Le Boudoir

Σχόλια

Δεν υπάρχουν ακόμη σχόλια. Γιατί δεν ξεκινάτε τη συζήτηση;

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *